Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Παπα – Δημήτρης Γκαγκαστάθης

Παπα – Δημήτρης Γκαγκαστάθης

1833
Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κορυδαλλού
παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης

Η μορφή ενός αγίου μέσα από τους πνευματικούς οφθαλμούς του Γέροντος Αιμιλιανού,
προηγουμένου της Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας

Ευρεθείς αναγκαστικώς μακράν, όταν ο ουρανός ανεπέτασε τας πύλας του δια να δεχθή τον μακάριον εκείνον, τον εν αγίοις αναπαυόμενον πλέον, τον «ως νεοσσόν αετού εν ύψει αρθέντα», τον παπα-Δημήτρη, και μη δυνηθείς να προσκυνήσω αυτόν, τον άγιον ιερέα, «τον προφήτη των επουρανίων μυστηρίων», όπως θα έλεγεν ο άγιος Μακάριος, «τον υιόν, τον κύριον, τον θεόν δεδεμένον, ηχμαλωτισμένον, αφιερωμένον»· απολέσας, λοιπόν, την ευκαιρίαν να ευρίσκωμαι και εγώ ανάμεσα εις τους φίλους και οικείους του αγαπητού μου παπα-Δημήτρη την ώρα που έκρυπτον το τίμιον σκήνωμά του όπισθεν του θυσιαστηρίου των Ταξιαρχών, γράφω τις λίγες αυτές γραμμές, ξεγελώντας τον εαυτό μου και νομίζοντας ότι και εγώ ήμουν εκεί.

Στην πραγματικότητα όμως, γράφοντας δεν νοιώθω παρά μόνον ωσάν να κάνω ένα κομβοσχοίνι εμπρός εις τον πρεσβύτην, τον σιωπώντα και αναπαυόμενον νυν, αφού πρότερον ανέμαξε την χάριν του Πνεύματος και ανέπαυσε τον Θεόν και όλην την επουράνιον Εκκλησίαν· ωσάν να επισκέπτωμαι ακόμη μίαν φοράν, πρώτον το πτωχόν δωμάτιον του σπιτιού του, αυτό με τις πολλές εικόνες και όλους τους αγίους, και ύστερα το ευτυχές ποίμνιόν του, δια να επαναλάβω μίαν από τις ομιλίες ή αγρυπνίες που από κοινού είχαμε ζήσει –τώρα όμως χωρίς αυτόν· διότι τον ήρπασε ο ουρανός, τον εκάλυψεν η νεφέλη, τον συμπεριέλαβεν η πανήγυρις των πρωτοτόκων.

Δεν αμφιβάλλομεν, διότι εζήσαμε μαζί και τον γνωρίσαμε. Και να πως εγνωρίσαμε την ζωήν του.

Α. Χειραγωγία υπό της Χάριτος

Η ζωή του εκύλησε πολύ φυσικά, εν απλότητι και αφελότητι καρδίας, ήτο όμως μία διαρκής πορεία, μία προχώρησις προς τον Θεόν και μία αποκάλυψις του Θεού εις αυτόν. Ήτο ένα θαύμα ο παπα-Δημήτρης, όστις ζούσε ένα κόσμο θαυμάτων, που δεν ερμηνεύεται παρά μόνον ως αδιάλειπτος επέμβασις της χάριτος. Όταν τον ήθελες, έπρεπε να τρέξης στους Ταξιάρχες δια να τον βρης, και μικρό παιδί όταν ακόμη ήτο. Μέσα στην μισοσκότεινη εκκλησία  μεγάλωσε διαβάζοντας, αγρυπνώντας, ψάλλοντας στο θαμπόφωτο των κανδηλών μαζί με τους αρχαγγέλους του, τον Γαβριήλ και τον Μιχαήλ, τους φίλους του αυτούς και συνομίλους. Ενώπιον της παλαιάς των εικόνος στο τέμπλο έλεγε τα πάντα, εύρισκε τα πάντα.

Νέος εγαλουχήθη πνευματικώς από τον ευλαβέστατον ηγούμενον εν Μετεώροις, όστις άφηκε μνήμην αρετής και αγιότητος, τον πατέρα Ιάκωβον. Το Πνεύμα εύρε τον παπα-Δημήτρη κατάλληλον όργανον δια να εκφράζεται δι’ αυτού. Συχνά ανέβαινε εις τα Μετέωρα δια να τον συναντήση, αργότερον δε δια να ευρίσκη τα ίχνη του. Ομοίως έτρεχε και παντού, όπου ήκουε ότι υπάρχουν άνθρωποι αποτυπούντες την ζωήν του Χριστού.

Προκειμένου να προβή εις μίαν ενέργειαν ή να αποδεχθή κάτι, ερωτούσε πάντοτε όσους έβλεπεν αγομένους υπό του Πνεύματος και, ελεύθερος από κάθε θέλημα, έσκυβεν εμπρός εις την αλήθειαν· ή ερωτούσε τους Ταξιάρχας του, εξέχεε την καρδίαν του εις την Υπεραγίαν Θεοτόκον, απευθύνετο εις αυτόν τον Θεόν ορθρίζων εκ νυκτός. Ουδέποτε εσιώπησεν ο ουρανός. «Δι’ ότι ήθελα, έλεγεν ο ίδιος, έπαιρνα το πετραχήλι, ύστερα άφηνα το πετραχήλι και έπαιρνα το κομποσχοίνι».

Η αγωνία ήτο ξένη προς αυτόν, καθώς και η αβεβαιότης, η ανασφάλεια, η διστακτικότης. Εγκατελείπετο εις τον Θεόν και ούτως, «οιακιζόμενος υπό της χάριτος» επορεύετο χαίρων, εν αγαλλιάσει αίρων τα δράγματα και συναντών τα θαύματα και δεχόμενος τας αποκαλύψεις και τας αλλοιώσεις του ουρανού. Περιεπάτει εν αυτώ ο Θεός, συμπεριεπάτει αυτός μετά του Θεού, ηδολέσχει μετ’ Αυτού ημέρας και νυκτός, μάλιστα την νύκτα, κάτω από τα άστρα, έως ότου η θείας χάρις, η πλουσίως ενοικήσασα εις αυτόν, όλον ενίσχυσεν, όλον εδυνάμωσε και από γης ήρπασεν εις αέρα προς ομιλίαν αυτής.

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΤον ηγάπα τον Θεόν «εν αισθήσει καρδίας», με έκκαυσιν νεφρών, με κόλλησιν ψυχής. Δεν έζη δι’ άλλον λόγον, παρά μόνον, «ίνα ελθών ο Κύριος ενοικήση εν αυτώ». Εις τους λόγους αυτούς του αγίου Μακαρίου θα ημπορούσαμε να περιλάβωμε το νόημα της ζωής του, η οποία ήτο όντως ενέργημα της θείας χάριτος.

Δεν τον είχε προικίσει η χάρις μόνον με το χάρισμα της αγάπης του Θεού. Τον είχε πλήρως κοσμήσει «εν κροσσωτοίς ιματίοις». Όταν ο Λόγος ευρίσκη κατοικητήριον, όταν εις την κρούσιν του ευρίσκη απόκρισιν φιλόθεον, όταν εις τον κυνηγητόν του συλλάβη τον κυνηγώμενον, τον ενώνει με τον εαυτόν του, τον μεταποιεί, τον θεοποιεί αμείκτως, τον αναδεικνύει πρόσωπον θείον, θεόν κατά χάριν, πεπληρωμένον υπό των χαρισμάτων του Πνεύματος.

Ούτως, όπως ήδη το είδαμεν, είχεν έντονον το χάρισμα της προσευχής. Έλειωνε το κομβοσχοίνι στο χέρι του. Μας έλεγεν ότι την νύκτα τρεις φορές ήρχετο κοντά μας – και εννοούσε με την προσευχή. Μα όλον τον κόσμον είχε κοντά του. Πριν, όπου επήγαινεν, είχε μαζί του και τα σύνεργά του δια την προσευχήν. Όταν καθηλώθη, εις το τέλος, επάνω στο κρεββάτι και δεν ημπορούσε να πάη εις τον ηγαπημένον του ναόν, δια να τελέση τας διατεταγμένας ακολουθίας και να διαβάση τα αναρίθμητα ονόματα, ήρχιζε με τον νουν του να επισκέπτεται, μετά το χωριό του, τα Τρίκαλα, όλας τας πόλεις και περιοχάς, και να μνημονεύει τα ονόματα όσων εγνώριζε. Την νύκτα, κατά την πρώτην ώραν μετά το μεσονύκτιον, εκτυπούσε με το χέρι το τάλαντον εις ένα μικρό ντουλαπάκι εκεί δίπλα, δια να εξυπνήση η πρεσβυτέρα και να αρχίση τα «Κύριε, ελέησον» εις τας δεήσεις του και τας μνημονεύσεις.

Είχε και το χάρισμα των δακρύων, ειλημμένον από τον Θεόν. Σχεδόν πάντοτε εις τας προσευχάς του και την λειτουργίαν εκπληρούτο δακρύων. Όταν ελειτούργει τω Θεώ «συλλειτουργών αγίοις», ήτο πολύ απλούς, αλλά όλως μετάρσιος και πολυόμματος.

Παρά ταύτα η ταπείνωσίς του ήτο αληθεστάτη, όταν έλεγε πως ήτο «ο έσχατος πάντων και ανάξιος». «Μη παρακαλήτε τον Θεόν για μένα, έλεγε. Δεν μου αξίζει. Όσο κάθομαι, ζημιώνω την Εκκλησίαν και τον λαόν. Τι καρπόν να φέρω εγώ ο ανάξιος δούλος; Μόνον κλαίω δια τας αμαρτίας μου και παρακαλώ τον Θεόν για όλον τον κόσμον».

Δια την αγάπην και το ενδιαφέρον του δια τα πνευματικά του παιδιά, όλοι εξεπλήσσοντο. Δια την υπομονήν του έφριξαν και οι δαίμονες. Η ημέρα του κυλούσε  μέσα εις τόπους πλήρεις ευωδιών, μεταδοτικών και εις τους άλλους και εν μέσω θαυμάτων. «Απόψε θέλω θαύμα», μπορούσε να λέγη εις τους αγίους του. «Που να πάω; Βοηθάτε και σεις!». Πως να μη απαντήσουν οι άγιοι; Πως να κωφεύση ο Θεός; Ήκουεν «ως ηθέλησε και ως συνέφερε».

Ας μη επεκταθούμε εις τα χαρίσματά του. Ήτο φίλος της Θεοτόκου, φιλοθεομητορικός, όπως όλοι οι άγιοι. Είχε την διάκρισιν, την ομορφιά της κεκαθαρμένης ψυχής, μετέστη προς τον Αγαπώμενον με το χάρισμα της μακαρίας τελευτής, δοχείον της χάριτος φιλοτεχνμημένον υπό του Πνεύματος.

Β. Πόνος και πάθος για τον Θεόν

Όταν ήτο ακόμη νέος, επόθησε, να γίνη απόστολος της χάριτος, συνεργός της σωτηρίας, στόμα Θεού. Μία ιεραποστολική φλόγα των κατέτρωγεν, ενώ ο φόβος και η έλλειψις γνώσεων τον σταματούσαν. Ως αν αντηχούσε μέσα του η φωνή του Κυρίου «τίνα αποστείλω;», με παράπονον εσκέπτετο· «Ιδού ουκ επίσταμαι λαλείν». Ο Θεός όμως του εδίδαξεν «όσα έδει παθείν» υπέρ του ονόματός του. Εδελεάσθη εκείνος, ένοιωσε να ισχύη ο Θεός και έκτοτε δεν έπαυσε να εκδιηγήται τους πόνους και τα πάθη του δια τον Θεόν. Ότι του συνέβαινε, το έβλεπεν ως μέσον και αφορμήν σωτηρίας αυτού και των άλλων· δι’ αυτό ήθελε να αποκαλύπτη τα πάντα τα εις τα ώτα, κατά μόνας με κάποιον, από των δωμάτων, «εν εκκλησία μεγάλα». Χωρίς να το εννοήση, ηκολούθησε την αποστολική οδόν. Δια τούτο δεν ήτο δυνατόν να ζήση πλέον ήσυχος, παρά μόνον διωκόμενος, παρεξηγούμενος, οδυνώμενος, εγκαταλειπόμενος.

Έπασχεν εν πρώτοις, διότι η πεφωτισμένη και ευαίσθητος καρδιά του ησθάνετο ότι έζη εις ένα κόσμον μάταιον και απατηλόν, δεδουλωμένη εις τον νόμον της διαφθοράς και του θανάτου, ριγμένη και εξωρισμένη μακράν του Θεού, τον οποίον θα έπρεπε να ποθή και προς αυτόν να κράζη μεγάλη τη φωνή. Η άλογος κτίσις «συστενάζει και συνωδίνει», πόσον μάλλον η καρδία η αισθανομένη και ο νους ο περιλαμπόμενος υπό του Θεού, ο άνθρωπος ο καθαρίζων και ευτρεπίζων εαυτόν δια τον Θεόν.

Ήτο απλούς και ολιγογράμματος, αλλά ο θείος πόθος του τον είχε διδάξει, «ίνα πάσχη και πάσχων υπομιμνήσκηται, ης εξέπεσε δόξης και ελευθερίας και οίαν ανθ’ οίας δόξης δουλείαν ηλλάξατο». Ουδέποτε ασφαλώς θα είχε διαβάσει τα λόγια αυτά. Τον ήκουες να λέγη με τον τρόπο του και εις την γλώσσαν του· «Φωνάζω, φωνάζω, δεν θα με ακούση; Να φωνάζης· “Κύριε, ελέησον”. Να το ακούσουν τα αυτιά, να κτυπήση στην καρδιά, ύστερα έρχεται η κατάνυξις, βγαίνουν από τα μάτια τα δάκρυα…έρχεται μετά ο Χριστός, νοιώθεις ειρήνη και γλυκύτητα μέσα σου…».

Όταν προσηύχετο ο άγιος αυτός, δια να τον συγχωρήση ο Θεός, ενόμιζες ότι εσπάραζε. Με κραυγές ζητούσε την χάριν και εμούσκευε στα δάκρυα και στον ιδρώτα. «Πρέπει να κουρασθής, έλεγε, για να πληρωθής». Ο καθημερινός αυτός αγών του παπα-Δημήτρη ετελείωνε μ’ ένα αίσθημα λυτρωμού και παρρησίας και με δοξολόγησιν του Θεού.

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κορυδαλλού
Ο παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης στο Άγιον Όρος το 1963

Ένας ολόκληρος ουρανός εσαλεύετο μέσα του· ένας ολόκληρος ουρανός τώρα είχε φωτισθή και οι ανταύγειές του ήγγιζαν και σένα. Έβλεπες ουράνιον θέαμα που έκρυπτε την καθαράν και παιδικήν του ψυχή. Όταν εξωμολογείτο, ενόμιζες πως είχες ενώπιόν σου τον μεγαλύτερον αμαρτωλόν. Σε εκυρίευεν όμως ρίγος και άθελά σου κατενόεις κάπως την αγωνίαν του Προδρόμου, όταν την χείρα του έθετεν εις την κορυφήν του Χριστού.

Έπρεπε να πονέση· δεν ήτο δυνατόν να γίνη διαφορετικά. Πονούσε δια την κάθαρσιν της καρδίας του και την κατάκτησιν του Θεού, διότι αυτό θα εγίνετο το θεμέλιον δια την συγκρότησιν της όλης πνευματικής του πορείας «Ιδού ωδίνησε και έτεκε πνεύμα σωτηρίας».

Έτερος λόγος πόνου ήτο δια τον παπα-Δημήτρη η αγάπη του προς το ποίμνιόν του. Τα τέκνα του τα εκυοφορουσεν εν τοις σπλάχνοις του και τα εσήκωνεν όλα επάνω του, εις τον νουν του. Ο πτωχός αυτός εμαρτύρει την αλήθειαν του Ευαγγελίου δια βίου παντός, έγινεν ο ίδιος ζώσα ευαγγελική επιστολή, θεοδίδακτος γραμματεύς της βασιλείας του Θεού, διδάσκαλος εξ ων έπαθε και ευχέτης, αρνούμενος εαυτόν καθ’ ώραν και πάμπολλα δεινά πάσχων και προσευχόμενος «δεόντων, εμπόνως και ευτόνως» υπέρ του λαού του Θεού.

Υπέρ αυτού του λαού συνεχώς ελειτούργει, ιστάμενος ως άλλος Αββακούμ επί της φυλακής του και μεταποιούμενος εις χερουβικόν άρμα, κατά τον Ιεζεκιήλ, συχνάκις επιτελών σαρανταλείτουργα και πολλάκις της ημέρας επί ώρας αναγινώσκων τον «κατάλογον» του και ανάγων τα ονόματα εις το ουράνιον θυσιαστήριον, ρίπτων πρηνή τα τέκνα του νοερώς εις τα κράσπεδα των ιματίων του Θεού. Πόσος μόχθος, πόσα δάκρυα, πόσοι πόνοι!

Αλλά, βέβαια, δεν εχρειάζετο ολιγώτερον να πονέση δια να ειρηνεύση τις ταραγμένες καρδιές των πιστών, να λύη τις διαφορές των, να προστατεύη τους πτωχούς, τα ορφανά, να αποκαθιστά τα πάντα. Δι’ όλα έτρεχε, δι’ όλα εθεώρει εαυτόν υπεύθυνον. Τον ήκουες να λέγη· «Τρέξε παπα-Δημήτρη, τρέξε, ο διάβολος έζωσε πάλι το χωριό», και τον έβλεπες ν’ αρπάζη το ραβδί του, δια να μη επιστρέψη παρά μόνον νικητής. Που να κοιμηθή; Πως να ησυχάση; Ήταν ο αφέντης στο σπίτι, στο χωριό, στις ψυχές, μέσα σ’ όλα ο εκδαπανώμενος αυτός, ο «ένοχος» αυτός –διότι ήτο αμαρτωλός-, ο υπεύθυνος αυτός.

Έτρεψε και, αν ήσουν πλάϊ του, θα αντελαμβάνεσο κάτι άλλο ταυτοχρόνως να σχεδιάζη ή, επιπλήττων εαυτόν, διότι δεν ενεθυμήθη όλους εις την προσευχήν του ή διότι αγνοούσε όλων τα ονόματα, να ψελλίζη· «Υπέρ το προέδρου ΚΤΕΛ, εκείνου του γιατρού, υπέρ…υπέρ…», και όλους τους εβύθιζε μέσα εις την μακροθυμίαν του Θεού, όλων αίρων τα βάρη. Αυτό δεν σημαίνει μόνον ότι προσηύχετο, σημαίνει αδιάλειπτον κένωμα και λειώσιμο, έκχυσιν του εαυτού του, «επισύστασιν καθ’ ημέραν, μέριμναν πασών των εκκλησιών», πύρωσιν υπέρ πάντων.

Να προσθέσωμεν ως αφορμάς χιλίων μαρτυριών και τους ποικίλους διωγμούς, τους οποίους υπέστη; Είναι γνωσταί αι ταλαιπωρίαι του αι εμμονοί και τα μίση και οι θάνατοι, τους οποίους επέρασεν, ακριβώς επειδή ήτο πιστός οικονόμος και απόστολος του Θεού, από εχθρούς της πίστεως, από γνωστούς και αγνώστους, ως εάν έπιπτον αι δυνάμεις της κολάσεως επάνω του. Ακόμη και χείρες ιερατικαί συλλειτουργού ητοιμάσθηκαν δια να του αφαιρέσουν την ζωήν.

Περιττόν να αναφέρωμεν ως λόγον πόνου πολλού και μακρού τας πολλάς ασθενείας και την τελευταίαν του ιώβειον υπομονήν, όταν δεν έμενε πλέον ίασις εν τη σαρκί του, αλλά όλος ήτο μία πληγή. Έπρεπε κατά πάντα να ομοιωθή τοις αγίοις, εις ουδέν να υστερήση. Η αδυναμία της σαρκός του εδυνάμωσεν την ψυχήν και εμαρτύρει την δύναμιν του Θεού.

Απόσπασμα από το βιβλίο: «Κατηχήσεις και Λόγοι» Τόμος Α, Σφραγίς Γνησία, Αρχιμ. Αιμιλιανού Καθηγουμένου της Ι.Μ. Σίμωνος Πέτρας