Λέγει Κύριος ότι «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με» (Ιωαν. 14, 21). Γι’ αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας ερωτούν: είναι ποτέ δυνατόν ν’ αγαπούμε αληθινά τον Θεό, και να μην τηρούμε τις εντολές Του; Αν, λοιπόν, δεν κάνουμε υπακοή στο θέλημα του Θεού, αν δεν επιδιώκουμε να τρεφώμαστε αχόρταγα με τον λόγο Του, προφορικό ή γραπτό, και με το ζόρι κάνουμε λίγη προσευχή, αυτό σημαίνει ότι δεν αγαπούμε αληθινά τον Θεό.
Το «γενηθήτω το θέλημά σου» δεν καταργεί την ανθρώπινη ελευθερία· απαρνούμενος ο χριστιανός εκουσίως το θέλημά του, το υποτάσσει στο σωτήριο θέλημα του Θεού. Κάνει, δηλαδή, υπακοή στο θείο θέλημα δια μέσου του Πνευματικού και της Εκκλησίας, όχι από ανάγκη η για να φανή καλός στον εαυτό του, αλλά από αγάπη στον Θεό εξ’ όλης ψυχής και καρδίας.
Οι προσβολές που δεχόμαστε για να παραβούμε το νόμο του Θεού είτε από τους ακάθαρτους λογισμούς, που παράγει η αμαρτωλή μας φύσις, είτε από τον φθόνο του διαβόλου είτε από το περιβάλλον μας, αν αιχμαλωτίσουν την προσοχή μας, εύκολα μπορούν να σωματοποιηθούν και τότε θα μας απομακρύνουν από τον Θεό και θα μας ρίξουν στην αμαρτία.
Όλοι οι Άγιοι -Μάρτυρες και Όσιοι- και όσοι κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί στις ημέρες μας δίνουν τον καλό αγώνας της πίστεως, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα την ακρίβεια στην τήρησι των εντολών του Θεού. Το ίδιο και οι σύγχρονοι ασκητές και ερημίτες· όσο ψηλά κι αν ανέβουν πνευματικά, έστω κι αν λούζωνται από το φως του Θεού, κι αυτοί επιμένουν στην τήρησι των ευαγγελικών εντολών, και μάλιστα όχι απλώς πρόθυμα, αλλά εξ’ όλης ψυχής, καρδίας, ισχύος και διανοίας. Δεν επιτρέπουν καμμιά παρεκτροπή στην αμαρτία! Η αμαρτία ως ανομία –«η αμαρτία εστίν η ανομία» (Α’ Ιωαν. 3, 4)- είναι «βδέλυγμα Κυρίω τω Θεώ» (Δευτ. 22, 5), γι’ αυτό και την αποστρέφονται με όποιο κόστος, και με αυτή τους τη ζωή.
Οι εντολές του Θεού πηγάζουν από την αγάπη Του για μας και αποβλέπουν στο συμφέρον της ψυχής μας, στη σωτηρία μας. Με την πιστή τήρησί τους καλλιεργούμε ταυτόχρονα και τις αντίστοιχες αρετές, όπως την έμπρακτη αγάπη προς τον Θεό και προς τον πλησίον, την ταπείνωσι, την πραότητα, τη νηστεία, την εγκράτεια, την κατά Θεόν λύπη, την ελεημοσύνη, την ελπίδα και κυρίως τη μετάνοια. Και αυτό, διότι, λόγω της αμαρτωλής μας φύσεως, προτεραιότητα στην ψυχή μας πρέπει να έχη η μετάνοια, όχι μόνο σαν οξυγόνο, αλλά και σαν ορμητικός ποταμός, που ανά πάσαν στιγμήν θα μας καθαρίζη από τον ρύπο της αμαρτίας και συνυπάρχει με τον ποταμό των δακρύων.
Οι εντολές του Θεού πηγάζουν από την αγάπη Του για μας και αποβλέπουν στο συμφέρον της ψυχής μας, στη σωτηρία μας. Με την πιστή τήρησί τους καλλιεργούμε ταυτόχρονα και τις αντίστοιχες αρετές
Η αληθινή μετάνοια δημιουργεί τη βαθειά συναίσθησι στον πιστό ότι ενώπιον του Θεού είναι ο πρώτος των αμαρτωλών και ότι σώζεται κατά Χάριν. Δεν πιστεύει ότι είναι άξιος σωτηρίας· δεν ελπίζει στα έργα του, αλλά στο έλεος και στην ευσπλαχνία του Θεού, που «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι» (Α’ Τιμ. 2, 4). Μετάνοια σημαίνει πόνος βαθύς, γιατί λύπησα Αυτόν που αγαπώ.
Δυστυχώς όμως, συνήθως εξομολογούμαστε χωρίς συντριβή, χωρίς αληθινή μετάνοια. Και η αναφορά στις πτώσεις μας γίνεται μάλλον επιπόλαια. Δεν γνωρίζω κατά πόσον με αυτή τη στάσι μας μας χορηγείται η συγχώρησις του Θεού.
Άριστο μέσο για την καλλιέργεια της μετανοίας είναι η επανάληψις της Ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», πάλιν και πολλάκις· συνεχώς! Δεν την επαναλαμβάνουμε…«για να την ακούση κάποτε ο Θεός», αλλά επιμένουμε για να σπάση επιτέλους η σκληρότητα της καρδιάς μας, να ταπεινωθή και να συντριβή. Και τότε, θα βιώσουμε εντονότερα το έλεος του Θεού και βαθύτερα την αμαρτωλότητά μας.
Όπως τα κάνουμε όλα και συγχρόνως αναπνέουμε, έτσι μπορούμε να φθάσουμε και στο σημείο ν’ αναπνέουμε συνεχώς με το Όνομα του Κυρίου. Κατόπιν, δεν θα χρειάζεται να την ψιθυρίζουν τα χείλη· θα τη λέη στην αρχή μόνο ο νους, ύστερα η καρδιά και τότε το κάθε τι, δια της Ευχής, θα το βιώνουμε όπως χρειάζεται κι όπως ο Θεός θέλει.
Ευχή, Ευχή, πολλή Ευχή!… Έτσι θα γευθούμε τη νέα εν Χριστώ ζωή και θα μάθουμε να υπομένουμε και να επιμένουμε εν μετανοία!
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα, και νύξ νυκτί αναγγελεί γνώσιν», πρωτοπρεσβύτερου Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου, Πειραιάς 2017, σελ. 277-280