Γεώργιος Καρσλίδης, ένας ιερέας που με την αγάπη του στον θεό και τους ανθρώπους κέρδισε την βασιλεία του θεού και ονομάστηκε Όσιος. Ήταν από τους μεγαλύτερους Όσιους και ομολογητές του αιώνα μας.
Ο Όσιος Γεώργιος έζησε και ασκήθηκε στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου πηγής στην Γεωργία.
Γεννήθηκε το 1901 και στα 21 του χρόνια οδηγήθηκε στις φυλακές (μετά την είσοδο των Σοβιέτ). Καταδικάστηκε σε βασανιστήρια και εκτελεστικό απόσπασμα.
Η Yπεραγία Θεοτόκος όμως δεν άφησε τον Όσιο και γλύτωσε. Μετά από πολύ κόπο και βάσανα έφθασε στην Ελλάδα το 1929 στην πόλη της Δράμας στο χωρίο Σίψα (σημερινοί Ταξιάρχες) όπου εγκαταστάθηκε και ασκήτεψε στο ταπεινό μοναστηράκι του από το 1929 έως το 1959 που εκοιμήθει.
Για την δράση και τον βίο του Οσίου Γεωργίου πήραμε την ευλογία της Πορφυρίας Μοναχής και παρακάτω θα αναφέρουμε μερικά αποσπάσματα από μαρτυρίες που αναφέρονται στο σχετικό βιβλιαράκι που έχει εκδώσει η Ιερά Μονή Αναλήψεως του Σωτήρος στους Ταξιάρχες της Δράμας.
Δεν μπορώ να περιγράψω αυτά που βλέπω είπε ένα πνευματικό τέκνο του Γέροντα. Την ώρα της θείας λειτουργίας νωρίς το πρωί, ο Γέροντας ήταν φωτεινός και δεν πατούσε στο έδαφος. Γύρισα και είδα τη εικόνα της Παναγίας να δακρύζει. Δεν μίλησα σε κανέναν. Τα είχα χαμένα. Ο Γέροντας ήταν φωτεινός και έλαμπε όλο το περιβάλλον ενώ δεν υπήρχαν φώτα παρά μόνο τα κεριά!
Ο Γέροντας ήταν πολύ αυστηρός την ώρα της θείας λειτουργίας και γενικά σε όλα τα μυστήρια. Την ώρα της θείας κοινωνίας δεν μιλούσε , έκανε μόνο νοήματα.
Συνήθιζε να λέει «ο παπάς όταν λειτουργεί δεν πρέπει να βλέπει άνθρωπο, πρέπει να βλέπει τον εαυτό του και την ψυχή του, πόσους αγγέλους έχει γύρω του. Ποτέ ένας παπάς δεν λειτουργεί μόνος του. Έχει ουράνιο επισκέπτη.
Έξω στον δρόμο ήταν πάντα ευδιάθετος και χαρούμενος, μέσα στην εκκλησία ήθελε απόλυτη ησυχία και έλεγε «άξιος ο λειτουργός του υψίστου». Ακόμη και στον Εσπερινό ήταν όλοι όρθιοι. Ήταν πολύ αυστηρός στα θέματα της πίστης και έλεγε «την ώρα της Θείας Κοινωνίας να σηκώνουμε τα παιδιά ,δεν πρέπει να σκύβει ο Ιερέας κρατώντας τον Χριστό. Επίσης δεν κοινωνούσε ανεξομολόγητους.
Ο Γέροντας είχε ένα μανδύα βυσσινί πολύ όμορφο με χρυσούς αγγέλους και με αυτόν τον τύλιξαν όταν κοιμήθηκε.
Ο Πρεσβύτερος Αθανασιάδης Χρήστος από το Μαυρόβατο Δράμας το 1959 διηγείται: «Όταν αρρώστησε ο γέροντας εξυπηρετούσα και εδώ το μοναστήρι. Τρείς φορές λειτούργησα με τον Άγιο συνλειτουργό βέβαια. Οι πιστοί ήταν λαοθάλασσα και δεν καταλάβαινες εάν πρόκειται για εορτή ή όχι. Ο κόσμος έψαχνε θεραπεία και βοήθεια και πάντοτε την έβρισκε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, λέει ο πρεσβύτερος, την πρώτη συνλειτουργία. Εκείνες οι στιγμές ήταν συγκλονιστικές. Ένιωσα φόβο να πώ; Ναι θυμάμαι πως έτρεμα όταν έκανα την Μεγάλη Είσοδο, δεν τον είδα να περπατάει, θαρρείς και τον προωθούσε ένας αέρας. Όταν μπήκαμε στο Ιερό γύρισα να δώ πως μνημονεύει και τότε είδα να κλαίει. Εγώ νόμιζα ότι είχε κάποια ζωντανή επαφή, ότι κάποιος τον έβλεπε και συνομιλούσε. Όταν σήκωνε το βλέμμα του έβλεπε, δεν ξέρω όμως τι έβλεπε. Με εκείνον τον φόβο έλεγα θεέ μου να τελειώσει το μυστήριο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν εν ζωή Άγιος.»
Ο Γέροντας υπέφερε όταν κάποιος άνθρωπος είχε μεγάλο βάρος και δεν μετανοούσε. Κλεινόταν στο κελί του και προσευχόταν. Ήξερε σε ποιόν θα ήταν αυστηρός και σε ποιόν ιλαρός, ήταν γεμάτος αγάπη και ζητούσε από τα πνευματικά παιδιά του υπακοή, βάζοντας αρκετές φορές κανόνα σε ανθρώπους που ξεφύγει. Συνήθιζε να λέει «σας δίνω αυτές τις συμβουλές, ξέρετε τις αμαρτίες σας, πρέπει να προσέχετε. Δεν μπορούμε να επαναλαμβάνουμε τις ίδιες αμαρτίες με το σκεπτικό ότι θα τις ξαναπούμε στον πνευματικό».
Σε μια γυναίκα που ξεμάτιαζε, την φώναξε και της είπε : «εγώ θα σε μάθω από προσευχές, μισό γιατρό θα σε κάνω. Πήρε το Μέγα Ωρολόγιο και βρήκε τα δύο απολυτίκια των Αγίων Χαραλάμπους και Βλασίου και με τις ευχές του Γέροντα όχι μόνο άνθρωποι αλλά και ζώα έγινανε καλά».
Σε μια μητέρα που είπε στον Γέροντα ότι η κόρη της θα χωρίσει, εκείνος είπε : «Εάν δεν μπορεί να ζήσει με τον άνδρα της να χωρίσει αλλά πρώτα ας γεμίσει ένα καζάνι με νερό να το βράσει και αφού βγάλει τα ρούχα της να μπει μέσα, αν το αντέξει τότε ας χωρίσει. Τώρα που έχουν δύο παιδιά δεν είναι εύκολο να χωρίσουν».
Ο Γέροντας ήταν και πολύ ελεήμων. Στην Βουλγάρικη κατοχή, κάηκε ολοσχερώς ο Βαθύλακος. Τότε ο Γέροντας ότι είχε το Μοναστήρι τα έδωσε στους πληγέντες (κρεββάτια, καρέκλες, ρούχα, τροφές κλπ ). Εργάστηκε χειρονακτικά στην Δράμα για να συνδράμει σε φιλανθρωπίες. Μαζί με πιστούς ετοίμαζαν φαγητό και τα έστελναν στους πεινασμένους και φυλακισμένους. Πριν τις γιορτές αγόραζε υφάσματα, ενδύματα και τα έστελνε με κάποιον δικό του άνθρωπο λέγοντας να μην τον δεί κανείς όπου πηγαίνει.
Ο Όσιος βάφτιζε πολλά παιδιά και έλεγε αυτοί που δεν βαφτίζουν πάνε στον άλλο κόσμο με δεμένα τα χέρια. Μία κυρία από το χωριό Σίψα μας λέει : «έρχονταν πλούσιοι άνθρωποι στον Γέροντα και του έδιναν χρήματα, αυτός με αγάπη τα μοίραζε στους φτωχούς του χωριού.
ΜΙα από τις ευλογημένες διδαχές του Γέροντα ήταν : «Τα πλούτη να μην σας κάνουν εντύπωση, ούτε και οι δόξες αλλά πάντα να βαδίζετε δίκαια. Το ψωμί σας να το τρώτε με τον τίμιο ιδρώτα σας και όχι με αδικίες. Να απλώνετε το χέρι σας στην ελεημοσύνη, να μην σκέπτεσθε τι θα φάτε , τι θα φορέσετε ή τι μεγάλο σπίτι θα χτίσετε. Να χτυπάτε τις πόρτες των αρρώστων, των ορφανών και των φτωχών. Αν κάνετε έργα καλά θα έχετε μεγάλο μισθό από τον Θεό. Να ζείτε πάντα χωρίς εγωισμό, πάντα να φροντίζετε και να αγαπάτε τους γέρους, τα ορφανά, τους αρρώστους και να κάνετε παρέα με φτωχούς και με ανθρώπους που οι άλλοι τους ταπεινώνουν.»
Η μνήμη του εορτάζεται στις 4 Νοεμβρίου. Άγιε του θεού πρέσβευε υπέρ ημών.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη