Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Κυριακή του Θωμά

Κυριακή του Θωμά

569

του Ἀρχιμ. Ἀντωνίου Ρωμαίου

 σημερινὴ Κυριακή μᾶς παρουσιάζει μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ λαμπρές, τὶς πιὸ βαθειὲς καὶ τὶς πιὸ ἑλκυστικὲς θὰ λέγαμε εἰκόνες τὶς ὁποῖες μᾶς ἔχει χαρίσει ὁ Κύριός μας μέσα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ κύρια πρόσωπα αὐτῆς τῆς σκηνῆς εἶναι ὁ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος Ἄνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὁ Κύριος ἔχει νικήσει τὸν θάνατο, ἔχει πλέον καταργήσει τὴν δύναμη καὶ τὴν ἰσχύν τοῦ σατανᾶ, τελεσιδίκως, ἔχει χαρίσει, δυνάμει, τὴν σωτηρία σ’ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος, εἰσέρχεται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», −μὲ αὐτή τὴν πράξη διακηρύσσει τὴν παντοδυναμία Του καὶ τὴν κυριότητά του ἐπάνω στὸν κόσμο− εἰσέρχεται, κάνει διάλογο, χαρίζει τὴν εἰρήνη Του στοὺς ‘Ἀποστόλους καὶ μὲ πολλὴ ἁπλότητα, σὰν ἕνα μικρὸ παιδάκι, τοὺς δείχνει τὰ χέρια Του καὶ τὴν πλευρά Του. Λείπει ὁ Θωμᾶς. Κιʼ ὅταν οἱ ἄλλοι τὸν πληροφοροῦν καὶ τοῦ λέγουν «ὅτι ἔχουμε δεῖ καὶ ἔχουμε συναντήσει τὸν Ἰησοῦν, εἶναι Ἀναστημένος» ἐκεῖνος δυσπιστεῖ. Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ πολλοὺς τρόπους ἔχει ἐπαινέσει αὐτή τὴν δυσπιστία τοῦ Θωμᾶ. Ποιὸς εἶναι ὁ Θωμᾶς; Ποιὸν παρουσιάζει ἐκείνη τὴ στιγμή; Παρουσιάζει ὅλους ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουμε ἀκόμα ταυτίσει τὴν ὕπαρξή μας μὲ τὴν ὕπαρξη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦμε γιὰ τὸν Χριστό, μαθαίνουμε γιὰ τὸν Χριστό, κάποτε θεωροῦμε πολὺ ὡραῖα αὐτὰ πού μαθαίνουμε, κάποτε ὁραματιζόμαστε καὶ φανταζόμαστε αὐτὸ τὸ Πρόσωπο πανίσχυρο καὶ παντοδύναμο νὰ μᾶς ἱκανοποιεῖ ὅλες τὶς ἀνάγκες, ἴσως ὅλες τὶς φιλοδοξίες, ἀλλά συγχρόνως δὲν Τὸν ἔχουμε κοντά μας, δὲν τὸν βλέπουμε ὁρατό, ἁπτό, ὅπως ὅταν ἔλειπε ὁ Θωμᾶς δὲν Τὸν εἶδε καὶ ἐκεῖνος καὶ δυσπιστοῦσε. Γι’ αὐτὸ κιʼ ἐμεῖς παρ’ ὅλη τὴν μερικὴ γνωριμία πού μπορεῖ νὰ ἔχουμε μὲ τὸν Χριστὸν βρισκόμαστε σὲ μιὰ παρόμοια κατάσταση. Μᾶς ἐκπροσωπεῖ ὁ Θωμᾶς σ’ αὐτή τὴ σκηνή. Ὁ Θωμᾶς λέγει στοὺς ἄλλους ὅτι «ἂν δὲν βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰςτὸν τύπον τῶν ἥλων δὲν σᾶς πιστεύω». Κιʼ ἐμεῖς πολλὲς φορές, παρὰ τὸ ὅτι εἶναι τόσοι αἰῶνες πού ἔχουν περάσει καὶ ὁ Κύριος διακηρύσσει «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες», ἐμεῖς θέλουμε νὰ γνωρίζουμε, νὰ δοῦμε γιὰ νὰ πιστεύσουμε. Καὶ θέλουμε ἀποδείξεις. Καὶ τὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς πάντοτε μικραίνει τὸν ἑαυτό Του μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο καὶ δίνει ἀποδείξεις. Δίνει ἀποδείξεις ἀσάλευτες, ἀτράνταχτες· καὶ αὐτὸ ἔκανε καὶ στὸν Θωμᾶ: «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ βάλε τὴν χεῖραν σου εἰς τὴν πλευράν μου». Ἕνας ὕμνος στὸν Ὄρθρο, ἴσως τὸν ἀκούσατε, λέγει: «Φέρε τὴν χεῖραν σου καὶ ἐρεύνα, ἐρεύνα, ὅτι αὐτὸς Ἐγὼ εἰμί, ὁ διὰ σὲ Παθητός». Δὲν φοβᾶται ὁ Ἰησοῦς τὴν ἔρευνα. Δὲν φοβᾶται νὰ σμικρυνθεῖ μπροστὰ στὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ τὴν ἀνθρώπινη περιέργεια καὶ τὴν ἀνθρώπινη δυσπιστία. Εἶναι ὁ Κύριος τῶν πάντων καὶ γιʼ αὐτό δὲν φοβᾶται νὰ γίνει μικρότερος κιʼ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἐμεῖς, ἐπειδὴ εἴμαστε μικροί, θέλουμε πάντοτε νὰ παρουσιαζόμαστε μεγάλοι στοὺς ἀνθρώπους, σοβαροὶ καὶ σπουδαῖοι. Καὶ τότε ἔγινε αὐτὴ ἡ θριαμβευτικὴ ὁμολογία τῆς πίστεως τοῦ Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» ! Βέβαια, θὰ εἴμαστε μακάριοι ἂν φτάναμε κιʼ ἐμεῖς σ’ αὐτή τὴν ὁμολογία καὶ ἂν ἀκολουθούσαμε τὸν ὑπόλοιπο βίο τοῦ Θωμᾶ. Ἀλλὰ δυστυχῶς δὲν ἔχουμε προθυμία. Ἴσως ἀκόμη δὲν φτάσαμε στὸ σημεῖο νὰ πληροφορηθοῦμε βαθειὰ μέσα μας. Ἀλλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀρχίσουμε ἀπὸ κάτι μικρότερο. Θὰ μπορούσαμε νὰ ὁμολογοῦμε τὶς ἀδυναμίες μας. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς λέει, «φέρε τὸ δάκτυλό σου καὶ βάλτο στὶς πληγές μου», ἀσφαλῶς αὐτὸ ἔχει μιὰ ἄμεση ἀναφορὰ καὶ σημασία στὸ ὅτι δὲν φοβᾶται νὰ δείξει τὶς οὐλὲς τῶν παθῶν Του. Ἀλλὰ δίνει καὶ σὲ μᾶς ἕνα ἄλλο μάθημα ὁ Ἰησοῦς. Νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὁμολογοῦμε τὰ λάθη μας. Τὶς πληγὲς πού μᾶς φέρνει ὁ σατανᾶς. Καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία, τὴν ἐπίδειξη ἤ τὴν ἔνδειξη τῶν πληγῶν μας, ἀρχίζουμε νὰ ζοῦμε τὴ ζωὴ τῆς ταπεινώσεως. Ἀρχίζουμε νὰ μοιάζουμε ἔστω καὶ σ’ αὐτό τὸ σημεῖο κατὰ μίαν σχετικότητα καὶ ἀναλογίαν μὲ τὸν Ἀναστημένο Χριστό. Γιατί πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος ποὐ ἔχει ἀκουμπήσει πιὰ στὸ Χριστὸ δὲν φοβᾶται νὰ μιλάει γιὰ τὸ βρώμικο παρελθόν του, ἀλλά καὶ γιὰ τὴν ἀδύναμη κατάσταση πού ζεῖ τὴ στιγμὴ πού εἶναι μέσα στὴν ἐκκλησία. Τὴν ἐποχή πού ἀγωνίζεται γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὑπερνικήσει τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο, τὴν ἁμαρτία, τὰ πάθη του, τὸν ἐγωϊσμό του καὶ ὅλα τὰ ἄλλα. Δὲν φοβᾶται νὰ τὰ ὁμολογήσει ὅταν πιὰ ἔχει στηριχθεῖ ἀπόλυτα στὸ Χριστό. Ἀντιστρόφως ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ἀκόμα σʼ ἕνα στάδιο αὐτοπροστασίας, ὅταν πιστεύει ὅτι ἡ εὐτυχία του εἶναι μιὰ αἴγλη ἀνθρώπινη, ἀνθρωπάρεσκη, φιλόδοξη, ματαιόδοξη αἴγλη, ὅταν πιστεύει ὅτι πρέπει νὰ ἔχουν καλὴ ὑπόληψη οἱ ἄλλοι γι’ αὐτόν, τότε φοβᾶται νὰ μιλήσει γιὰ τίς πτώσεις του καὶ γιὰ τὰ λάθη του. Καὶ τὸ βλέπουμε αὐτο καὶ στὸν ἀπόστολο Παῦλο. Δὲν φοβόταν νὰ λέει ὅτι ἐδίωξε καθ’ ὑπερβολὴν τὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὸ λένε ὅλοι οἱ ἅγιοι. Τὸ λένε οἱ εὐχὲς τῆς Μεταλήψεως πού διαβάζουμε καὶ ὅσοι μὲν μποροῦμε νὰ ζοῦμε σ’ αὐτὰ τὰ βιώματα τὶς δεχόμαστε ἀνεπιφύλακτα. Ἀλλὰ ὑπάρχουν κι’ ἄλλοι πού τὶς ἀκοῦν καὶ λένε: «Μὰ αὐτὰ δὲν πᾶνε στὸ δικό μου τὸ στόμα. Ἐγὼ δὲν ἔχω κάνει τέτοια πράγματα. Τί λένε αὐτοὶ ἐδῶ πέρα; Πῶς μπορεῖ νὰ προσευχηθῶ ἐγώ μ’ αὐτές τὶς εὐχές;» Φοβοῦνται νὰ ὁμολογήσουν. Φοβοῦνται νὰ δεχθοῦν οἱ ἄνθρωποι πού δὲν ἔχουν ἀκουμπήσει ἀπόλυτα στὸν Χριστό. Ἔτσι λοιπὸν λέγοντας αὐτές τὶς κάπως ἴσως σκόρπιες σκέψεις ἤθελα νὰ δώσω ἕνα μήνυμα, πού βγαίνει βέβαια ἀπ’ ὅλα αὐτά πού εἶπα ἀλλά τὸ μήνυμα εἶναι ὅτι: ὡς πρὸς τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ-πολὺ ἀνοιχτοί, νὰ σεβόμαστε τὴν ἐλευθερία τους, νὰ σεβόμαστε τὴν ὁμολογία τους, νὰ δεχόμαστε τὴν εἰλικρίνειά τους χωρὶς νὰ τὴ βάζουμε στὸ δικό μας διυλιστήριο, στὸ δικό μας μικροσκόπιο. Ὡς πρὸς τὸν ἑαυτό μας πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ ἐρευνητικοί. Πρέπει νὰ εἴμαστε πολὺ συγκεκριμένοι καὶ πολὺ ἀληθινοὶ μὲ τὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ μπορέσουμε ν’ ἀκουμπήσουμε σωστὰ στὸν Χριστὸ πού εἶναι ἡ Ὁδός, ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή. Καὶ τότε δὲν θὰ ἔχουμε δειλία δὲν θὰ ἔχουμε φόβο, δὲν θὰ ἔχουμε ἐντροπή, δὲν θὰ ἔχουμε δισταγμοὺς νὰ ὁμολογοῦμε τὸ ποιοὶ ὑπήρξαμε καὶ τὸ ποιοὶ θέλουμε νὰ ὑπάρχουμε. Βεβαίως ἐμεῖς, ἀλλά καὶ ὁ Κύριος σ’ αὐτή τὴν περικοπή, καταδικάζει αὐτούς πού θέλουν νὰ δοῦν γιὰ νὰ πιστεύουν. Καὶ στὴ σύγχρονη ἐποχή ἀναπτύσσεται καὶ μία θεολογικὴ ἄποψη ὅτι τελικὰ ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα πού θέτουμε στὰ κηρύγματα ἢ σὲ διάφορα βιβλία ὑπὲρ τῆς πίστεως κάνουν ζημιὰ στὴν πίστη γιατί πρέπει ἀσυζήτητα καὶ ἀδιερεύνητα νὰ ἀποδεχόμεθα τὴν πίστι. Γιά μᾶς, γιὰ τὸ ἄτομό μας ὁ καθένας θὰ πρέπει αὐτό νὰ τὸ εἰσπράξει πολὺ σοβαρὰ καὶ νὰ τὸ μελετήσει μέσα του, γιατί ὅταν κανεὶς ἀναγκάζεται ἀπὸ τὴ λογική, ἀπὸ τὴν ἐμπράγματο ἀπόδειξη νὰ πιστέψει, οὐσιαστικὰ δὲν πιστεύει, καταφάσκει τὴ λειτουργία τῆς διανοίας του. Δὲν πιστεύει. Ὅποιος πιστεύει ἀφήνεται ἀνοικτός, ὅπως οἱ Ἀθηναῖοι λέγανε «τῷ ἀγνώστῳ θεῷ». Ἦταν γιʼ αὐτοὺς ἄγνωστος, ἀλλά τὸν ἐπίστευαν. Καὶ ἦρθε ἀκριβῶς ὁ Παῦλος καὶ τοὺς Τὸν ἀπεκάλυψε. Νὰ εἶναι ἡ ψυχὴ ἀνοικτὴ στὸν Θεό, ὅπως ὁ Θωμᾶς ἦταν ἀνοικτὸς εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐὰν πράγματι παρουσιάζετο καὶ εὑρίσκετο Ἀνεστημένος. Ἤθελε νὰ δυσπιστήσει στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων οὐσιαστικὰ καὶ ὄχι στὴν πραγματικότητα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς. Ὅσο ἀμφισβητίαι κι’ ἂν εἴμαστε, ἂν ἒχουμε τὴν ψυχὴ μας ἀνεπιφύλακτα στὸν Θεὸ πού μπορεῖ νὰ μὴν Τὸν γνωρίζουμε καὶ νὰ μὴν ἔχουμε διαβάσει Θεολογία καὶ νὰ μὴν ἔχουμε διαβάσει τὴν Ἁγία Γραφή καὶ νὰ μὴν ξέρουμε πῶς νὰ Τὸν σκεφθοῦμε ἢ νὰ Τὸν φανταστοῦμε στὴ διάνοιά μας, ἀλλά σ’ Αὐτὸν τὸν Ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεὸ ἂν εἴμαστε ἀνοιγμένοι, ὅσο ἀμφισβητίαι κι’ ἂν εἴμαστε ὁ Θεὸς θὰ προχωρήσει μέσα μας, γιατί θὰ μπεῖ «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», δηλαδὴ θὰ μπεῖ χωρὶς τὴν χρησιμοποίηση τῶν ὑλικῶν μας αἰσθήσεων, τοῦ νοός μας τῶν ἀποδεικτικῶν στοιχείων. Καὶ τότε θὰ γίνει ἡ ἕνωση τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Θεὸν καὶ θὰ φωνάξουμε κι’ ἐμεῖς μέσα μας βαθειά, μυστικὰ στὸ ταμεῖον μας: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα Σοι.