Γιαννακά Ζαχαρία
Φιλολόγου
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί πατέρες,
Αξιότιμοι άρχοντες,
Κυρίες και Κύριοι,
Αγαπητά μας παιδιά,
Οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την εποχή και την κοινωνία, στην οποία ζουν, έχουν ανάγκη από πρότυπα. Ιδιαίτερα οι νέοι άνθρωποι χρειάζονται πρότυπα υγιή, γιατί η νεότητα αποτελεί την αναπτυξιακή φάση του ανθρώπου που μπαίνουν τα θεμέλια για το υπόλοιπο της ζωής του. Όποιος χτίσει σε θεμέλια γερά, μπορεί να είναι σίγουρος ότι οι κλυδωνισμοί του βίου, που αναπόφευκτα θα τον βρουν κάποια στιγμή, δεν θα πειράξουν στο ελάχιστο το οικοδόμημά του. Όποιος χτίσει, όμως, σε θεμέλια σαθρά, αυτός να φοβάται, ότι ο πρώτος άνεμος που θα φυσήξει θα κλονίσει συθέμελα το κατασκεύασμά του, το οποίο αργά ή γρήγορα θα γκρεμιστεί.
Ζούμε στην εποχή των μεγάλων μέσων και των συγκεχυμένων σκοπών, όπως εύστοχα επισημαίνει ένας διανοητής των καιρών μας. Οι άνθρωποι, παρά την υλική ευμάρεια, που τουλάχιστον μέχρι πρότινος απολάμβαναν, δεν είναι ευτυχισμένοι. Ιδιαίτερα οι νέοι φαίνεται να έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους και αναζητούν την ευτυχία σε παντοίου είδους εξαρτήσεις, καταστροφικές για την σωματική και ψυχική τους υπόσταση. Ο μακαριστός, και πρόσφατα ανακηρυχθείς άγιος, γέροντας Πορφύριος, συνήθιζε να λέει με πόνο καρδιάς: <<Μπερδεμένοι γονείς, μπερδεμένα παιδιά>>. Αλήθεια, ποιος εκπαιδευτικός σήμερα δεν βιώνει στην τάξη του το δράμα παιδιών πονεμένων οικογενειών, σε μια κοινωνία που κατά τ’ άλλα θέλει να λέγεται προοδευτική. Σε μια κοινωνία που νομιμοποιεί ακόμα και τις σεξουαλικές διαστροφές, αντιμαχόμενη με λύσσα την ηθική και την παράδοση, την ίδια στιγμή που εθελοτυφλεί και στέκεται αδιάφορη μπροστά στην απόγνωση εκατομμυρίων ανθρώπων.
Είναι αλήθεια ότι στους περισσότερους αρέσει να ακούν διδαχές αγίων και αποφθέγματα σοφών και ενάρετων ανδρών της αρχαιότητας. Είναι επίσης, όμως, θλιβερή διαπίστωση ότι λίγοι κατανοούν αυτά που ακούν ή διαβάζουν και τελικά ελάχιστοι τα εφαρμόζουν στη ζωή τους. Φαίνεται πως ο λόγος του Ιησού <<πολλοί οἱ κλητοί, ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί>>, βρίσκει αιώνια επαλήθευση. Εύκολα ενθουσιαζόμαστε στο άκουσμα ωραίων και ωφέλιμων λόγων, πολύ δύσκολα όμως αναλαμβάνουμε το έργο της εσωτερικής μας αλλαγής και μεταμόρφωσης. Χρέος του ομιλητή είναι να προβάλλει , έστω και συνοπτικά, τις μορφές των Τριών Ιεραρχών, με την ελπίδα ότι σε κάποιες ψυχές από το ακροατήριο θα καρποφορήσει ο λόγος της αληθείας και θα αποτελέσει αφορμή αναστοχασμού και ίσως αναθεώρησης της μέχρι τώρα ζωής τους.
Το μικρό οδοιπορικό μας στους Τρεις Ιεράρχες θα ξεκινήσει από τον Ιερό Χρυσόστομο. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 347 μ.Χ, στην Αντιόχεια της Συρίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σεκούνδος και η μητέρα του Ανθούσα. Ήταν μια πλούσια οικογένεια, αλλά τα υλικά πλούτη ποτέ δεν τον είλκυσαν. Είχε φιλοσοφήσει το βαθύτερο νόημα της ζωής, γι’ αυτό σε μικρή ηλικία αφιερώθηκε στον Χριστό. Στην αρχή ως μοναχός, μετέπειτα ως διάκονος, πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και τέλος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, έλαμψε με τη ζωή και τη διδασκαλία του σε όλες τις φάσεις της ποιμαντικής του διακονίας. Δίκαια του προσδόθηκε ο χαρακτηρισμός Χρυσόστομος, καθώς από το στόμα του έρρεαν ποταμοί σοφίας που άγγιζαν και συγκινούσαν τις ψυχές των χριστιανών.
Ο βίος του ήταν μαρτυρικός, απόλυτα εναρμονισμένος με τον λόγο του Ιησού: <<Ἐν τῷ κόσμῳ θλῑψιν ἕξετε, ἀλλά θαρσεῑτε, ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον>>. Η ιστορία μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος αυτός όχι μόνο δεν εκμεταλλεύτηκε τα εκκλησιαστικά αξιώματα, για να κερδίσει πρόσκαιρη δόξα και τιμές, πράγματα άλλωστε που τα θεωρούσε μάταια, αλλά αντίθετα δεν δίστασε να συγκρουστεί με τα κακώς κείμενα του πολύπλευρου κατεστημένου της εποχής του.
Έλεγξε αυστηρά την ακαταλληλότητα και αναξιοπρέπεια αρκετών κληρικών της εποχής εκείνης, ενώ παράλληλα αναδείχθηκε αληθινός προστάτης των φτωχών και αδικημένων αυτού του κόσμου, στο πρόσωπο των οποίων ατένιζε το πρόσωπο του Θεανθρώπου. Ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την αλαζονεία του πλούτου και την τρυφηλή ζωή πολλών αρχόντων του καιρού του, τους οποίους δημόσια έλεγχε, κινούμενος όχι από εμπάθεια, αλλά από ειλικρινή αγάπη και φλογερή επιθυμία μεταστροφής των ιδίων και ανακούφισης του λαού.
Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που με δάκρυα στα μάτια απηύθυνε στον κόσμο που τον επευφημούσε κατά την επιστροφή του από την πρώτη εξορία: <<Τί ποιήσω ἳνα ὑμῑν ἀξίως ἀποδώσω τῆς ἀγάπης τήν ἀμοιβήν; Ἀγαπῶ ἐτοίμως τό αἶμα μου ἐκχέειν ὑπέρ τῆς ἡμετέρας σωτηρίας, λαέ μου>>. Η χαρά όμως αυτής της επιστροφής δεν θα κρατήσει για πολύ, καθώς σύντομα θα οδηγηθεί πάλι στην εξορία, όπου και θα αφήσει έπειτα από πολλά βάσανα και κακουχίες την τελευταία του πνοή. Ο μαρτυρικός του θάνατος , στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ., αποτελεί παρακαταθήκη και ένα κρυστάλλινο παράδειγμα για τις επόμενες γενιές, σχετικά με το πώς πρέπει να πορεύεται στον κόσμο ένας αληθινός εκκλησιαστικός ηγέτης.
Είναι αλήθεια ότι στους περισσότερους αρέσει να ακούν διδαχές αγίων και αποφθέγματα σοφών και ενάρετων ανδρών της αρχαιότητας. Είναι επίσης, όμως, θλιβερή διαπίστωση ότι λίγοι κατανοούν αυτά που ακούν ή διαβάζουν και τελικά ελάχιστοι τα εφαρμόζουν στη ζωή τους
Η αγία του βιοτή επισφραγίστηκε και με θαύματα που επιτέλεσε μετά την κοίμησή του. Το μεγαλείο της αγάπης του πιστοποιείται από ένα συγκλονιστικό γεγονός, που έλαβε χώρα λίγα χρόνια μετά την εκδημία του και αφορά την αυτοκράτειρα Ευδοξία, μια πονηρή και φθονερή γυναίκα, που μίσησε, συκοφάντησε και καταδίωξε τον Άγιο, όσο ζούσε. Μετά από πολλές περιπέτειες το άγιο του λείψανο βρέθηκε στον ναό των Αγίων Αποστόλων, στην Κωνσταντινούπουλη, όπου τοποθετήθηκε στην ιερά καθέδρα και μπροστά στον συγκεντρωμένο λαό, με το χέρι του να ευλογεί, ακούστηκαν από το στόμα του τα εξής συγκινητικά λόγια: «Εἰρήνη πᾶσι και τῇ Εὐδοξίᾳ συγχώρησις.>>. Πράγματι, <<θαυμαστός ὁ Θεός ἐν τοῑς Ἁγίοις αὐτοῦ>>.
Εξίσου σπουδαία προσωπικότητα με τον Ιερό Χρυσόστομο υπήρξε και ο Άγιος Βασίλειος, του οποίου τα πνευματικά κατορθώματα οδήγησαν την Εκκλησία να του απονείμει τον χαρακτηρισμό Μέγας. Γεννήθηκε το 329 μ. Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και ήταν ένα από τα εννέα παιδιά του Βασιλείου και της Εμμελείας. Έζησε στους κόλπους μιας αγίας οικογένειας, από την οποία δέχτηκε τα νάματα της ορθόδοξης διδασκαλίας , αλλά κυρίως το γνήσιο χριστιανικό βίωμα.. Σπούδασε στα κορυφαία Πανεπιστήμια του καιρού του, στην Καππαδοκία, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Επρόκειτο για μια ιδιοφυία, καθώς μπόρεσε σε λίγα χρόνια να εντρυφήσει σχεδόν σε όλες τις επιστήμες της εποχής εκείνης, όπως η γεωμετρία, η αστρονομία, η φιλοσοφία, η ιατρική, η ρητορική και η γραμματική.
Αν και εκτιμούσε τη θύραθεν σοφία, πολύ γρήγορα και αυτός συνειδητοποίησε πως το αληθινό νόημα της ζωής βρίσκεται αλλού και έτσι, αφού άσκησε για ένα σύντομο διάστημα με μεγάλη επιτυχία το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα, τα παράτησε και ακολούθησε τον ασκητικό βίο. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη της Μέσης Ανατολής, όπου συναντήθηκε με ερημίτες και σοφούς μοναχούς γνωρίζοντας έτσι στην πράξη την τέλεια εφαρμογή του Ευαγγελίου. Όντας άριστος γνώστης των θείων Γραφών πολέμησε την αίρεση του Αρειανισμού, ενώ συνέταξε κανονισμούς για τον μοναχικό βίο, που ισχύουν μέχρι σήμερα στα μοναστήρια. Η δράση του δεν περιορίστηκε μόνο στην άσκηση και την συγγραφή, αλλά επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανακούφιση και προστασία των φτωχών και ταλαιπωρημένων ανθρώπων. Η <<Βασιλειάδα>> αποτελεί ίσως την πρώτη ιστορικά οργανωμένη φιλανθρωπική κοινότητα, όπου λειτουργούσαν νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο και άλλοι ξενώνες ανακούφισης του ανθρώπινου πόνου. Η αγάπη του για τον πάσχοντα άνθρωπο ήταν τόσο μεγάλη που μαρτυρείται ότι ασπαζόταν χωρίς φόβο ακόμα και τους λεπρούς. Ο Μέγας Βασίλειος ανήλθε στο επισκοπικό αξίωμα, διαδεχόμενος στην έδρα της Καισάρειας τον Ευσέβιο. Η ζωή του ως επισκόπου υπήρξε υποδειγματική, μα συνάμα και μαρτυρική και έτσι, φύση φιλάσθενη όπως ήταν, παρέδωσε το πνεύμα του την 1η Ιανουαρίου του 379 μ. Χ., σε ηλικία μόλις 49 ετών.
Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα που έδειξε για την καλλιέργεια και μόρφωση των νέων ανθρώπων. Στο περίφημο έργο του για τους νέους <<ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῑντο λόγων>> κάνει ένα αριστοτεχνικό πάντρεμα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με τη χριστιανική διδασκαλία. Καλεί τους νέους να πάρουν από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ό,τι καλύτερο αυτός έχει, όπως οι μέλισσες παίρνουν τη γύρη από τα λουλούδια. Αξίζει να διαβάσει κανείς το έργο αυτό, για να ανακαλύψει πόσο βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής είναι ο συγγραφέας του. Μεταξύ άλλων προτρέπει τους νέους να είναι ανδρείοι, να μην φοβούνται και πάνω από όλα να είναι στη ζωή τους φορείς της αληθείας. Καυτηριάζει τη διπροσωπία και την υποκρισία, που τόσο συχνά συναντά κανείς στον κόσμο των μεγάλων, πολλοί εκ των οποίων φορούν προσωπείο, προσποιούνται, και υποδύονται ρόλους, ώστε παντού και πάντοτε να κερδίζουν αυτό που θέλουν.
Καλεί τους νέους να είναι ειλικρινείς, εγκρατείς, να καλλιεργούν την αγάπη και τη μακροθυμία, εφαρμόζοντας στην πράξη την εντολή του Κυρίου <<ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν>>. Είναι εκπληκτικό το παράδειγμα που χρησιμοποιεί από την αρχαία Ελλάδα και αξίζει να το αναφέρουμε. Κάποτε, στην κλασική Αθήνα, συνέβη το εξής περιστατικό. Ένας δούλος πλησίασε τον Περικλή και άρχισε να τον βρίζει. Τον ακολουθούσε συνεχώς εκτοξεύοντας του ύβρεις και προσβολές. Αυτό συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, μέχρι που άρχισε να νυχτώνει. Τότε ο Περικλής προέβη στην ακόλουθη συγκλονιστική ενέργεια. Πρόσταξε έναν από τους υπηρέτες του με αναμμένο δαυλό να συνοδέψει τον υβριστή μέχρι το σπίτι του, γιατί ήταν νύχτα και κινδύνευε να χάσει τον δρόμο του. Τέτοιο μεγαλείο επέδειξε ο αθηναίος πολιτικός που όχι μόνο δεν τιμώρησε τον δούλο, αλλά φρόντισε και για την ασφαλή επιστροφή στο σπίτι του. Παραδείγματα μεγάλων ανδρών, που είναι να απορεί κανείς αν υπάρχουν ακόμα στην εποχή μας.
Το μικρό μας οδοιπορικό θα κλείσει με το τρίτο πρόσωπο των φωτισμένων αυτών Ιεραρχών, τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 329 μ. Χ. στην πόλη Ναζιανζό της Καππαδοκίας. Πατέρας του ήταν ο Γρηγόριος, επίσκοπος Ναζιανζού, και μητέρα του η Νάνα. Κοντά στους γονείς του έμαθε κι αυτός τη γνήσια χριστιανική ευσέβεια, ενώ όταν έφτασε σε ηλικία σπουδών παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, ρητορικής και ιατρικής σε φημισμένες σχολές της εποχής εκείνης, στην Αλεξάνδρεια, στην Καισάρεια και στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών του χρόνων γνωρίστηκε με τον Μέγα Βασίλειο και τους συνέδεσε βαθειά φιλία που διήρκεσε σε όλη τους τη ζωή. Ασκήτεψαν μαζί ένα διάστημα σε ένα κτήμα του Μεγάλου Βασιλείου στον Πόντο, ενώ, όταν επέστρεψε στη Ναζιανζό, χειροτονήθηκε, έπειτα από έντονη επιθυμία των χριστιανών της περιοχής, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Η φήμη που απέκτησε ήταν τόσο μεγάλη, ώστε κλήθηκε έπειτα από κάποια χρόνια να αναλάβει τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Στον θρόνο αυτό δεν έκατσε πολύ, καθώς ήταν πνεύμα φιλομόναχο και δεν ήθελε τις πνευματικές έριδες και συγκρούσεις που ταλάνιζαν τότε τη Βασιλεύουσα. Έτσι, παραιτήθηκε από Πατριάρχης και αποσύρθηκε στην Αριανζό, όπου αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του στην ησυχία, την άσκηση και την προσευχή. Παρέδωσε τη μακαρία του ψυχή στις 25 Ιανουαρίου του 391 μ. Χ.
Ο Άγιος Γρηγόριος ήταν φύση ποιητική, ευαίσθητη, με ευγένεια ψυχής που επεδίωκε την ησυχία και αποστρεφόταν την κοσμική δόξα. Ενώ είχε ομολογουμένως πολλές ικανότητες, απέφευγε τα εκκλησιαστικά αξιώματα, όχι από φόβο ή δειλία, αλλά από ειλικρινή ταπείνωση και αυτογνωσία. Παρατηρείται το φαινόμενο μέσα στην εκκλησία, ιδιαίτερα στην εποχή μας, πολλοί να προσφεύγουν σε αυτή ως στελέχη, κληρικοί και λαϊκοί, όχι για να προσφέρουν με πνεύμα ανιδιοτέλειας και θυσιαστικής αγάπης, αλλά για να εξυπηρετήσουν τα υλικά τους συμφέροντα, να κάνουν δημόσιες σχέσεις και τελικά να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους. Έτσι και οι ίδιοι ζημιώνονται, αφού είναι ακατάλληλοι για τις θέσεις που έχουν, αλλά και μεγάλο σκανδαλισμό προκαλούν στον κόσμο. Στο λόγο του περί ιερωσύνης ο Άγιος Γρηγόριος προβαίνει στην ακόλουθη σοφή διαπίστωση:
<< Τούτο μόνο ξεπερνά τη δύναμη μου, το να παραδεχθώ ν’ αναλάβω την αρχηγία καί κυβέρνηση ψυχών καί, χωρίς ακόμη να έχω μάθει καλά ούτε το πώς να κυβερνώμαι ό ίδιος, χωρίς να έχω καθαρίσει την ψυχή μου όσο αρμόζει, να μου εμπιστευθούν επιστασία ποιμνίου.>>.Στον ίδιο λόγο, πιο κάτω, μιλάει με γλώσσα σκληρή αναφερόμενος σε μερίδα χριστιανών που είναι κριτές των πάντων και αντί να ξεριζώσουν πρώτοι αυτοί από μέσα τους την κακία γίνονται τιμητές των άλλων. Λέει χαρακτηριστικά: <<Προσέχουμε ακόμη τις αμαρτίες των άλλων, όχι για να πονέσουμε γι’ αυτές, αλλά για να τους ειρωνευτούμε• όχι για να τους θεραπεύσουμε, άλλα για να τους κτυπήσουμε άπ’ επάνω κι έχουμε ως απολογία των δικών μας αμαρτιών τις παραβάσεις των άλλων! Παραδεχόμαστε καλούς καί κακούς όχι κατά τα έργα τους, άλλα ανάλογα με την έχθρα ή τη φιλία μας• κι ο,τι επαινούμε στον ένα σήμερα, αύριο το κακίζουμε για τον άλλον κι όσα οί άλλοι καταγγέλλουν, εμείς τα καμαρώνουμε καί με προθυμία συγχωρούμε το κάθε τι στον ασεβή. Τόσο μεγαλόψυχοι είμαστε απέναντι της κακίας! Ο Άγιος Γρηγόριος υπήρξε μεγάλο πνευματικό ανάστημα γι΄αυτό και η Εκκλησία του απέδωσε τον χαρκτηρισμό Θεολόγος, που ιστορικά έχει απονείμει μόνο σε δύο άλλα πρόσωπα: Τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή και τον Συμεών τον νέο Θεολόγο.
Με τη σημερινή μας ομιλία δεν στοχεύαμε να κάνουμε ένα μάθημα ηθικοδιδακτικού χαρακτήρα. Τέτοια μαθήματα γίνονται πολλά, ελάχιστα όμως αγγίζουν τις καρδιές των ανθρώπων. Ο άνθρωπος διψάει για την αλήθεια και αυτό το μαρτυρεί ο αδιάψευστος ευαγγελικός λόγος << γνώσεσθε τήν ἀλήθεια και ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς>>. Το πρόβλημα στην εποχή μας δεν είναι η οικονομική κρίση. Αυτό είναι το επιστέγασμα μιας σειράς άλλων προβλημάτων που συσσωρεύτηκαν στη ελληνική κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες. Η κατάσταση στα σχολεία δεν πρόκειται ν’ αλλάξει με νέα προγράμματα σπουδών, καινούργια εξεταστικά συστήματα, και συνεχείς επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών. Όλα αυτά είναι παρεμβάσεις τεχνοκρατικού χαρακτήρα που εστιάζουν στο δέντρο, αλλά χάνουν το δάσος. Το πρόβλημα είναι βαθύ, σύνθετο και απαιτείται πολύς κόπος για την υπέρβασή του. Όταν η ελληνική κοινωνία πάψει να προσμένει τη σωτηρία απ’ έξω και επανασυνδεθεί με τις ρίζες της και τη γνήσια ρωμαίικη παράδοση, τότε είναι κοντά η λύτρωση. Όταν η ελληνική οικογένεια πάψει να πιθηκίζει ξενόφερτα μοντέλα συμβίωσης και επανακτήσει τη χαμένη της ταυτότητα, τότε υπάρχει ελπίδα. Όταν το ελληνικό σχολείο πάψει να είναι πεδίο πρόχειρων πειραματισμών και επανεύρει την κλασική του διάσταση, τότε η αναγέννηση είναι κοντά. Όταν, τέλος, οι πολιτικοί που χαράσσουν την πορεία αυτού του τόπου πάψουν να είναι πειθήνια όργανα ξένων δυνάμεων και αποδειχθούν σοφοί άντρες, τότε μπορούμε να πανηγυρίζουμε. Μέχρι τότε καλό είναι να ελπίζουμε, να γρηγορούμε και να προσδοκούμε!
Ξάνθη, 30-1-14
Ετεροαναφορά: Ενωμένη Ρωμηοσύνη