«ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν. καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον» (Λουκᾶ β´ 34 – 35)
Δὲν ἦταν, ἀσφαλῶς, ἡ βούληση τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ἀσχοληθεῖ αὐτές τὶς μέρες, ποὺ ὅλοι χαιρόμεθα τὸν θρίαμβο τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου μας, τοῦ μεγαλυτέρου θαύματος τῆς Ἱστορίας, μὲ τὸ νὰ ἀνασκευάζει γιὰ πολλοστὴ φορὰ μέσα σὲ 2.000 χρόνια ἀνιστόρητες καὶ μυθώδεις φανταστικές ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες τύγχαναν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀπόρριψης καὶ τῆς θεολογικῆς ἀποδοκιμασίας, κάθε φορὰ ποὺ παρουσιάζονταν.
Μᾶς ὑποχρεώνει ὅμως ἡ εὐθύνη μας ἀπέναντι τόσον τῆς ἀλήθειας, ὅσον καὶ τῶν συνειδήσεων τῶν πιστῶν, νὰ ἐνημερώσουμε, «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ», αὐτὸ τὸ λαὸ γιὰ τὸ θέμα ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐπικείμενη κινηματογραφικὴ προβολὴ στὴν Πατρίδα μας ταινίας σχετικῆς μὲ τὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου τοῦ Dan Brown «Κώδικας Da Vinci».
Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ μυθιστόρημα «Κώδικας Da Vinci», ποὺ ἔγινε παγκόσμιο best seller, χάρις στὴ διαφημιστικὴ συμμετοχὴ πολλῶν «κύκλων», ἐπέτυχε νὰ γίνει ἡ μεγάλη ἐκδοτικὴ ἐπιτυχία μετὰ τὸν Χάρρυ Πότερ, κάνοντας πλούσιους συγγραφέα καὶ ἐκδότες.
Τὸ ἀνιστόρητο καὶ ταυτόχρονα ὑβριστικὸ μήνυμα, ποὺ ὁ συγγραφέας Dan Brown προσπαθεῖ νὰ «περάσει» στὸ εὐρὺ κοινό, εἶναι ὅτι:
α. δῆθεν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἦσαν παντρεμένοι καὶ εἶχαν ἀποκτήσει καὶ παιδιά,
β. δῆθεν ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν Θεός, οὔτε ποτὲ λατρεύθηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανοὺς ὡς Θεός,
γ. δῆθεν ὑπῆρχε δίπλα στὸ Θεό ἡ λατρεία μιᾶς θηλυκῆς θεότητας, ἡ ὁποία στὸ μυθιστόρημα ἀντιπροσωπεύεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Μαρία τὴν Μαγδαληνή,
δ. δῆθεν ἡ «ἀλήθεια» αὐτὴ ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὰ εὐαγγέλια ἀργότερα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο, σὲ συνεργασία μὲ τοὺς ἄνδρες ἱερεῖς καὶ μὲ τοὺς νόμους τοῦ κράτους ἐπιβλήθηκε ὁ Χριστὸς ὡς Θεός, καί
ε. δῆθεν ὑπῆρχαν πολλὰ ἀρχαῖα γνωστικῆς ὑφῆς ἔγγραφα, ποὺ πιστοποιοῦν τὴν ὑποτιθέμενη αὐτὴ «ἀλήθεια».
Χάριν τῆς ἀληθείας καὶ τῶν πιστῶν, τῶν ὁποίων ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση προσβάλλεται καὶ ὑποσκάπτεται ὕπουλα καὶ ἀνιστόρητα ἀπὸ τὴν μυθιστορηματικὴ πλοκὴ τοῦ βιβλίου, ὀφείλουμε νὰ ξεκαθαρίσουμε τὰ ἑξῆς:
Ἀπὸ ἱστορικῆς καὶ χριστιανικῆς πλευρᾶς, τὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀναληθές.
α. Ὁ Χριστὸς οὐδέποτε νυμφεύθηκε καὶ ἀσφαλῶς οὔτε μὲ τὴν Ἁγία Μαρία τὴ Μαγδαληνή. Ὁ Κύριός μας ὡς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, χωρὶς τὴν ἁμαρτία, δὲν εἶχε τὶς ἀνθρώπινες ροπὲς καὶ τὰ διαβλητὰ πάθη.
β. Ὁ Χριστὸς ἀναγνωρίζεται ὡς Θεὸς ἐξαρχῆς στὴν πρώτη Ἐκκλησία, γεγονὸς ποὺ πιστοποιεῖται τόσο ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ εὐαγγέλια, τὶς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (ποὺ χρονολογοῦνται γύρω στὸ 55 μ.Χ.), καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (γύρω στὸ 75 μ.Χ.), ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ μονογράμματα – σύμβολα ποὺ ἔχουν βρεθεῖ στὶς Κατακόμβες γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλὰ ρωμαϊκὰ καὶ πρωτοχριστιανικὰ κείμενα τοῦ 1ου καὶ 2ου αἰῶνα. Γιὰ παράδειγμα ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολογεῖ: «Σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος», ὁ Θωμᾶς ἀναφωνεῖ: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» καὶ ὁ ἑκατόνταρχος στὸ Σταυρό διακηρύττει: «Ἀληθῶς, Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος».
γ. Ἀκόμη ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἐκ φύσεως φῦλο, δὲν εἶναι οὔτε ἄνδρας, οὔτε γυναίκα, ἀλλὰ πνεῦμα. Ἑπομένως δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ αἰώνιο θηλυκὸ ἢ γιὰ θηλυκὴ θεότητα διότι τέτοιες ἀντιλήψεις εἶναι τελείως ἀνθρωποπαθεῖς καὶ πηγάζουν ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ καὶ εἰδωλολατρικὴ ἀρχαιότητα καὶ τὴν μυθοπλαστικὴ διάθεση τοῦ συγγραφέα.
δ. Οἱ ἀλήθειες ποὺ περιγράφουν καὶ διδάσκουν τὰ εὐαγγέλια δὲν εἶναι ἐφεύρεση τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος ἄλλωστε, παράλληλα μὲ τὴν εὔνοιά του πρὸς τὸν Χριστιανισμό, εἶναι τεκμηριωμένο ὅτι δὲν καταπολέμησε τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία. Στήν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ἡ Ἐκκλησία εἶχε σχεδόν διαμορφώσει τὴν δογματική της διδασκαλία γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸ πρόσωπο καὶ τὴν θεανθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου κ.λπ. Ἑκατομμύρια ἄνθρωποι ἦσαν χριστιανοί ἢ εἶχαν ἤδη πεθάνει βασανιζόμενοι στὰ ἀμφιθέατρα καὶ τὶς ρωμαϊκές ἀρένες καὶ σὲ διάφορα μήκη καὶ πλάτη τῆς γῆς, γιατί πίστευαν στὸν Χριστὸ ὡς Θεό.
Ὁ συγγραφέας, ὅπως ἀνακάλυψε ἡ δημοσιογράφος Μαρί Ἐτσεγκουάν, ἔχει συλλέξει τὶς πηγές του ἀπὸ μία ἀκραία ὀργάνωση μὲ μεγαλεπήβολα σχέδια ποὺ συστάθηκε ὡς ἀστικὴ ἑταιρεία τὸ 1956 μὲ τὴν ὀνομασία «Ἡγουμενεῖον τῆς Σιών». Ἡ πλαστότητα τῶν πηγῶν τῆς ὀργάνωσης ἀποκαλύφθηκε σὲ γαλλικὸ δικαστήριο στὴν δεκαετία τοῦ 1990. Ἡ ὀργάνωση αὐτὴ κατασκεύασε καὶ προώθησε σειρὰ ἐγγράφων ποὺ «ἀποδείκνυαν» δῆθεν τὸν γάμο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἁγία Μαρία τὴν Μαγδαληνή. Εἶναι βέβαιο ὅτι χρησιμοποίησαν στοιχεῖα τῆς διδασκαλίας τῶν Γνωστικῶν, τῶν Σταυροφόρων, τῶν Ναϊτῶν, τῶν Καθαρῶν καὶ ἄλλων αἱρετικῶν.
Ὁ συγγραφέας Dan Brown ἰσχυρίζεται ὅτι δῆθεν βασίζεται στὰ Χειρόγραφα τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας καὶ στὰ Γνωστικὰ Εὐαγγέλια ἐνῷ ἀπορρίπτει τὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τὰ Χειρόγραφα ὅμως τῆς Νεκρᾶς Θάλασσας δὲν περιέχουν τίποτε τὸ χριστιανικό, παρὰ μόνο τμήματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἄλλα ἀποσπασματικὰ κείμενα, χωρὶς καμμία ἀναφορὰ στὸν Χριστό, οὔτε φυσικὰ στὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο. Τὰ γνωστὰ «γνωστικὰ εὐαγγέλια» (τοῦ Θωμᾶ, τοῦ Φιλίππου, τῆς Μαρίας, τῶν Αἰγυπτίων καὶ τῆς Ἀληθείας) δανείζονται τὰ ὀνόματα μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ προσδώσουν κῦρος στὰ γραφόμενά τους, κάτι ἀνάλογο μὲ τὰ κείμενα τοῦ Ψευδο-ηροδότου ἢ τοῦ Ψευδο-λουκιανοῦ τῆς ἀρχαίας γραμματείας. Δὲν εἴμαστε σίγουροι γιὰ τὸ ἀρχικό τους περιεχόμενο ἐνῷ οἱ περισσότεροι μελετητές τὰ χρονολογοῦν ἀπὸ τὸν 4ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς. Δὲν διαθέτουμε ἀκόμη γι᾿ αὐτὰ πλῆθος κωδίκων ὅπως ἀντίθετα ἰσχύει γιὰ τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς (25.000 κώδικες περιέχουν τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη), καὶ δὲν μποροῦμε νὰ πιστοποιήσουμε τὴν ἀκεραιότητά τους. Εἶναι κείμενα παράγωγα καὶ ὄχι πρωτότυπα τῶν Γραφῶν καὶ παραποιοῦν τὴν Καινὴ Διαθήκη, τῆς ὁποίας ἡ ἀξιοπιστία ἀποδεικνύεται ἐπιστημονικά:
α. Ὁ ἀριθμὸς τῶν κωδίκων στοὺς ὁποίους διασώζεται τὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης (περίπου 25.000) εἶναι μεγαλύτερος σὲ ἀσύγκριτο βαθμὸ ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ τῶν κωδίκων ὅλων τῶν σωζομένων ἀρχαίων βιβλίων. Γιὰ τὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου σώζονται 643 κώδικες, γιὰ τὴν Ἱστορία τοῦ Θουκυδίδη μόνο 8 καὶ γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Ὁρατίου 500.
β. Ἡ ἀρχαιότητα τῶν κωδίκων ποὺ μᾶς σώζουν τὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑπερτερεῖ ἐκείνης τῶν ἄλλων ἀρχαίων κειμένων. Οἱ ἀρχαιότεροι κώδικες ποὺ μᾶς σώζουν τὸ κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης (Σιναϊτικός, Ἀλεξανδρινός, Βατικανός) ἐγγράφησαν γύρω στὸ 250 μ.Χ., δηλαδὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὸν χρόνο συγγραφῆς τοῦ κειμένου αὐτοῦ (50-70 μ.Χ.), λιγότερο ἀπὸ δύο αἰῶνες, ἐνῶ ὑπάρχει καὶ ὁ «Πάπυρος 52», ποὺ περιέχει τμῆμα τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου καὶ χρονολογεῖται λίγες δεκάδες χρόνια μετὰ τὴν συγγραφή του. Ἀντίθετα οἱ κώδικες τῆς Ἱστορίας τοῦ Θουκυδίδη, γραμμένης τὸν 4ο αἰῶνα π.Χ., χρονολογοῦνται τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ., δηλαδὴ σώζονται χειρόγραφα μεταγενέστερα αὐτῆς τῆς Ἱστορίας κατὰ δεκατέσσερεις αἰῶνες.
Ἐφ᾿ ὅσον, λοιπόν, κανένας δὲν ἀμφισβητεῖ τὴν ἀξιοπιστία καὶ ἐγκυρότητα τῶν προαναφερθέντων ἀρχαίων κειμένων, πῶς εἶναι δυνατόν νὰ ἀμφισβητήσει τὴν Καινὴ Διαθήκη ὅταν οἱ ἐπιστημονικές μαρτυρίες ἀποδεικνύουν ὅτι εἶναι «τὸ πιὸ ἀξιόπιστο βιβλίο σὲ ὅλο τὸν κόσμο» (Greenlee J.H., Introduction to the New Testament Textual – Criticism, Grand Rapids 1964, p. 16).
* Τέλος, ἡ σωτηρία στὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἐπιτυγχάνεται μέσῳ τῆς ἀριστοκρατικῆς, βιολογικῆς ἢ συγγενικῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστὸ ἢ τοὺς ὑποτιθέμενους γενεαλογικοὺς ἀπογόνους του (στήν οὐσία πρόκειται γιὰ ρατσιστικὴ προσπάθεια τῶν ἀποκρυφιστικῶν κύκλων τῆς Εὐρώπης νὰ ἐπιβάλουν μία δῆθεν θρησκευτικὴ καὶ ἐξ αἵματος, ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ἀριστοκρατία), ἀλλὰ μὲ τὴν κατὰ χάριν μέθεξη τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὶς ὁποῖες ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τοὺς πιστούς, ὅταν ἐκεῖνοι ζοῦν μὲ μετάνοια, ταπείνωση καὶ ἀγάπη.
Συμπερασματικὰ λέμε ὅτι μὲ τὸ μυθιστόρημα «Κώδικας Da Vinci» ὁ συγγραφέας προσπαθεῖ νὰ χτυπήσει τὴν σωτηριώδη πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ὁ συγγραφέας ἐπιτίθεται καὶ ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τὸν θεωρεῖ ἀτελῆ ἄνθρωπο μὲ ἀδυναμίες. Ἐπιτίθεται ἀκόμη ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν κατηγορεῖ καὶ εὐθέως τὴν ὑβρίζει ὅτι ὣς τώρα βασίζεται στὴν ἀπάτη, τὸ ψεῦδος καὶ τὴν πλάνηση τῶν μελῶν της.
* Ἡ Ἐκκλησία μας θέλησε μ᾿ αὐτὸ τὸν σύντομο, ὑπεύθυνο καὶ ἐμπεριστατωμένο τρόπο νὰ ἐνημερώσει τὸ πλήρωμά Της, ἔχοντας, συγχρόνως, ἐμπιστοσύνη στὴν βαθειὰ καὶ ἀκλόνητη πίστη του, τὰ ἀξιόλογα ἐνδιαφέροντά του καί, κυρίως, τὴν ὀρθὴ κρίση του. Ὡς ἐκ τούτου, δὲν πρόκειται νὰ συστήσει σὲ κανένα νὰ παρακολουθήσει ἢ ὄχι τὴν σχετικὴ κινηματογραφικὴ ταινία ἢ νὰ διαβάσει ἢ ὄχι τὸ ἐν λόγῳ μυθιστόρημα, ὅπως τοὐλάχιστον, οἱ ὁπαδοί τῆς ἀνελευθερίας θὰ ἀνέμεναν. Ἀντιθέτως, εἶναι βέβαιη ὅτι ὅσοι, τυχόν, αὐτοβούλως τὸ πράξουν, θὰ μπορέσουν νὰ διαπιστώσουν τὰ ἀνιστόρητα μυθεύματα καὶ νὰ ἀπορρίψουν τὸ καταγέλαστο περιεχόμενο,
«ὅτι ἐβασίλευσε Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ.
Χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιώμεθα καὶ δῶμεν τὴν δόξαν αὐτῷ»
(Ἀποκάλ. ιθ´ 7).