Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Η αντιμετώπιση των πειρασμών από τον Γέροντά μου Ιωσήφ – Γέροντος Εφραίμ...

Η αντιμετώπιση των πειρασμών από τον Γέροντά μου Ιωσήφ – Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου

678
Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης μαζί με τον μακαριστό Γέροντα Ιωσήφ τον ησυχαστή και τον παραδερφό του Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη
Γέροντας Χαράλαμπος Διονυσιάτης μαζί με τον μακαριστό Γέροντα Ιωσήφ τον ησυχαστή και τον παραδερφό του Γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη

Κάθε άνθρωπος, κάθε Χριστιανός Ορθόδοξος προσέρχεται στο Θεό και Τον πλησιάζει, αφού πρώτα δοκιμαστεί δια «πυρός και ύδατος». Εάν δεν περάσει ο Χριστιανός από καμίνι, στην αναψυχή δεν έρχεται. Γι’ αυτό ο καλός Θεός, ο οποίος «ετάζει καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. 7:9), γνωρίζει πολύ καλά τι κρύβει ο καθένας μας μέσα στο βάθος της καρδιάς του από πλευράς εμπαθείας, από πλευράς χαρισμάτων και προθέσεων και ανάλογα επεμβαίνει, συνήθως με πικρά φάρμακα· πολλές φορές και με σταύρωση πραγματική, προκειμένου να μας ανορθώσει ψυχικά, να μας κάνει ψυχικά υγιείς και άξιους, για να περάσουμε εύκολα τα τελώνια και να φθάσουμε στο Θρόνο της Χάριτος. Σαν καλός Πατέρας, για να δώσει την πραγματική υιοθεσία στο παιδί Του και να γίνει κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος Χριστού, θα το περάσει από το καμίνι της σκληρής δοκιμής. Άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, όλοι θα περάσουν από δοκιμασία, ανάλογα με την κρίση του Θεού.

Βλέπουμε τους γεροντάδες μας, τους παππούδες μας. Έβλεπα τον δικό μου τον Γέροντα, τον Ιωσήφ. Τι αγώνα έκανε ο καημένος! Όταν ήταν στην σπηλιά, ένας μοναχός έχασε την υπομονή του και του πέταξε στο πρόσωπο το πιάτο με το φαΐ. Ο Γέροντας κατέβασε το κεφάλι κάτω· «Ευλόγησον, πάτερ» και του έβαλε μετάνοια, ενώ δεν έφταιγε. Να τος ο νικητής!

Μια μέρα πάλι στα Κατουνάκια τι έγινε; Κοντά στο κελλί, που έμενε ο Γέροντας ως αρχάριος –και είχε Γέροντα τον Γέρο-Εφραίμ, που ήταν απλούτσικος– ήταν ένας άλλος μοναχός εκεί δίπλα, πολύ θυμώδης και σκανδαλώδης. Μία φορά δεν ξέρω τι είχε συμβεί, για κάτι πραγματάκια, για κάποιο οροθέσιο, καμιά ελίτσα, ποιος ξέρει τι ήταν εκεί, άρχισε να φωνάζει τον Γέρο-Εφραίμ, τον Γέροντα του π. Ιωσήφ, και να τον βρίζει: «Είσαι παλιόγερος, είσαι τέτοιος, είσαι τέτοιος». Ο Γέροντάς μου ήταν τότε παλληκάρι, υποτακτικός.

Βλέποντας τον Γέροντά του να τον κάνει έτσι ο άλλος, φούντωσε μέσα του ο εγωισμός κι ο θυμός. Πόσο αγρίεψε ο θυμός, να βλέπει τον παππούλη, τον Γέροντά του να τον τυραννά εκείνος! Και είχε δίκιο ο γέρο-Εφραίμ, αλλά εκείνος ήταν άλλος άνθρωπος. Σκέφθηκε από μέσα του: «Έτσι και βγω έξω τώρα δεν μου γλυτώνει, τελείωσε η υπόθεση». Πάει και πέφτει μέσα στην Εκκλησία και αρχίζει να βάζει κάτω το θυμό. Ο θυμός του έλεγε: «Βγες έξω και βούτα τον». Έπεσε κάτω και άρχισε να κλαίει: «Βοήθα με, Χριστέ μου, βοήθα με τώρα. Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε με. Σώσε με, να μη βγω έξω. Βοήθησέ με, Θεέ μου· άλλαξέ μου τον λογισμό και την καρδιά μου»· και τα δάκρυα έβρεχαν το πάτωμα.

Αφού έβρεξε με τα δάκρυα το πάτωμα, ωπ, κατευνάσθηκε ο θυμός και η οργή, βγήκε έξω και του μίλησε με ένα γλυκό τρόπο:

– Παππούλη μου, γιατί φέρεσαι έτσι στον Γέροντα; Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Δεν ήρθαμε εδώ να κληρονομήσουμε καλύβες, ελιές και βράχια. Εδώ ήρθαμε για την ψυχή μας, ήρθαμε για την αγάπη. Αν χάσουμε την αγάπη, χάσαμε τον Θεό. Αυτά θα τα αφήσουμε, αλλά την αγάπη θα την πάρουμε· θα πάρουμε όμως και το μίσος. Και τι βγαίνει, γέροντα, μ’ αυτό; Εμείς αφήσαμε γονείς και τόσα και τόσα και ήρθαμε εδώ και τώρα θα μαλώσουμε γι’ αυτά; Θα γίνουμε ρεζίλι σ’ όλη την κτίση! Κι έτσι κατεύνασε το πάθος.

Μας έλεγε:

– Παιδιά, αν έβγαινα την ώρα που ήμουν θυμωμένος, τι θα έκανα; Θα τον σκότωνα στο ξύλο. Και τι θα έβγαινε; Εγώ θα ήμουν ένας κακός άνθρωπος και όλα τα δαιμόνια εκεί της ερήμου θα πανηγύριζαν! Τώρα όμως, που έπεσα κάτω και αντιστάθηκα και προσευχήθηκα και έπνιξα μέσα μου τον θυμό, βγήκα νικητής.

Το πάθος θέλει αντιμετώπιση.  Έτσι ούτως ή άλλως θα υποχωρήσει. Αρκεί, εκεί επάνω στο στρίμωγμα και στην πίεση, εσύ να μην υποχωρήσεις. Αντιστάσου και θα υποχωρήσει το πάθος, γιατί αυτός που σε πολεμάει είναι δαίμονας, είναι προσωπικό ον, έχει μία άλφα δύναμη και την άδεια από τον Θεό να σε πολεμήσει. Μόλις το εξαντλήσει αυτό το όριο που του έδωσε ο Θεός, θα υποχωρήσει ούτως ή άλλως. Και μετά τι γίνεται; Στεφανώνεσαι! Μόλις υποχωρήσει ο πόλεμος, έρχεται και η Χάρη του Θεού.

Έτσι επολεμούμην κι εγώ στο ένα πάθος, στο άλλο· κι άμα σταματούσε ο πόλεμος και ειρήνευα μερικές μέρες, έβλεπα, ότι δεν έχω ανύψωση πνευματική. Και ωπ! ερχόταν άλλος πόλεμος. Μάχη! Μόλις υποχωρούσε ο πόλεμος, η Χάρη του Θεού ερχόταν.

Το πάθος θέλει αντιμετώπιση.  Έτσι ούτως ή άλλως θα υποχωρήσει. Αρκεί, εκεί επάνω στο στρίμωγμα και στην πίεση, εσύ να μην υποχωρήσεις. Αντιστάσου και θα υποχωρήσει το πάθος, γιατί αυτός που σε πολεμάει είναι δαίμονας, είναι προσωπικό ον, έχει μία άλφα δύναμη και την άδεια από τον Θεό να σε πολεμήσει

Ο Γέροντας Ιωσήφ όταν αγρυπνούσε, καθόταν ώρες στην προσευχή. Ερχόταν ο ύπνος, ο κακός δαίμονας όπως τον έλεγε –και λόγω ασθενείας ήταν και βαρύς και δεν ήταν εύκολο σαν και μένα, που ήμουν παιδί, να τρέχει και να φτιάχνει. Τι έκανε, όταν ερχόταν ο ύπνος ή όταν δεν έβρισκε από την ευχή Χάρη; Άρχιζε κι έψελνε «τροπαριάκια» νεκρώσιμα και του ερχόταν η μνήμη του θανάτου, η μνήμη της εξόδου, η μνήμη της κολάσεως και καθόταν κι έκλαιγε. Και αφού περνούσε ο ύπνος και ξυπνούσε έτσι, γύριζε το φύλλο και έπιανε πάλι την ευχή μέσ’ την καρδιά, και έβγαινε μετά από επτά-οκτώ ώρες προσευχή. Αυτό γινόταν κάθε μέρα! Μου έλεγε:

– Παιδί μου, ξέρεις τι κάνω εγώ;
– Τι κάνεις, Πατέρα μου;
– Κάθομαι και κάνω ταμείο κάθε μέρα.
– Τι ταμείο, Γέροντα;

– Να, κάθομαι και εξετάζω τον εαυτό μου, και βλέπω πού είμαι εμπαθής, πού υποχωρώ, ποιο πάθος με νικάει· η συνείδηση μού το δείχνει. Η πυξίδα μού το δείχνει, ότι εδώ είσαι αδύνατος. Και παίρνω απόφαση την άλλη μέρα να το πολεμήσω αυτό το πάθος. Την άλλη μέρα μου δείχνει κάπου αλλού. Πολέμα κι εκείνο, μου λέει. Και πολεμώντας το ένα, πολεμώντας το άλλο, σιγά σιγά βλέπω καλυτέρευση στον εαυτό μου. Λέγανε τότε οι παππούδες μας: «Έργασαι στα νειάτα σου, να έχεις στα γεράματά σου».

– Και τι θα πει, Γέροντα, αυτό;

– Να, παιδί μου· τώρα που είσαι νέος, πολέμησε τα πάθη, πολέμησε τη σκέψη, πολέμησε την φαντασία, κοπίασε στην υπακοή σου, κοπίασε στον κόπο, ίδρωσε, αγρύπνα· και όλοι αυτοί οι κόποι, όλος αυτός ο αγώνας είναι εργασία, είναι εργάσιμα χρόνια. Όταν θα πέσει το σώμα και δεν θα έχει τη δύναμη να μάχεται με το ένα, με το άλλο, όταν θα περάσουν τα χρόνια και ήδη εσύ θα έχεις δουλέψει τα χρόνια αυτά, που προβλέπει ο Θεός να εργαστείς, κατόπιν θα σου δώσει σύνταξη. Και ανάλογα την τέχνη, ανάλογα τη θέση, θα πάρεις την ανάλογη σύνταξη. Τι είναι η σύνταξη; Είναι η Χάρη του Θεού.

Να εμένα τώρα, αν με ρωτήσεις, θα σου απαντήσω: Μέσα μου νοιώθω, παιδί μου, παράδεισο. Η ευχή ρολόι, η Χάρη πλούσια· πάθος δεν βλέπω, δεν κινείται κανένα, δεν αισθάνομαι πόλεμο, δεν έχω λογισμούς, δεν έχω επαναστάσεις. Όλα αυτά δεν είναι σημερινά κατορθώματα, είναι από την νεότητα. Τότε έγιναν τα πάντα. Τώρα ήρθε η αξιομισθία.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Γέροντος Εφραίμ Προηγουμένου Ι.Μ. Φιλοθέου, Η τέχνη της σωτηρίας. Έκδ. Ι.Μ. Φιλοθέου, Άγιον Όρος 2005. Ομιλία ΙΑ’. Αντιμετώπισις των πειρασμών, σελ. 165, 178 (αποσπάσματα)

Ετεροαναφορά:  Κοινωνία Ορθοδόξιας