Home ΑΡΧΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΗΠΤΙΚΟΙ Θέλεις, μου λέγει, να εισέλθης, να πολεμήσης εις την πρώτην γραμμήν;

Θέλεις, μου λέγει, να εισέλθης, να πολεμήσης εις την πρώτην γραμμήν;

1120
O Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής με την συνοδεία του
O Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής με την συνοδεία του

Μίαν νύκτα λοιπόν, όπως ηυχόμην, ήλθον πάλιν εις θεωρίαν και ηρπαγη ο νους μου εις ένα κάμπον. Και ήσαν κατά τάξιν -κατά σειράν- μοναχοί συνταγμένοι εις μάχην. Και ένας υψηλός στρατηγός ήλθε πλησίον μου και μου λέγει: Θέλεις, μου λέγει, να εισέλθης, να πολεμήσης εις την πρώτην γραμμήν; Και εγώ τον απάντησα ότι σφόδρα επιθυμώ να μονομαχήσω με τους αντίκρυ αιθίοπας· όπου ήσαν κατέναντι ωρυόμενοι και πνέοντες πυρ ως άγριοι σκύλοι, όπου μόνον η θεωρία τους σου επροξένει τον φόβον. Αλλ’ εις εμένα δεν ήτο φόβος· διότι είχον τοσαύτην μανίαν, όπου με τα δόντια μου να τους σκίσω. Είναι δε αληθές ότι και ως κοσμικός ήμην τοιαύτης ανδρείας ψυχής. Τότε λοιπόν με χωρίζει ο στρατηγός από τας γραμμάς όπου ήταν η πληθύς των πατέρων. Και αφού διήλθομεν τρεις ή τέσσαρας γραμμάς συνταγματικώς με έφερεν εις την πρώτην γραμμήν, όπου ήσαν ένας ή δύο ακόμη κατά πρόσωπον των αγρίων δαιμόνων. Όπου αυτοί ήσαν έτοιμοι να ορμήσουν και εγώ έπνεον εναντίον τους πυρ και μανία. Κακείθεν με άφησεν επειπόντος ότι· εις τις επιθυμεί να πολεμήση ανδρείως με αυτούς, εγώ δεν τον εμποδίζω, αλλά βοηθώ.

Και ήλθον πάλιν εις τον εαυτόν μου. Και διελογιζόμην· άραγε τι πόλεμος θα είναι αυτός;

Έκτοτε λοιπόν ήρχισαν οι άγριοι πόλεμοι, όπου δεν με άφηναν ησυχίαν ημέρα και νύκτα. Άγριοι πόλεμοι! Μήτε ώραν να ησυχάσω. Επίσης και εγώ με μανίαν εις αυτούς.

Όλα έτη οκτώ κάθε νύκτα μαρτύριον. Έφευγαν οι δαίμονες και εφώναζαν. Μας έκαψε! Μας έκαψε! Όπου έτυχε μίαν νύκτα και τους ήκουσε και ο πλησίον μου αδελφός ξενιζόμενος, ποιοι ήσαν αυτοί που εφώναζαν.

Εξ’ ώρας καθήμενος εις προσευχήν τον νουν δεν εσυγχώρουν να βγη από την καρδίαν. Από το σώμα μου ο ιδρώτας έτρεχε βρύσις. Ξύλον αλύπητα. Πόνος και δάκρυα. Νηστεία άκρα και ολονύκτιος αγρυπνία. Και επιτέλους κατέπεσα.

Όλα έτη οκτώ κάθε νύκτα μαρτύριον. Έφευγαν οι δαίμονες και εφώναζαν. Μας έκαψε! Μας έκαψε! Όπου έτυχε μίαν νύκτα και τους ήκουσε και ο πλησίον μου αδελφός ξενιζόμενος, ποιοι ήσαν αυτοί που εφώναζαν.

Και όμως, την τελευταίαν ημέραν, που θα τους δίωκεν ο Χριστός, εγώ πλέον διελογιζόμην απεγνωσμένος ότι, αφού το σώμα μου έπεσε τελείως νεκρόν και τα πάθη μου ενεργούν ως εν τελεία υγεία, οι δαίμονες είναι οι νικηταί. Αυτοί με έκαψαν ασφαλώς και ενίκησαν και όχι εγώ. Επιτέλους, καθώς εκαθήμην νεκρός, πληγωμένος, απεγνωσμένος, αισθάνομαι ότι ηνοίχθη η θύρα και ήλθε κάποιος, πλην δεν εστράφην να ιδώ, αλλά έλεγα την ευχήν. Και αίφνης αισθάνομαι ότι κάτω μου κάποιος με ερεθίζει προς ηδονήν. Και στρέφομαι και βλέπω τον δαίμονα, όπως είναι κασίδης· πληγωμένη κεφαλή του βρωμάει! Και ώρμησα θηριωδώς να τον πιάσω. Και, όπως τον έπιασα, είχε τρίχες του χοίρου, και έγινεν άφαντος. Εις δε την αφήν μου με άφησε την αίσθησιν των τριχών του και την βρώμα στην όσφρησιν. Και επιτέλους απ’ αυτήν την στιγμήν ερράγη ο πόλεμος και έπαυσαν όλα. Και ήλθεν ειρήνη εις την ψυχήν. Και απαλλαγή τελεία των ακαθάρτων παθών της σαρκός.

Εν τέλει την νύκτα εκείνη ήλθα πάλιν εις έκστασιν. Και βλέπω ένα μέρος ευρύχωρον, και θάλασσα το εχώριζε. Και εις αυτήν την ευρυχωρίαν ήτον παγίδες εστρωμένες παντού. Και κρυμμένες να μην φαίνωνται. Εγω δε ήμην εις ένα μέρος πολύ υψηλόν, και όλα ως εν’ θέατρω τα έβλεπα. Από δε το μέρος αυτό έπρεπε να διέλθουν όλοι οι μοναχοί. Από δε της θαλάσσης ήτον ένας δράκων -δαίμονας φοβερός- όπου έβγαζαν φλόγες τα μάτια του. Εξαγριωμένος. Και έβγαζε το κεφάλι του και εκοίταζε. –Πιάνονται στις παγίδες; Οι δε μοναχοί περνώντας χωρίς φόβον και προσοχήν, άλλος επιάνετο από τον λαιμόν, άλλος από την μέσην, άλλος από το πόδι, άλλος από το χέρι. Και βλέπων ο δαίμων εγελούσε χαίρων και αγαλλώμενος. Εγώ δε ελυπούμην σφόδρα και έκλαιον. Αχ! Έλεγα, πονηρέ δράκον! Τι μας κάμεις και πως μας πλανάς! Και ήλθα πάλιν είς εαυτόν μου· και ήμην μέσα στο καλυβάκι μου.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 37, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979