Home ΑΡΧΕΙΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ Πιστεύω… εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν

Πιστεύω… εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν

3746

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΒασιλείου Αθ. Τσίγκου
καθηγητού της Δογματικής της Ορθοδόξου
Εκκλησίας, Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ.

Στην πατερική γραμματεία, στις αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, ακόμη δε και σε μεταγενέστερα μνημεία της ορθοδόξου θεολογία, όπως και σε μη σχολαστικής επίδρασης νεότερα εγχειρίδια Δογματικής, δεν υπάρχει πλήρης και ακριβής ορισμός της Εκκλησίας. Ακόμη και ο καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης στην ογκωδέστατη Εκκλησιολογία του αποφεύγει να δώσει πλήρη ορισμό της Εκκλησίας και κάνει λόγο για «ωχράν και ατελή τινά έκφρασιν και ερμηνείαν του ανέκφραστου και ανερμήνευτο μυστηρίου της Εκκλησίας» [1].

Αυτό εξηγείται εύκολα, από το ότι οι Πατέρες αποτελούσαν οργανικά μέλη του σώματος του Χριστού, ζούσαν το γεγονός της Εκκλησίας και είχαν σαφέστατη αντίληψη για το τι είναι πραγματικά η Εκκλησία και η εν Χριστώ ζωή της. Ως εκ τούτου, δεν ένιωθαν την παραμικρή ανάγκη να την ορίσουν και να την περιορίσουν σ’ ένα λογικό ορισμό, παρά μόνον αρκούνταν πρωτίστως σε αυτά που ομολογούσαν δια του Συμβόλου της πίστεως: Πιστεύω…εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν.

Πράγματι, στο Σύμβολο Νικαίας Κωνσταντινουπόλεως οι χριστιανοί ομολογούν την πίστη τους «εις μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν». Οι θεοδίδακτοι Πατέρες της Β’ Οικουμενικής Συνόδου με αυτές τις ιδιότητες επιχειρούν να προσεγγίσουν ερμηνευτικά, όσο είναι δυνατό, το μέγα μυστήριο της Εκκλησίας. Εξάλλου, δεν θα μπορούσαν να ορίσουν τις ιδιότητες της Εκκλησίας, οι οποίες είναι αναρίθμητες, διότι είναι ιδιότητες του Θεανθρώπου Χριστού και δι’ Αυτού της Τριαδικής Θεότητος. Διότι ότι έχει η κεφαλή (ο Χριστός) το μεταδίδει και στο σώμα (την Εκκλησία).

Η ενότητα, αγιότητα, καθολικότητα και αποστολικότητα είναι ιδιώματα, που πηγάζουν από την ίδια τη φύση της Εκκλησίας και από το σκοπό υπάρξεώς της, καθορίζουν πληρέστερα και ακριβέστερα το χαρακτήρα και την ταυτότητά της. Οι άγιοι ζούσαν την οικουμενικότητα, την καθολικότητα, την άκτιστη παγκοσμιότητα, την άχρονη και αμετάκλητη διαχρονικότητα, αλλά και τη μοναδικότητα και αγιότητα της Εκκλησίας. Δι’ αυτών η Ορθόδοξη Εκκλησία ως θεανθρώπινη κοινωνία και εν ταυτώ ως σώμα Χριστού με χαρισματικές λειτουργίες όλων των μελών της διακρίνεται από κάθε ανθρώπινη κοινωνία, συσσωμάτωση, σύλλογο, θρησκευτική οργάνωση, φιλανθρωπικό σωματείο ή ακόμη φιλοσοφικό σύστημα, κοσμοθεωρία και ιδεολογία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει την αυτοσυνειδησία ότι είναι η «μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία» του Συμβόλου της πίστεως, σε μία αδιάσπαστη ενότητα της πίστεως και ζωής, όπως αυτά θεμελιώνονται από τον ίδιο τον Χριστό και συνεχίζονται δια των Αποστόλων και όλων των διαδόχων τους. Σε αυτήν διαφυλάσσεται η ορθή πίστη και η εν Χριστώ ζωή. Η ίδια είναι «Εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας». Η Ορθόδοξη Εκκλησία διατηρεί μέχρι και σήμερα ακαινοτόμητη την πίστη και εμπειρία της πρωτοχριστιανικής κοινότητας η, άλλως, της πρώτης χιλιετίας της ιστορικού της βίου πριν από το σχίσμα της χριστιανοσύνης. Σε αυτήν ακριβώς την κοινή βάση της πίστεως και εμπειρίας της Εκκλησίας οφείλει να διεξάγεται ο διαχριστιανικός διάλογος.

Το θεμέλιο της ενότητας της Εκκλησίας είναι η μία κεφαλή της ο Χριστός και το ένα Άγιο Πνεύμα που τη συγκροτεί· «και γαρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις έν σώμα εβαπτίσθημεν». Η ενότητα της Εκκλησίας απορρέει από την ενότητα του προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού. Δοθέντος ότι το σώμα Χριστού είναι ένα και μοναδικό σώμα, δεν είναι δυνατό η Εκκλησία να διαιρεθεί. Γι’ αυτό ότι έχει μέσα της είναι θεανθρώπινο και αδιαίρετο, όπως η πίστη, η αλήθεια, το Βάπτισμα, η Ευχαριστία και γενικώς ολόκληρη η ζωής της.

Για την ορθόδοξη θεολογία η ενότητα της Εκκλησίας είναι συνδεδεμένη προς τη μία κοινή πίστη. Στην πίστη «ως πέτρα η Εκκλησία εστήρικται» και «όταν πάντες ομοίως πιστεύομεν, τότε ενότης εστί». Πράγματι, «ενότης πίστεως το μη διαφωνείν περί τα δόγματα. Τούτο γαρ επίγνωσις του Υιού του Θεού, το μη διαφωνείν περί αυτού». Επίσης η ενότητα συνδέεται με το ένα βάπτισμα στο οποίο βαπτίζονται οι εισερχόμενοι σε αυτή και το ένα μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, δια του οποίοι οι πιστοί συσσωματούνται στην Εκκλησία. Οι Πατέρες τονίζουν ιδιαιτέρως και δια πολλών τη μοναδικότητα του Χριστού, την οποία συνδέουν με τη μοναδικότητα της θείας Ευχαριστίας. Αμφότερα διασφαλίζουν τη μοναδικότητα και την ενότητα του ενός σώματος, της μίας Εκκλησίας. Και, όπως στον άνθρωπο η κεφαλή έχει ένα σώμα, γιατί διαφορετικά θα ήταν ένα τερατώδες δημιούργημα, έτσι και ο Χριστός έχει ένα σώμα, και αυτή είναι η «μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία».

Η Εκκλησία σημαίνει την ένωση των διεστώτων, τη σύναξη και επισυναγωγή του διασκορπισμένου λαού του Θεού «επί το αυτό», με ολόκληρη την κτίση έχοντας ως κέντρο και σημείο αναφορά της κεφαλή της, τον Χριστό. Το μυστήριο της κοινωνίας, η πραγματική και ουσιαστική ενότητα των πιστών συντελείται με τη μετοχή όλων στην ίδια θεία Ευχαριστία. Αυτή είναι η καρδιά που ζωοποιεί την ενότητα της Εκκλησίας. Μετέχοντας στον ίδιο «άρτο», ενώνονται όλοι σ’ ένα σώμα, το σώμα του Χριστού. Πρωτίστως και κυρίως στη θεία Ευχαριστία, φανερώνεται και συνάμα διασφαλίζεται η ενότητα όλων των μελών με τον Χριστό και μεταξύ τους.

Απαραίτητος όρος λειτουργίας για την Εκκλησία είναι η ύπαρξη και φανέρωση της ενότητας στην πίστη και ζωή της. Η ενότητα της Εκκλησίας στη μία και την αυτή πίστη και εμπειρία είναι έργο, χάρισμα και καρπός του Αγίου Πνεύματος, το οποίο δόθηκε προκειμένου να συνενώσει όλους όσους είναι χωρισμένοι κατά ποικίλους τρόπους. Το Άγιο Πνεύμα είναι Αυτό, που δημιουργεί την ενότητα και συντελεί στην εδραίωση και περαιτέρω εμβάθυνσή της.

Η ενότητα και η «κοινωνία» των πιστών είναι συνδεδεμένες με το Άγιο Πνεύμα· είναι η δωρεά του στη ζωή των μελών του εκκλησιαστικού σώματος. Σε κάθε θεία Λειτουργία η Εκκλησία εύχεται να ενωθούν μεταξύ τους οι πιστοί, δηλαδή αυτοί που θα μετάσχουν στο κοινό δείπνο της Ευχαριστίας, σε μία κοινωνία που διαπνέεται και συγκρατείται από το Άγιο Πνεύμα. Όλοι οι συνηγμένοι επί το αυτό μπορούν δια της μετοχής τους στα μυστήρια να συνδεθούν μεταξύ τους και να θωρακίσουν την εν Χριστώ ενότητά τους ως μέλη του ιδίου εκκλησιαστικού σώματος. Με την τριαδική συγκρότησή του πραγματώνεται εν αυτώ η των πάντων ένωσις, για την επέκταση της οποίας δέεται ολόκληρη η λατρεύουσα σύναξη των πιστών.

Η Εκκλησία ουδέποτε θα παύσει να εύχεται λειτουργικά για όλους, «υπέρ παντός του λαού», «υπέρ της οικουμένης», «υπέρ της αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», «υπέρ της των πάντων ενώσεως» ακόμη και γι’ αυτούς που δεν είναι ακόμη μέλη της. Η Ορθόδοξη θεολογία έχει εξαρχής ακριβή προσέγγιση για το πολυσυζητημένο θέμα της ενότητας όλων των χριστιανών. Η ένωση αυτή ιερουργείται εντός του θεανθρωπίνου μυστηρίου της Εκκλησίας ως λειτουργικό γεγονός. Στο ένα σώμα, στην Καθολική Εκκλησία, πρέπει να υπάρχει ένα πνεύμα, δηλαδή ομοφροσύνη και ταύτιση όλων των μελών της στη μία κοινή πίστη. Σε κάθε περίπτωση, την ευθύνη για την πρόσληψη της χαρισματικής αλήθειας και ζωής και περαιτέρω για την περιφρούρηση της ενότητας και της ορθοδοξίας της πίστεως αναλαμβάνει ολόκληρη η Εκκλησία, σύμπας ο κλήρος και ο λαός, πρωτίστως και κυρίως οι «εντεταλμένοι», οι προεστώτες της θείας ευχαριστιακής συνάξεως, οι επίσκοποι.

Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι αυτό που αποδέχεται την εγκυρότητα κάποιας Συνόδου, εφόσον οι αποφάσεις της εκφράζουν τη διαχρονική της πίστη. Η κοινή πίστη του εκκλησιαστικού πληρώματος, η λεγομένη συνείδηση της Εκκλησίας, είναι και το ασφαλές κριτήριο της ορθότητας επιμέρους δογμάτων της πίστεως που δεν έχουν καθορισθεί από αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων

Στην υπηρεσία της φανέρωσης και περιφρούρησης της ενότητας της πίστεως και ζωής της εκκλησιαστικής κοινότητας υπάρχουν και λειτουργούν όλες οι θεσμικές και χαρισματικές εκφάνσεις της ζωής της Εκκλησίας, όπως και τα ιερά μυστήρια (πρωτίστως η θεία Ευχαριστία), τα διάφορα χαρίσματα και λειτουργήματα, η ιεραρχική διάρθρωση, ο επίσκοπος, ο συνοδικός θεσμός, ο μοναχισμός, η ιεραποστολή κ.α. Στην ιστορία της όλοι ανεξαιρέτως οι Πατέρες, στο πλαίσιο της ποιμαντικής τους διακονίας και ευθύνης, απέδιδαν ύψιστη σημασία στη διαφύλαξη της εκκλησιαστικής ενότητας και θεωρούσαν τη διάσπασή της ένα από τα μεγαλύτερα αμαρτήματα, το οποίο παροργίζει τον Θεό. Το σχίσμα, η διαίρεση της Εκκλησίας, είναι το μεγαλύτερο ασυγχώρητο και πλέον αξιοκατάκριτο σφάλμα, που μπορεί να διαπράξει κάποιος εις βάρος της. Τα πολλά προβλήματα, που δημιουργούν τα σχίσματα και οι ετεροδιδασκαλίες, αναγκάζουν συχνά τον ιερό Χρυσόστομο να υποστηρίζει ότι η διαίρεση στην Εκκλησία, είναι βαρύτατο αμάρτημα, το οποίο δεν μπορεί ούτε το αίμα μαρτυρίου να το εξαλείψει.

Χαρακτηρίζει ως «έγκλημα» και μάλιστα ασυγχώρητο, άξιο καταδίκης και πρόξενο μεγάλης τιμωρίας «το σχίσαι την Εκκλησίαν» το διαπληκτισμό, τη σπορά της διχόνοιας και την αποστέρηση των πιστών από τη λειτουργική σύναξη. Η Εκκλησία είναι όχι μόνο μία, αλλά και μοναδική και αδιαίρετη (όπως και το πρόσωπο του Θεανθρώπου) και αυτή είναι η Ορθόδοξη. Από τη φύση και την προέλευση της Εκκλησίας δεν μπορεί να νοηθεί διαίρεσή της, ούτε και υπήρξε ποτέ διαίρεση, παρά μόνο χωρισμός από την Εκκλησία.

Οι κατά καιρούς αιρετικοί και σχισματικοί αποκόπηκαν εκουσίως ως άκαρπα κλήματα από την «άμπελο την αληθινή», που είναι ο Χριστός και έπαυσαν να είναι μέλη της. Αλλά και όσοι απομακρύνθηκαν από τους κόλπους της αναμένεται να επιστρέψουν και να ομολογήσουν την ίδια πίστη, έτσι ώστε να μπορούν να έχουν κοινωνία με την Κεφαλή και τα άλλα μέλη του σώματος. Γι’ αυτόν τον λόγο στη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου υπάρχει η προσευχητική αίτηση «τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου καθολική και αποστολική Εκκλησία». Πάντως, διευκρινίζεται ότι η ύπαρξη επί μέρους τοπικών Εκκλησιών δεν διασπά την ενότητα της Εκκλησίας, εφόσον αυτές συνιστούν τη μία Εκκλησία που έχει μία Κεφαλή της, τον Χριστό.

Η Εκκλησία είναι αγία, γιατί έχει κεφαλή της τον ένα και μόνο άγιο και αναμάρτητο Θεάνθρωπο, έχει ψυχή της το Άγιο Πνεύμα και συνδέεται αρρήκτως με τον Άγιο Τριαδικό Θεό. Δι’ αυτών όλα όσα εμπεριέχονται στην Εκκλησία είναι άγια: η χάρις της, το Ευαγγέλιό της, η πίστη της, τα μυστήριά της και όλα αυτά που συντελούν στην εν Χριστώ ζωή και σωτηρία των μελών της. Ο ίδιος ο Χριστός «Εκκλησίας σάρκα ανέλαβε» και έγινε Εκκλησία. Με τον Σταυρό του, την Ανάστασή του και γενικώς με όλη του τη ζωή αγίασε την Εκκλησία. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Απόστολος Παύλος «ο Χριστός ηγάπησε την Εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση, καθαρίσας τω λουτρώ του ύδατος εν ρήματι, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την Εκκλησίαν, μη έχουσα σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων, αλλ’ ίνα η αγία και άμωμος».

Αυτή η πραγματικότητα της Εκκλησίας πορεύεται στην ιστορία. Όμως είναι γεγονός ότι στο εκκλησιαστικό σώμα υπάρχουν και πολλοί αμαρτωλοί και ασθενείς, χωρίς αυτό να βλάπτει ή να μειώνει στο ελάχιστο την αγιότητά της. Αντιθέτως, ως αληθινό θεραπευτήριο, δέχεται όλους τους ανθρώπους, αποσκοπώντας όλους να τους θεραπεύσει, να τους αγιάσει και να τους καταστήσει αγίους, κατά χάριν θεούς και μετόχους στην αιώνια ζωή του Θεού. Όλοι οι πιστοί, ήδη με το Βάπτισμα και το Χρίσμα, λαμβάνουν τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος και αποκαλούνται άγιοι, όπως εμφαίνεται στη θεία Λειτουργία· «τα άγια τοι αγίοις». Μόνο οι αμετανόητοι αμαρτωλοί και οι αιρετικοί αποκόπτονται από την Εκκλησία, και τούτο για να προστατεύεται και να διαφυλάσσεται η πίστη και η εμπειρία, δηλαδή η δυνατότητα της εν Χριστώ ζωής και σωτηρίας των άλλων μελών της.

Η ίδια η φύση της Εκκλησίας είναι καθολική, διότι καθώς είναι «σώμα Χριστού» περιέχει τα πάντα: ολόκληρη τη δημιουργία του Θεού, η ακριβέστερα τη Θεία Οικονομία για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Η Εκκλησία περιλαμβάνει και τον Θεό και τον άνθρωπο και «τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επι της γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε [εισί] θρόνοι, είτε αρχαί, είτε κυριότητες, είτε εξουσίαι», διότι «τα πάντα δι’ αυτού [του Χριστού] και εις αυτόν [τον Χριστό] έκτισται…και συνέστηκε, και αυτός εστίν η κεφαλή του σώματος, της Εκκλησίας».

Η Εκκλησία, ως χώρος παρουσίας και δράσεως του Αγίου Πνεύματος, κατέχει όλα τα χαρίσματα Του, όπως το χάρισμα του πληρώματος της αλήθειας, το χάρισμα της «ζωής αιωνίου», το χάρισμα της ιερωσύνης και της επισκοπής και γενικά κάθε «χάρισμα πνευματικόν». Στην εν Χριστώ ζωή της Εκκλησίας όλοι οι άνθρωποι ζουν το πλήρωμα της ζωής, την καθολικότητα της πίστεως και εμπειρίας, που αφορά στη σωτηρία του όλου ανθρώπου. Ο ίδιος ο Χριστός είναι το θεμέλιο και ο κεντρικό άξονας της καθολικότητας της Εκκλησίας, όπως προσφυώς λέγει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος: «Όπου αν η Χριστός εκεί η Καθολική Εκκλησία». Η Εκκλησία είναι ολόκληρη πεπληρωμένη από τον Χριστό, καθότι αυτή είναι το «πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου». Γι’ αυτό στην ορθόδοξη θεώρηση η Εκκλησία είναι καθολική σε κάθε επισκοπή της, σε κάθε ευχαριστιακή κοινότητά της, όπως και σε κάθε επίσκοπό της και σε κάθε μέλος της, ακόμη και στην ελάχιστη μερίδα της θείας κοινωνίας, την οποία μεταλαμβάνει ο πιστός, εφόσον σε κάθε μικρό μαργαρίτη είναι όλος ο Χριστός.

Η φύση της ορθοδόξου πίστεως και ζωής είναι καθολική εκκλησιολογικώς και η φύση κάθε μέλους της Εκκλησίας είναι οικουμενική καθολικώς. Ο κάθε ένας ζει για τους άλλους, για τους πολλούς, αφού ο εν Χριστώ άνθρωπος είναι ευρύχωρος, συγχωρητικός, περιχωρητικός. Γι’ αυτό οι άγιοι, οι φίλοι του Χριστού, αποκαλούνται «παγκόσμιοι άνθρωποι». Επιπλέον, από την ίδια τη φύση της η Εκκλησία είναι καθολική, καθώς εκτείνεται πέρα από τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς και περιλαμβάνει τους πάντες, περιχωρεί εν εαυτή όλους τους ανθρώπους, ενεργεί δια πάντων και αποβλέπει όχι απλώς να εμποδίσει τον κόσμο να γίνει κόλαση, αλλά να τον κάνει ολόκληρο Εκκλησία, φανέρωση της ευλογημένης Βασιλείας του Θεού.

Η Εκκλησία θεμελιωμένη από τον πρώτο Απόστολο, τον Ιησού Χριστό και από την πίστη, τη ζωή των Αποστόλων είναι και αποστολική. Κάθε Απόστολος είναι ο παρατεινόμενος Χριστός, αφού κάθε ένας ήταν ενωμένος με Αυτόν. Η αποστολικότητα παρατείνεται καθολικώς και σε όλους τους διαδόχους των Αποστόλων, τους επισκόπους. Όμως, η αποστολική διαδοχή δεν είναι μόνο μία σειρά διαδόχων της επισκοπικής χειροτονίας, αλλά συνέχεια της αποστολικής και καθολικής πληρότητας πίστεως και εμπειρίας της Εκκλησίας. Οι άγιοι Πατέρες, ως θρόνων διάδοχοι των Αποστόλων, είναι και αυτοί μάρτυρες και ζωντανές εικόνες του Χριστού και του Ευαγγελίου Του.

Η παράδοση της Εκκλησίας είναι πρωτίστως ο αεί ζων Χριστός, ο πάντοτε παρών στην Εκκλησία, ως κεφαλή της, και ακολουθούν το Ευαγγέλιο των Αποστόλων και η ζωή της Εκκλησίας απ’ αρχής μέχρι σήμερα, όπως μαρτυρείται στην κοινή πίστη και εμπειρία πάντων των αγίων της. Λέγοντας παράδοση εννοούμε ότι παραλαμβάνεται από τον Χριστό και δια μέσου των Αποστόλων και των Πατέρων παραδίδεται ως ζωντανή εμπειρία από γενεά σε γενεά αγράφως, πλην όμως αναγνωρίζεται και αυτό εξίσου ως αξιόπιστο και έγκυρο προς τον έγγραφο λόγο. Η παράδοση είναι και ένδειξη υγείας και αυξήσεως του ζώντος οργανισμού του εκκλησιαστικού σώματος. Βιώνεται σε κάθε εποχή και, χωρίς να αλλάζει στην ουσία της, ανανεώνεται και εμπλουτίζεται αναζητώντας και προσλαμβάνοντας με γόνιμο και δημιουργικό τρόπο ότι καλό δημιουργεί ο άνθρωπος εν παντί τόπω και χρόνω.

Η παράδοση είναι μία ολοζώντανη και αείποτε σύγχρονη πραγματικότητα, γιατί παραδόθηκε και παραδίδεται ακαταπαύστως σ’ αυτήν από το ζωαρχικό και καινοποιό Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό η παράδοση «μένουσα εν εαυτή τα πάντα καινίζει και ανακαινίζει». Από την άλλη πλευρά μία στατική, απολιθωμένη θεώρηση της παραδόσεως δεν μπορεί να έχει σχέση με τη ζωή του εκκλησιαστικού σώματος, μ’ ένα ζωντανό Σώμα το οποίο κοινωνεί τη Ζωή και αυτή είναι ο «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας». Η καθολική συνείδηση της εκκλησιαστικής κοινότητας για τη θέση της Παράδοσης στη ζωή της, συνοψίζεται στη διακήρυξη του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ότι με όσα γράφει δεν σκοπεύει να εκθέσει δικές του απόψεις· «ερώ εμόν ουδέν».

Ο αυτός πατήρ απευθυνόμενος προς τα μέλη της Εκκλησίας, λέγει: «Διό, αδελφοί, στώμεν εν τη πέτρα της πίστεως και τη παραδόσει της Εκκλησίας, μη μεταίροντες όρια, α έθεντο οι άγιοι Πατέρες ημών· μι διδόντες τόπον τοις βουλομένοις καινοτομείν, και καταλύειν την οικοδομήν της αγίας του Θεού καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Ει γαρ δοθή άδεια παντί βουλωμένω, κατά μικρόν όλον το σώμα της Εκκλησίας καταλυθήσετα». Ολοκληρώνοντας τη συνοπτική αναφορά στις ιδιότητες της Εκκλησίας, σύμφωνα με το Σύμβολο της πίστεως, σημειώνουμε ότι αυτές προσεγγίζονται και ερμηνεύονται πλήρως και επακριβώς στο πρόσωπο του Χριστού ως Εκκλησία και στην Εκκλησία με όλα όσα συναπαρτίζουν την πίστη και τη ζωή της.

Με την ενότητα, την αγιότητα, την καθολικότητα και την αποστολικότητα, συνάπτεται και το αλάθητο της Εκκλησίας. Η ίδια η ζωή της Εκκλησίας ως χαρισματικό σώμα, όπως την συγκροτεί και την κατευθύνει το Άγιο Πνεύμα, την καθιστά αλάθητη. Το αλάθητο της Εκκλησίας δεν είναι μία μαγική ιδιότητα η μία εξωγενής παρέμβαση, αλλά θεμελιώνεται στο Άγιο Πνεύμα με τις χαρισματικές λειτουργίες όλων των μελών του εκκλησιαστικού σώματος. Η Εκκλησία, ως όλον, ως χαρισματικό σώμα αποτελούμενο από κλήρο και λαό, είναι αλάθητη, αφού κατέχει την παραδοθείσα από τον Χριστό και τους Αποστόλους αλήθεια, την οποία ερμηνεύει και διδάσκει στα μέλη της αλαθήτως.

Η Εκκλησία, κατέχουσα εξαρχής το πλήρωμα της αλήθειας, ως όλον, δεν δύναται να πλανηθεί, γιατί η κεφαλή της, ο Χριστός, είναι η αλήθεια («εγώ ειμί η αλήθεια»), και συγκροτείται από το Άγιο Πνεύμα, «το Πνεύμα της αληθείας», το οποίο την οδηγεί «εις πάσαν την αλήθειαν» και πορεύεται μέσα στην ιστορία πενυματοκινήτως. Με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, σύμφωνα με τον πρότυπο της Αποστολικής Συνόδου, «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν», μέσα από τη λειτουργία του συνοδικού θεσμού, η Εκκλησία διαμόρφωσε και οριοθέτησε αλαθήτως και απλανώς το περιεχόμενο της πίστεώς της, την ορθότητα των δογμάτων και της εν Χριστώ ζωής της. Την ερμηνεία και τις διαστάσεις του αλαθήτου της Εκκλησίας προσεγγίζει, με άκρως λιτή και εν ταυτώ αξιοθαύμαστη θεολογική ακριβολογία, ο εκκλησιαστικός υμνωδός· «Των Αποστόλων το κήρυγμα, και των Πατέρων τα δόγματα, τη Εκκλησία μίαν την πίστιν εκράτυνεν· η και χιτώνα φορούσα της αληθείας, τον υφαντόν εκ της άνω θεολογίας, ορθοτομεί και δοξάζει, της ευσεβείας το μέγα Μυστήριον». Αυτή η ίδια η ζωή της Εκκλησίας με όλες τις χαρισματικές και θεσμικές εκφάνσεις της την καθιστά, ως όλον νοουμένη, αλάθητη. Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι αυτό που αποδέχεται την εγκυρότητα κάποιας Συνόδου, εφόσον οι αποφάσεις της εκφράζουν τη διαχρονική της πίστη. Η κοινή πίστη του εκκλησιαστικού πληρώματος, η λεγομένη συνείδηση της Εκκλησίας, είναι και το ασφαλές κριτήριο της ορθότητας επιμέρους δογμάτων της πίστεως που δεν έχουν καθορισθεί από αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων.

Αυτό σημαίνει ότι το αλάθητο της Εκκλησίας διευρύνεται, καθώς αναφέρεται σε κάθε σωτηριώδη πτυχή της πίστεώς της. Στην ορθόδοξη παράδοση η Εκκλησία είναι ο ίδιος ο λαός και αυτός, ως θεματοφύλακας της ορθοδόξου πίστεως, δεν εγκρίνει καμμία καινοτομία, όπως απαντούν οι ορθόδοξοι πατριάρχες στην παπική εγκύκλιο του Πίου Θ’, το 1848· «Έπειτα παρ’ ημίν ούτε Πατριάρχαι ούτε Σύνοδοι εδυνήθησάν ποτε εισαγαγείν νέα, διότι υπερασπιστής της θρησκείας εστίν αυτό το σώμα της Εκκλησίας, ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των Πατέρων αυτού». Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μία γρηγορούσα, εσωτερική και καθολική συνείδηση στην Εκκλησία. Επομένως, το αλάθητο η και η αυθεντία [2] στην ορθόδοξη παράδοση και ζωή δεν εντοπίζεται σ’ ένα μόνο ή περισσότερα πρόσωπα, ή ακόμη και στο πλαίσιο ενός εξουσιαστικού φορέα, αλλά στο σύνολο του εκκλησιαστικού πληρώματος, ως ζωντανού χαρισματικού σώματος.

Εντός αυτού εν Πνεύματι Αγίω ελέγχεται και πιστοποιείται κάθε ερμηνεία του περιεχομένου της πίστεως, εφόσον επιβεβαιώνεται και συμπίπτει με τη διαχρονική εκκλησιαστική πίστη και εμπειρία, δηλαδή με το ευσεβές φρόνημα της Εκκλησίας. Αυτή ακριβώς η πνευματολογική θεμελίωση είναι η ορθή ερμηνευτική θεώρηση του αλάθητου της Εκκλησίας. Εν κατακλείδι, όσα αναφέρθησαν δεν υπεισέρχονται στην ουσία ή στο βαθύτερο είναι της Εκκλησίας, αλλά απλώς υπομνηματίζουν το μέγα αυτό μυστήριο. Εκείνο που απλώς επιχειρήθηκε ήταν να προσδιορισθούν, κατά το δυνατόν ακριβέστερα, το κυριότερα στοιχεία που συναπαρτίζουν την ταυτότητά της, όπως γίνεται γνωστή στην ιστορική της πορεία και βιωματικώς προσεγγίζεται πρωτίστως από τα μέλη της.

Σημειώσεις:

[1]. Βλ. σχετικά Βασιλείου Τσίγκου, Θέματα Δογματικής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. «Κατά τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και τι της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα» εκδ. Ccity Publish, Θεσσαλονίκη 2014, όπου και οι παραπομπές όλων των υποσημειώσεων, σ. 375 κ.εξ.

[2]. Περισσότερα περί εκκλησιαστικής αυθεντίας και των φορέων της, βλ. Βασιλείου Τσίγκου, Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου. Αυθεντία και πρωτείο, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 145-246.

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη