Νεκταρίου Δαπέργολα
Δρος Βυζαντινής Ιστορίας
Στις 29 Μαΐου 1453 έκλεισε με τρόπο τραγικό το πιο θεμελιώδες κεφάλαιο της Ιστορίας μας. Μία εκπληκτική περίοδος 11 αιώνων, κατά την οποία ο παρηκμασμένος Ελληνισμός της Ύστερης Αρχαιότητας απέκτησε νέα πνοή, αναδιαμορφώθηκε, αναβαπτίστηκε μέσα στην ορθόδοξη καινή κτίση, αναβαπτίζοντας ταυτόχρονα και ωθώντας σε πρωτόγνωρα ύψη και τη σοφία των προγόνων του. Όλα αυτά μέσα σε μία Αυτοκρατορία, που ξεκίνησε τον 4ο αιώνα ως απλή συνέχεια της Ρώμης και 4 αιώνες αργότερα ήταν πια ένα κράτος εξολοκλήρου ελληνικό. Ο λόγος για την αποκαλούμενη «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» (όρος που δεν έχει φυσικά καμμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα, αλλά αποτελεί γερμανικής επινόησης υποτιμητική νεολογισμό του 17ου αι.). Οι κάτοικοί της βεβαίως ποτέ δεν ονόμασαν τους εαυτούς τους Βυζαντινούς. Μέχρι το τέλος αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι και τελικά επί το λαϊκότερον Ρωμηοί ενώ το κράτος τους το αποκαλούσαν Βασιλεία των Ρωμαίων ή Ρωμανία.
Από τη Ρώμη στη Ρωμηοσύνη
Αυτό λοιπόν το κράτος δεν είναι τυπικά παρά η συνέχεια του ρωμαϊκού. Η επιλογή ωστόσο του Μ. Κωνσταντίνου να χτίσει μια νέα πρωτεύουσα, εγκαταλείποντας τη Ρώμη, ισοδυναμεί με κάτι πολύ σπουδαιότερο από μία απλή αλλαγή έδρας. Η εγκατάλειψη της πανάρχαιης πόλης, της τόσο βαθιά συνδεδεμένης με την ειδωλολατρία και τόσο ανεπανόρθωτα βυθισμένης στη διαφθορά, δείχνει την απόφαση του σπουδαίου αυτοκράτορα να ξεκινήσει πάλι από την αρχή τον κύκλο ζωής της αυτοκρατορίας. Και η επιλογή ενός γεωγραφικού χώρου, όπου κυριαρχούσαν ο ελληνικός πολιτισμός και η χριστιανική πίστη, δείχνει βεβαίως και τις δυνάμεις στις οποίες σκόπευε να βασιστεί.
Παρότι λοιπόν τίποτε ιδιαίτερο δεν δείχνει αρχικά να αλλάζει και το κράτος παραμένει επίσημα λατινικό, ήδη από μόνη της η αλλαγή της πρωτεύουσας δρομολογεί τη διαδικασία του εξελληνισμού του. Στους επόμενους αιώνες αυτό γίνεται όλο και πιο σαφές, σε μια περίοδο πάντως γεμάτη μεγάλες περιπέτειες, που συχνά απειλούν την ίδια την ύπαρξή του. Παρά τις εξωτερικές όμως δοκιμασίες που γνωρίζει από ισχυρούς εχθρούς, όπως οι Ούννοι, οι Αβαροί, οι Πέρσες, οι Άραβες, οι Βούλγαροι, και ακόμη παρά τις εσωτερικές δοκιμασίες που τη συγκλονίζουν, με αποκορύφωμα την Εικονομαχία, η Αυτοκρατορία επιβιώνει, ανθίσταται και με μια συνεχή ανοδική πορεία φτάνει τον 10ο αιώνα στο απώγειο της ακμής της. Στα χρόνια του κορυφαίου αυτοκράτορα, του Βασιλείου Β’, είναι η ισχυρότερη αυτοκρατορία πάνω στη Γη, αλλά και η πιο προηγμένη πολιτιστικά, με μία εκπληκτική άνθηση των επιστημών, των τεχνών και των γραμμάτων.
Σύντομα όμως αρχίζει η παρακμή. Μετά τον θάνατο του Βασιλείου το 1025, ανεβαίνει στον θρόνο μία σειρά ανίκανων αυτοκρατόρων, που δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνον από την εμφάνιση νέων εχθρών, όπως οι Τούρκοι. Κυρίως όμως δεν ενδιαφέρονται να περιορίσουν τους μεγάλους γαιοκτήμονες που απορροφούν έτσι τη μικρή γεωκτησία. Η εξαφάνιση των ελεύθερων αγροτών, που ήταν η βάση του στρατού, έχει ως βαρύτατη συνέπεια την αμυντική εξασθένηση της Αυτοκρατορίας, αλλά επιφέρει πλήγμα και στην οικονομία, που κατά κύριο λόγο ήταν αγροτική. Μετά από μία τελευταία αναλαμπή υπό τη Δυναστεία των Κομνηνών, η κρίση είναι πια έκδηλη και επισφραγίζεται με την Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204. Είναι συντριπτικό πλήγμα, από το οποίο δεν θα ανακάμψει ποτέ η φρικωδώς λεηλατημένη πρωτεύουσα, αλλά κι ολόκληρη η Αυτοκρατορία.
Οι Σταυροφόροι στη συνέχεια τη διαμελίζουν, ενώ ο Ελληνισμός διασώζεται στα τρία ελληνικά κράτη της Ηπείρου, της Τραπεζούντας και της Νίκαιας, που αποτελεί και την αυθεντική διάδοχη κατάσταση της Ρωμανίας, καθώς εκεί καταφεύγουν αυτοκράτορας και πατριάρχης. Το 1261 βέβαια η Νίκαια κατορθώνει να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Η παλιά αίγλη όμως έχει πια οριστικά χαθεί. Αυτή η τελευταία περίοδος, ως το 1453, είναι εποχή τεράστιας κρίσης.
Το κράτος της Νίκαιας με τη σχετικά μικρή του έκταση είχε κατορθώσει να αναπτυχθεί. Η μεταφορά όμως πλέον του κέντρου βάρους και πάλι στην Κωνσταντινούπολη και η ανακατάληψη του ελλαδικού χώρου, επιφόρτησε ξανά το κράτος με τον παλαιό του κοσμοκρατορικό ρόλο, στον οποίο όμως δεν μπορούσε πια να ανταποκριθή. Έτσι από τα τέλη του 13ου αιώνα η παρακμή είναι πλέον ραγδαία. Αυτό συμπίπτει με την άνοδο των Οθωμανών, που έσπευσαν βεβαίως να εκμεταλλευτούν αυτή την παρακμή. Οι Οθωμανοί ήταν μία τουρκική ορδή, που γύρω στο 1300, ίδρυσε ένα νέο ισχυρό κράτος, με πρωτεύουσα την Προύσα. Αφού κατέλαβαν τα τελευταία βυζαντινά εδάφη στη Μ. Ασία, μετά το 1350 πέρασαν στην Ευρώπη και σύντομα ολόκληρη σχεδόν η παλαιά Αυτοκρατορία βρισκόταν πλέον στα χέρια τους. Στην Κυριαρχία του άλλοτε πανίσχυρού κράτους απέμενε πια ο μόνο ο Μοριάς και η ίδια η Βασιλεύουσα, που όμως ήταν εδαφικά κυκλωμένη από τα τουρκικά στίφη και η πτώση της ήταν πλέον θέμα χρόνου. Το τέλος ήρθε, όταν στον θρόνο του σουλτανάτου ανέβηκε ο Μωάμεθ Β’.
Ο στρατός του αποτελούνταν από 200.000 στρατιώτες, από αναρίθμητα ακόμη στίφη ατάκτων, αλλά κι από ένα οργανωμένο πυροβολικό. Η Κωνσταντινούπολη αντίθετα, δεν ήταν πλέον παρά μία άθλια σκιά του παρελθόντος της. Η άλλοτε μυθική πόλη, που ήταν στην ακμή της είχε πληθυσμό μεγαλύτερο των 500.000 (αριθμό τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής), δεν είχε συνέλθει ποτέ από το μανιασμένο πέρασμα των Σταυροφόρων. Γεμάτη ερείπια και τεράστιες εκτάσεις ακατοίκητες, το 1453 κατοικούνταν από μόλις 50.000 ψυχές. Κι ανάμεσά τους μόνο οι 5.000 ήταν στρατιώτες. Τα μεγέθη λοιπόν ήταν εντελώς άνισα. Και ούτε και τα περίφημα τείχη της μπορούσαν πια να τη σώσουν, γιατί ήταν παλιά και ανίκανα να αντισταθούν για πολύ στα τεράστια βλήματα των τουρκικών κανονιών. Επιπλέον, είχαν μήκος πάνω από 22 χλμ και ήταν φανερό πως σε μία πολυμέτωπη τουρκική επίθεση, οι ελάχιστοι μάχιμοι άνδρες δεν θα μπορούσαν να τα υπερασπιστούν.
Θανάτω θάνατον πατήσαντες…
Δεν θα αναφερθώ εδώ στα γεγονότα της πολιορκίας (καθώς λίγο-πολύ είναι γνωστά), αλλά μόνο σε δύο επιμέρους περιστατικά, αποτιόντας φόρο τιμής στη μεγάλη τραγική μας επέτειο. Το πρώτο έλαβε χώρα την 21η Μαΐου. Είχαν ήδη κυλήσει 50 μέρες πολιορκίας και όλα ήταν δυσοίωνα, καθώς μες στην πόλη ήταν πλέον αισθητή η έλλειψη τροφίμων, ενώ οι πολεμιστές είχαν κουραστεί από τις εχθρικές επιθέσεις. Τότε ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη, ζητώντας την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους επιθυμούσαν, να φύγουν με τα υπάρχοντάς τους. Η απάντησης όμως του Κωνσταντίνου ήταν συγκλονιστικά μεγαλειώδης.
«Ούτε σε μένα, ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της Πόλης, δεν ανήκει το δικαίωμα να σου τη δώσουμε. Κοινή μας απόφαση είναι με τη θέλησή μας να πεθάνουμε όλοι και να μη λογαριάσουμε της ζωή μας»: «Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθάνουμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών». Ποια είναι άραγε αυτή η δύναμη που ωθεί τον καταδικασμένο αυτοκράτορα να επιλέξει συνειδητά τη θυσία, ενώ του δίνεται η ευκαιρία να σώσει τη ζωή και την περιουσία του; Νομίζω πολύ απλά, εκείνη τη δραματική στιγμή ο Παλαιολόγος κουβαλάει στις πλάτες του 25 ολόκληρους αιώνες. Κουβαλάει στις πλάτες του έναν ολόκληρο λαό που ποτέ του δεν ανέχτηκε να ζήσει σκλαβωμένος, τον ίδιο λαό που κάποτε δεν έδωσε γη και ύδωρ στους Πέρσες, τον ίδιο λαό που πολλούς αιώνες μετά κραύγασε: «Ελευθερία ή Θάνατος».
Δεν είναι τελικά η ίδια απάντηση που έδωσε ο Λεωνίδας στον Ξέρξη, οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο, ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος στη Σμύρνη, ο Γρηγόρης Αυξεντίου στους Άγγλους ή ακόμη και ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος στους Γερμανούς κατακτητές; Είναι αυτό ακριβώς. Η ίδια γελοία και ανισόρροπη απόφαση, για τα δεδομένα ενός σημερινού ορθολογιστή, που θα αδυνατούσε φυσικά να καταλάβει ότι είναι φορές που τελικά μπορείς να ζήσεις, μονάχα πεθαίνοντας. Να ζήσεις, θανάτω θάνατον πατήσας. Η ίδια παλαβή απόφαση ενός (δια τον Χριστόν και διά το Έθνος) σαλού, που και τίποτε άλλο να μη γνωρίζαμε από τη Βυζαντινή Ιστορία, θα ήταν από μόνης της αρκετή για να τεκμηριώσει πως αυτός ο λαός του Λεωνίδα, του Αλεξάνδρου, του Μακρυγιάννη και του Πλαστήρα, ο ίδιος ουσιαστικά λαός ήταν εκεί και το 1453. Ο ίδιος και όχι άλλος.
Μία κοινωνία με φόβο Θεού…
Το δεύτερο σημείο που θα σταθώ είναι ο επίλογος της ομιλίας που έβγαλε ο Παλαιολόγος, στις 28 Μαΐου, μέσα στην Αγία Σοφία. Αφού προέτρεψε τον λαό αντισταθεί με αυταπάρνηση, πρόσθεσε: «Εάν ειλικρινά το πράξετε, ελπίζω ότι, με τη βοήθεια του Θεού θα αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία Του, που κρέμεται από πάνω μας». Πρόκειται για μία φράση που κατά κάποιον τρόπο δείχνει να συνοψίζει όλη την προγενέστερη ιστορία της βυζαντινής κοινωνίας. Μίας κοινωνίας, που παρά τα ελαττώματά της, είχε κεντρικό χαρακτηριστικό, που το κληροδότησε και στον μετέπειτα Ελληνισμό της Τουρκοκρατίας και αυτό ήταν που θα τον κρατούσε ζωντανό μέσα στο σκοτάδι της σκλαβιάς. Ήταν μία κοινωνία θεοφοβούμενη, που είχε μέσα της κάτι πολύ σπουδαίο: την επίγνωση της αμαρτωλότητάς της. Ο βυζαντινός πολίτης, είτε ήταν φωτισμένος άνθρωπος, είτε απλός άνθρωπος του λαού μ’ όλες τις προλήψεις του, είτε ακόμη και κάποιος που είχε διαπράξει εγκλήματα, είχε τις περισσότερες των περιπτώσεων ένα μεγάλο δώρο: είχε έλεγχο συνειδήσεως.
Και αυτός ο έλεγχος ήταν που τον ωθούσε να γίνεται καλύτερος ή τουλάχιστον να μη γίνεται χειρότερος. Να φτάνει σε ύψη πνευματικά ή να μετανοεί και να αγωνίζεται ή έστω να μη γίνεται ένα όν απολύτως αποκτηνωμένο. Και προσωπικά είμαι βέβαιος ότι, όσα εγκλήματα κι αν διεπράχθησαν σ’ αυτό το τόσο παρεξηγημένο «Βυζάντιο», η κοινωνία του απείχε έτη φωτός από τη σημερινή απόλυτη αποκτήνωση, από τον απολύτως ζοφερό μεσαίωνα του 20ου και 21ου αιώνα.
Από μία κοινωνία που υποτίθεται πως έγινε ανθρωποκεντρική και εν ονόματι της ανθρώπινης αξίας, διέπραξε τους πιο φριχτούς πολέμους και τις πιο αποτρόπαιες γενοκτονίες. Από μία κοινωνία που υποτίθεται πως αποθέωσε την πρόοδο και τη λογική και πριν αλέκτωρ λαλήσει, παραδόθηκε εκουσίως στις σέχτες, τους αστρολόγους και τους αποκρυφιστές. Από μία κοινωνία υλιστικών ονειρώξεων, που καθαίρεσε τον Θεό ως σκοταδιστική πλάνη και στη θέση του κατασκεύασε αναρίθμητα χρυσά μοσχάρια, που τα προσκυνάει ευλαβικά λέγοντας: «Αυτοί είναι οι θεοί σου που σε έβγαλαν από την Αίγυπτο»!
Στο παρεξηγημένο Βυζάντιο δεν υπάρχει φυσικά τίποτε από αυτά. Εκεί, όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει μία κοινωνία με τις πολλές βεβαίως αδυναμίες της, που όμως αγωνίζεται, έχει επίγνωση της ανεπάρκειας και της αμαρτωλότητάς της. Με λίγα λόγια, έχει ταπείνωση. Κι αυτή η ταπείνωση είναι εξαιρετικά ορατή κατά τους τελευταίους αιώνες, οπότε η σταδιακή κατάρρευση του κράτους διογκώνει την αίσθηση ότι το τέλος έρχεται-και έρχεται εξαιτίας του πλήθους των αμαρτιών. Μέχρι και το βλέμμα του Χριστού αλλάζει στις τοιχογραφίες της Ύστερης Παλαιολόγειας Περιόδου, γίνεται θλιμμένο και αυστηρό. Πολύ πριν έρθει το τέλος, το Γένος έχει πια ουσιαστικά συμφιλιωθεί μαζί του.
Ξέρει πως κάποια στιγμή θα έρθει, ως θεία οργή και ως θεία δοκιμασία. Η ίδια όμως αίσθηση έχει ταυτόχρονα μέσα της εγγενώς συνυφασμένη και την ελπίδα. Μετά τον Σταυρό υπάρχει πάντα η Ανάσταση. Όταν περάσει η δοκιμασία, θα βγει πάλι ο ήλιος. Γι’ αυτό και το Γένος μετά το 1453 δεν πρόκειται να απελπιστεί ποτέ. Πριν καλά-καλά πέσει η Βασιλεύουσα, αυτό ήδη πλέον πιστεύει στην Ανάσταση. Και είναι ήδη πλέον έτοιμο να πράξει το απολύτως συγκλονιστικό: να αναχθεί πέρα ακόμη κι από τη σφαίρα της δέησης, πέρα ακόμη κι από το «Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς». Είναι έτοιμο να παρηγορήσει το ίδιο την Παναγία, να της ζητήσει να μην κλαίει, γιατί «πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θαναι».
Έχει άραγε κάτι να μας διδάξει το μεγαλείο αυτού του λαού, που σε λίγο η περιουσία, η τιμή και η ίδια η ζωή του, δεν θα άνηκε πια στον ίδιο, αλλά στις παρανοϊκές διαθέσεις ενός αλλόθρησκου και βάρβαρου κατακτητή; Έχει άραγε να διδάξει κάτι, σε μας τους σημερινούς επιγόνους του, που φτάσαμε στο να καταγράφουμε ρεκόρ στις αυτοκτονίες, λόγω της οικονομικής κρίσης, και να παραδινόμαστε αμαχητί στον πανικό και την κατάθλιψη; Ας ξαναγυρίσουμε όμως και πάλι σ’ εκείνη την αποφράδα Τρίτη. Τα χαράματα της 29ης Μαΐου, γύρω στις δύο το πρωί, εκδηλώθηκε η γενική τουρκική επίθεση, από τρεις πλευρές συγχρόνως. Οι υπερασπιστές της Πόλης πολέμησαν για μία ακόμη φορά ηρωικά, δεν μπόρεσαν όμως να αντέξουν άλλο. Κι έτσι γράφτηκε ο τραγικός, αλλά και μεγαλειώδης επίλογος: επί δύο ολόκληρους μήνες, ελάχιστοι άνθρωποι αμύνθηκαν ηρωικά απέναντι στις λυσσαλέες επιθέσεις εκατοντάδων χιλιάδων εχθρών. Και τελικά έπεσαν όλοι τους, μέχρις ενός. Έπεσαν, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι θα πέσουν.
Γι’ αυτό τιμούμε τη σεπτή τους μνήμη και την ανάμνηση της θυσίας τους. «Τιμή σ’ εκείνους που στην ζωή τους όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες» έγραψε κάποτε ο μέγας Καβάφης. «Και περισσότερη τιμή τους πρέπει, όταν προβλέπουν πως οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε». Και φυσικά οι Μήδοι πράγματι διαβήκανε. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας σφαγές και λεηλασίες, που κράτησαν 3 μερόνυχτα. Ο άμαχος πληθυσμός κατασφάχτηκε, οι εκκλησίες λαφυραγωγήθηκαν και βεβηλώθηκαν, οι ιδιωτικές περιουσίες έγιναν αντικείμενο αρπαγής.
Έτσι, η Βασιλίδα των Περσών, το κλέος και το καύχημα των Ρωμαίων, λεηλατήθηκε μανιασμένο και ερημώθηκε ολοσχερώς. Και η Ορθόδοξη Αυτοκρατορία τους, η Ρωμανία, έπεσε και έπαψε πια να υπάρχει. Στη θέση της ιδρύθηκε η Οθωμανική, που λίγο αργότερα υπέταξε και τις υπόλοιπες περιοχές που είχαν μείνει ελεύθερες, την Πελοπόννησο και το 1461 το έσχατο ελληνικό προπύργιο, την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η πτώση του ελληνισμού στη χειρότερη σκλαβιά της Ιστορίας του ήταν πλέον ολοκληρωτική. Και βέβαια αποτελεί εξίσου θλιβερή διαπίστωση ότι αυτή η σκλαβιά κόβει τα φτερά του ελληνισμού πάνω στη νέα του μεγάλη άνθηση. Γιατί είναι εντυπωσιακό το ότι η Ρωμανία πολιτικά καταρρέει μετά τον 12ο αι., αυτή η κατάρρευση δεν επεκτείνεται και στον πνευματικό τομέα, όπου αντίθετα σημειώνεται μεγάλη ακμή καθ’ όλη τη λεγόμενη Παλαιολόγεια περίοδο. Γιατί μιλάμε για έναν ελληνισμό, που παρέμενε πάντα ζωντανός και μπορούσε πνευματικά να μεγαλουργεί, παρά τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα του κράτους. Άλλη μία απόδειξη λοιπόν του πόσο καταστροφική υπήρξε η τουρκική κατάκτηση, που ανέκοψε βίαια όλη αυτήν την αναγεννητική του πορεία και τον έριξε για πολλούς αιώνες στο πιο βάρβαρο και βαθύ σκοτάδι.
Ρωμανία και Ελληνικότητα
Μετά απ’ όλες αυτές πάντως τις ιστορικές αναφορές, ας μου επιτραπεί να καταθέσω και κάποιες ακόμη σκέψεις μου. Και τούτο κυρίως, επειδή πολλές ανέφερα τη λέξη «ελληνισμός» και μίλησα και για το Βυζάντιο ως ελληνική αυτοκρατορία. Για να μην υπάρχουν ωστόσο παρανοήσεις, ας διευκρινίσουμε πλέον και τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε «ελληνική». Γιατί πρόκειται ασφαλώς για μία ελληνικότητα, που για να την κατανοήσουμε, θα πρέπει να υπερβούμε τα σύγχρονα ομφαλοσκοπικά εθνοφυλετικά σχήματα και να επαναπροσεγγίσουμε τον ελληνισμό μέσα από την έννοια της οικουμενικότητας. Το Βυζάντιο ήταν ελληνικό κράτος υπό την έννοια ακόμη και εξαρχής, γιατί απλωνόταν σ’ έναν χώρο που ήταν εν πολλοίς ενοποιημένος ήδη από την εποχή των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, χάρη στους συνεκτικούς κρίκους της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού. Και αυτή η ενοποίηση βέβαια δεν οφειλόταν σε κάποιο άνωθεν σχέδιο (όπως συμβαίνει λ.χ. σήμερα με τη Παγκοσμιοποίηση και τη νεοταξίτικη απόπειρα διάλυσης των εθνικών, θρησκευτικών και άλλων ιδιαιτεροτήτων των λαών της Γης), αλλά αποτελούμε μία πηγαία εξέλιξη, εξαιτίας της πολιτισμικής υπεροχής του ελληνικού στοιχείου.
Κάτι ανάλογο όμως συνέβη και αργότερα, καθώς η Ρωμανία δεν είχε ποτέ της σχέδιο αφομοίωσης των ξένων πληθυσμών που ζούσαν στα εδάφη της. Βλέπουμε ωστόσο και τότε μία εμφανή διαδικασία ομογενοποίησης, ειδικά από τη στιγμή που η αραβική κατάκτηση αποκόπτει οριστικά τα εδάφη της Αιγύπτου και της Μ. Ανατολής, όπου ζούσαν πληθυσμοί αποξενωμένοι από την πρωτεύουσα, όχι μόνο πολιτικά, αλλά θρησκευτικά, καθώς είχαν ασπαστεί κυρίως τον Μονοφυσιτισμό. Λίγο πριν είχε μάλιστα λάβει χώρα κι άλλη μία σημαντική εξέλιξη: η απώλεια ολόκληρου σχεδόν του δυτικού τμήματος του κράτους, καθώς μία πανσπερμία γερμανικών φυλών (Φράγκοι, Γότθοι, Σάξονες, Άγγλοι, κ.λπ.) το κατέκλυσε σταδιακά, ιδρύοντας νέα κράτη στα εδάφη του. Το γεγονός αυτό δεν ανάγκασε μόνο την Αυτοκρατορία να αρκεστεί στο ανατολικό τμήμα, οδηγώντας στη γέννηση του νέου ελληνοχριστιανικού imperium. Ταυτόχρονα, επέτεινε την αποξένωση μεταξύ της Ανατολής και Δύσης, δύο κόσμων που λόγω πολιτισμικής διαφοράς βρισκόταν ήδη από την αρχαιότητα σε απόκλιση και τους οποίους η εξάπλωση του Χριστιανισμού όχι μόνο δεν μπόρεσε να ενοποιήσει, αλλά έκανε τη μεταξύ τους απόσταση ακόμη πιο αγεφύρωτη, γιατί απλούστατα η (αρχικώς λατινικά απλοϊκή και ακολούθως γερμανικά εκβαβαρισμένη) Δύση σε αντίθεση με τη βαθειά μυστική εμπειρία της Ανατολής ποτέ δεν μπόρεσε να φτάσει μακρύτερα από μία κοντόφθαλμη, ορθολογιστική και μέσω απλοϊκών δικανικών προσεγγίσεων απόπειρα κατανόησης του θείου.
Η θεμελιώδης αυτή διαφοροποίηση, που τυγχάνει και η κυρία γενεσιουργός αιτία όλων των μετέπειτα δυτικών δογματικών παρεκκλίσεων, διευρύνεται μετά τον 6ο αι. και σταδιακά μετατρέπεται σε χάσμα. Στο τέλος αυτού του δρόμου έρχεται το Σχίσμα των Εκκλησιών (το 1054) να επιστεγάσει τυπικά απλώς μία μακραίωνη διαφοροποιητική πορεία, η οποία όμως τον 11ο αι. ήταν πλέον μη αναστρέψιμη. Αυτή είναι και μία σύντομη έστω απάντηση στους συγκρητιστές, που υπό το κράτος της ψευδοαγαπολογίας ισχυρίζονται ότι λίγες διαφορές έχουμε από τους παπικούς και ότι το Σχίσμα οφειλόταν σε πολιτικά κυρίως αίτια και άρα είναι εύκολα επανορθώσιμο. Τα παραπάνω δείχνουν το γιατί μέσα στην αυτοκρατορία της Ρωμανίας δημιουργούνται σταδιακά προϋποθέσεις ιδιαίτερης εσωτερικής συνοχής. Η απώλεια όλων των δυτικών και των νοτιανατολικών εδαφών της και η συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας στη Μικρασία και τα Βαλκάνια, περιοχές που κατοικούνταν από πληθυσμούς ελληνικούς ή πλήρως εξελληνισμένους, δημιουργούν μετά τον 7ο αι. ένα κράτος μικρότερο εδαφικά, αλλά πιο συμπαγές εθνολογικά, γλωσσικά και θρησκευτικά. Ένα κράτος μέσα στο οποίο δεν υπάρχει πλέον άλλη πραγματικότητα, πλην του ελληνικού πολιτισμού και της ορθόδοξης πίστης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η Εικονομαχία που διήρκησε όλον τον 8ο αι., παρά την έντασή της, δεν είχε ιδιαίτερα λαϊκά ερείσματα. Ούτως ή άλλως όμως, για το κράτος αυτό η Εικονομαχία ήταν ή τελευταία μεγάλη αίρεση που το ταλαιπώρησε. Το τέλος της σηματοδοτεί την έναρξη πλέον μίας γαλήνιας περιόδου αδιατάρακτης θρησκευτικής ενότητας και ταυτόχρονα μιας μεγάλης πνευματικής ακμής. Παράλληλα όμως, σηματοδοτεί και την έναρξη της τελικής φάσης στη μακραίωνη εκείνη διεργασία που αναγέννησε πλήρως τον αρχαίο Ελληνισμό μέσα στην οικουμενική διάσταση της Ρωμηοσύνης.
Ιστορική διαχρονία και ρωμέηκη αυτοσυνειδησία
Και η Ρωμηοσύνη είναι βεβαίως ελληνική, αλλά όχι με βάση τα σημερινά εθνοφυλετικά κριτήρια. Θα πρέπει να καταλάβουμε άλλωστε ότι τον καιρό που διαμορφώνεται, τέτοιες διακρίσεις δεν είχαν νόημα και γι’ αυτό αποτελεί τεράστιο σφάλμα η μεταφορά σύγχρονων στερεότυπων σε μία κοινωνία, που πού απλά βίωνε την Ιστορία ως μία ενιαία χριστιανική πραγματικότητα, άρα μία πραγματικότητα όχι πολυεθνική, αλλά υπερεθνική, μέσα στην οποία «πάντες εν εσμέν εν Χριστώ Ιησού». Ήταν λοιπόν η Ρωμανία κράτος ελληνικό, αλλά όχι με την εθνοφυλετική σημασία του όρου. Ήταν το πολιτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο έζησε ο διευρυμένος ελληνισμός της ορθόδοξης οικουμενικής Ρωμηοσύνης. Της ίδιας Ρωμηοσύνης, που επέζησε για αιώνες και μετά την πτώση του κράτους, που συνέχισε να μεγαλουργεί στη Μικρασία, τα Βαλκάνια και τη Ρωσία, που κατέρρευσε στις αρχές του 20ου αι. μέσα στο αίμα και τους καπνούς της Ρωμυλίας, της Ιωνίας και του Πόντου, και που φυσικά καμμία σχέση δεν έχει με τη σημερινή θλιβερή, κοντόφθαλμη μοναξιά της άθλιας, παρακμιακής και τραγικά συρρικνωμένης νεοελλαδικής μας πραγματικότητας. Όλα αυτά βεβαίως δεν σημαίνουν ότι στη διευρυμένη αυτή πραγματικότητα έσβησε ο ελληνισμός και χάθηκε φυλετικά, κληροδοτώντας μόνο τη γλωσσική και πολιτιστική του κληρονομιά στις επόμενες γενιές.
Αυτά τα λένε οι ελληνοφοβικοί αποδομητές της Ιστορίας, αυτός ο εσμός που εδώ και χρόνια βρίσκεται στα πράγματα, κυριαρχεί στα πανεπιστήμια και στα ΜΜΕ, ελέγχει το ίδιο το Υπουργείο (αντεθνικής πλέον) Παιδείας, γράφει σχολικά βιβλία, αναπαράγεται και παράγει ολοένα και περισσότερους ιδεολογικούς γενίτσαρους. Σε πείσμα όμως όλων αυτών των γραικύλων, η μόνη αλήθεια είναι ότι ο ελληνισμός έχει μία αδιατάρακτη ιστορική συνέχεια χιλιάδων χρόνων, που δεν είναι μόνο πολιτιστική, αλλά είναι ασφαλώς και εθνοφυλετική. Σε καμμιά περίπτωση δεν παρατηρείται κάποια τομή στη συνέχεια αυτή. Και όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, αναπαράγον απλώς υποβολιμιαία αποκυήματα ψευδοϊστορικής φαντασίας, τα οποία είναι αδύνατο να αντέξουν στην παραμικρή επιστημονική κριτική. Επί της ουσίας λοιπόν δεν σημαίνει τίποτε το ότι οι μεσαιωνικοί πληθυσμοί της Ελλάδας και της Μικρασίας δεν έχουν εθνική συνείδηση που να προτάσσει ως κριτήριο το όμαιμον, την κοινή φυλετική καταγωγή, αλλά η αυτοσυνειδησία τους βασίζεται κυρίως στην ορθόδοξη πίστη και είναι η συλλογική συνείδηση αυτών που νιώθουν τους εαυτούς τους ως μέλη της Εκκλησίας και συνάμα ως πολίτες της μόνης αυτοκρατορίας πάνω στη Γη. Όπως κι αν αυτοπροσδιορίζεται, επί της ουσίας ωστόσο είναι πάντα ο ίδιος λαός. Ο ίδιος λαός στην εξέλιξή του, η ίδια γλώσσα στην εξέλιξή της, ο ίδιος πολιτισμός στην αδιατάρακτή του συνέχεια.
Η Ρωμανία είναι για μας σήμερα κεντρικός κρίκος αυτής της συνέχειας, γιατί είναι ο τόπος και ο χρόνος που ο ελληνισμός συναντά την Ορθοδοξία και μετασχηματίζεται σε καινή κτίση, μεταβάλλεται από σύναξη πολιτών σε μυστική σύναξη γύρω από το Άγιο Ποτήριο. Αυτός ο μετασχηματισμός είναι η τελείωση του ελληνισμού, η ολοκλήρωση και η τελειοποίησή του. Και αυτός ασφαλώς είναι τελικά και ο λόγος που το Βυζάντιο, η Ρωμανία, είναι μεν ελληνική Ιστορία, ταυτόχρονα ωστόσο είναι και μία περίοδος διεύρυνσης ή και υπέρβασης της ελληνικής Ιστορίας. Είναι μία γέφυρα από την οποία πέρασε ο αρχαίος Ελληνισμός προχωρώντας προς το μέλλον, ιστορικά και εσχατολογικά, μία κολυμβήθρα μέσα στην οποία βαπτίστηκε και αναγεννήθηκε. Το γράφει πολύ εύστοχα στην «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» του ο μεγάλος Φώτης Κόντογλου: «Οι άνθρωποι που ζούσανε στο Βυζάντιο, μ’ όλο που πολλοί απ’ αυτούς βαστούσανε από το ίδιο αρχαίο ελληνικό αίμα κι είχανε την ελληνική παιδεία, ήταν όμως ολότελα άλλοι, «άνθρωποι καινοί», «λαλούντες γλώσσαις καιναίς». Και συνεχίζει πιο κάτω: «Ενώ η αρχαία τέχνη ήταν βασισμένη απάνω στο μέτρο και στις αναλογίες, η τέχνη των Βυζαντινών ζητούσε να βρει έκφραση για πράγματα που δεν χωρούνε στο ανθρώπινο μέτρο. Λοιπόν το Βυζάντιο είναι ο καιρός και ο τόπος που ζούσανε οι άνθρωποι με τον πόθο της αιωνιότητας.
Γι’ αυτό έχει αυτή τη μυστηριώδη ιδιορρυθμία, που δεν τη θέλουνε οι άνθρωποι που οι πόθοι τους δεν βγαίνουνε έξω από τον ορθό λόγο και που είναι κολλημένοι στην κοινοτοπία των υλικών συγκινήσεων».
Ορθόδοξη πίστη: η πεμπτουσία του «Βυζαντίου»
Και επειδή η βυζαντινή κοινωνία ζούσε πράγματι με τον πόθο της αιωνιότητας, ήταν διαποτισμένη από την Ορθοδοξία σε όλες της τις εκφάνσεις. Η καθημερινότητα του ανθρώπου, οι σχέσεις που συνάπτει με τους γύρω του, αλλά και όλες του οι αστικές ή αγροτικές, επαγγελματικές δραστηριότητες, διαπνέονται από την πίστη στον Θεό και η διεκπεραίωση τους είναι συνυφασμένη με την επίκληση της θείας βοήθειας. Δεν είναι τυχαίο που γράφονται τόσες εκκλησιαστικές ευχές για κάθε δραστηριότητα, ακόμη και για τις φαινομενικά πιο ασήμαντες. Αυτό οφείλεται σε αίτημα των ίδιων των πιστών, που ζητούν τη θεία χάρη για όλες τις πράξεις τους. Δεν είναι τυχαίο που τώρα καθιερώνεται η τιμή προς τους αγίους, τόσο ως ατομικούς προστάτες, όσο και ως πολιούχους πόλεων ή προστάτες συντεχνιών και επαγγελμάτων. Οφείλεται αυτό στη βαθειά πίστη του λαού, που νιώθει την ανάγκη να περιχαρακώσει με την άνωθεν προστασία κάθε κοινωνική ή βιοποριστική του δράση. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι τα θέματα της πίστης, ακόμη και τα βαθύτερα δογματικά, απασχολούσαν έντονα ακόμη και τους απλούς ανθρώπους του λαού και γίνονταν καθημερινή αντικείμενο συζητήσεων, πράγμα βέβαια που πολλές φορές οδηγούσε και σε έξαψη των παθών ή ακόμη και σε οπαδικού τύπου αντιπαραθέσεις, που κι αυτές όμως, παρά τις υπερβολές τους, πάλι δείχνουν πόσο ζωντανό και βιωματικά αληθινό ήταν το ενδιαφέρον για την πίστη. Δεν είναι ακόμη τυχαίο που ακόμα και μέσα στο Παλάτι, σε ένα χώρο δηλαδή εκ των πραγμάτων διεφθαρμένο, όπως όλα τα κέντρα πολιτικής εξουσίας σε όλες τις εποχές, πάμπολλες φορές συναντούμε εντυπωσιακά φαινόμενα βαθειάς πνευματικότητας με Αυγούστες, αλλά και αυτοκράτορες που ζούσαν ασκητικά και κατόρθωσαν να φτάσουν σε μεγάλα πνευματικά ύψη.
Και φυσικά δεν είναι, τέλος, τυχαίο που πολύ περισσότερο σε καιρό κρίσης, κινδύνων, ασθενειών, προστρέχουν οι πιστοί στον Θεό ή την Παναγία και τους Αγίους για μεσιτεία. Και ακόμη και για τις πολεμικές συγκρούσεις προσεύχεται η Εκκλησία και αιτείται «νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων», όχι επειδή βεβαίως καθαγιάζεται ο πόλεμος, που πάντα κατονομάζεται ως διαστροφικό και μεταπτωτικό φαινόμενο, αλλά επειδή έστω κατ’ οικονομίαν αιτιολογείται ο αμυντικός πόλεμος και αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα να διατηρηθεί αλώβητο το «πολίτευμα του Κυρίου», δηλαδή η χριστιανική αυτοκρατορία, που αποτελεί το απαραίτητο προστατευτικό κέλυφος για την ασφάλεια του λαού του Θεού και την απρόσκοπτη επιτέλεση του έργου της σωτηρίας. Γι’ αυτό και είναι μόνιμη η προσευχή προς τον Θεό να ειρηνεύσει «εν πολέμοις το πολίτευμα», γι’ αυτό και η Παναγία κατονομάζεται ως υπέρμαχος στρατηγός, γι’ αυτό και η Κωνσταντινούπολη αλλά και ολόκληρη η Αυτοκρατορία αφιερώνονται σ’ Εκείνην, την έχουν «πρεσβείαν θερμήν και τείχος απροσμάχητον».
Η βυζαντινή κοινωνία λοιπόν είχε αυτή τη βαθειά πίστη και στήριζε πάντα τις ελπίδες της στον Θεό. Αυτό ήταν, νομίζω, τελικά το κεντρικό της χαρακτηριστικό, που την κρατούσε ζωντανή μέσα στις δοκιμασίες. Το ανέφερα και πριν, αλλά θα το επαναλάβω: είναι μία κοινωνία θεοφοβούμενη, που πάντα έχει ταπείνωση, σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής και της τέχνης, ακόμη κι όταν το κράτος βρίσκεται πολιτικά στη μεγάλη του ακμή. Η Ρωμηοσύνη δεν είναι αλαζονικός πολιτισμός. Είναι πολιτισμός μέγας, «άνω θρώσκων», αλλά βαθειά πνευματικός και συνεπώς ταπεινόφρων. Ας δούμε τις βυζαντινές εκκλησίες σε σύγκριση με την έπαρση των γοτθικών καθεδρικών, ας δούμε τη μέτρια χρήση της υλικής τεχνολογίας, παρά τις υπάρχουσες δυνατότητες, σε σύγκριση με την υστερική αποθέωση της επιστήμης μετά τον 16ο αι. στη Δύση.
Ας δούμε και τους καλόγερους στα μοναστήρια να αντιγράφουν τα αρχαία κείμενα για να τα σώσουν από τη λήθη. Κι όχι φυσικά επειδή δεν μπορούσαν να επιχειρήσουν να γράψουν δικά τους. Η μανία όμως για πρωτοτυπία είναι έπαρση κι εγωκεντρισμός. Ο δικός μας πολιτισμός αντίθετα αναπαράγει τα ήδη κεκτημένα του, γιατί απλούστατα έχει ταπείνωση και πιστεύει πως τα σπουδαία έχουν πλέον ήδη ειπωθεί από τους προγενέστερους. Και επειδή φυσικά ποτέ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για στείρα αναπαραγωγή πάντα υπεισέρχονται νέα στοιχεία και έτσι ο ρωμέικος πολιτισμός προχωρά σε νέες πολιτισμικές συνθέσεις.
Και αυτές βέβαια πολύ συχνά έχουν και μεγάλη δόση πρωτοτυπίας, με τη διαφορά όμως πως οι δημιουργοί τους δεν τις αισθάνονται ως τέτοιες και δεν υπερηφανεύονται, νομίζοντας ότι κάνουν κάτι σημαντικό. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που γράφει στο προοίμιο του έργου του ο χρονογράφος του 9ου αι. Θεοφάνης ο Ομολογητής: «Ει τις εν τούτω το πονήματι ημών ονησιφόρον τι εύροι, την πρέπουσαν τω Θεώ ευχαριστίαν αποδώση και ημίν τοις αμαθέσι και αμαρτωλοίς δια τον Κύριον υπερεύξηται. Και ει τι ελλείπον εύροι, τη αμαθεία ημών τούτο λογίσηται και τη αργία του χαμερπούς νοός ημών και συγγνώσεται ημίν δια τον Κύριον». (Δηλάδη, αν κανείς βρει σ’ αυτό το έργο κάτι χρήσιμο, τον Θεό να ευχαριστήσει και για μένα τον αμαρτωλό και αμαθή να κάνει προσευχή στον Κύριο. Να μην το αποδώσει λοιπόν σ’ εμένα. Σ’ εμένα αντίθετα να αποδώσει οποιοδήποτε μειονέκτημα βρει και να με συγχωρέσει στ’ όνομα του Κυρίου). Βλέπετε συνεπώς πως συμπεριφέρεται ο πνευματικός δημιουργός της ορθόδοξης Ρωμηοσύνης. Δημιουργεί το έργο του για τη δόξα του Θεού και όχι τη δική του και στον Θεό αποδίδει την όποια συγγραφική ή μουσική ή εικαστική ή άλλη δημιουργική του έμπνευση. Αυτό λοιπόν είναι, νομίζω, στο βάθος η Ρωμηοσύνη. Είναι ένα μεγαλειώδης πολιτισμός, που περιπατεί επί πτερύγων ανέμων, όμως τον κουβαλούν στις πλάτες τους ταπεινόφρονες άνθρωποι.
Επίλογος: το αίμα και η αντίσταση….
Ενώ όμως η Ρωμηοσύνη είναι ταπεινή, δεν είναι από την άλλη πολιτισμός παθητικότητας και μοιρολατρίας, αλλά αντιστασιακός και ανυπότακτος, που πολεμά μανιασμένα όταν τίθενται σε κίνδυνο οι υπέρτατες αξίες του. «Όταν απειλούν την πατρίδα μου, τη θρησκεία μου, θα φωνάξω κι ας μου κάνουν ότι θέλουν» έλεγε ο Μακρυγιάννης. Ποιος δεν θυμάται αλήθεια την αντίσταση κλήρου και λαού στον εικονομαχικό διωγμό του 8ου αι., την ανένδοτη αντίστασή του αργότερα στους Φράγκους κατακτητές και κυρίως βέβαια όσα συνέβησαν στο σκοτάδι της τουρκικής σκλαβιάς, με το αίμα των νεομαρτύρων, το Κρυφό Σχολειό, το αδούλωτο πνεύμα της κλεφτουριάς, τις πάμπολλες επαναστάσεις που έγιναν και πνίγηκαν στο αίμα από τον 16ο ως και τον 18ο αι; Αντίσταση, αίμα και πόνος λοιπόν που γαλουχούν τον νεότερο Ελληνισμό της Ρωμηοσύνης, μαζί βέβαια με την ορθόδοξη πίστη, που είναι πάντα η βασική σταθερά. Αντίσταση, υλική και πνευματική, μέσα από την πλήρη άρνηση της υποτέλειας και της εθελοδουλίας. Την άρνηση της πτώσης στην αίρεση ή στον εξισλαμισμό, που ήταν ακριβώς το ίδιο, ήταν για τον Ρωμηό απώλεια της ορθόδοξης ταυτότητας, δηλ. θάνατος πνευματικός. Να λοιπόν γιατί τα νεοταξίτικα όργανα παλεύουν να μας κάνουν να τα ξεχάσουμε όλα αυτά.
Γιατί η απώλειας της ιστορικής μνήμης παραγράφει μοιραία και όλη αυτή την κυρίαρχη αντιστασιακή διάσταση της ταυτότητάς μας. Και έτσι καθιστά τελικά φυσιολογική τη διαιώνισή μας ως υπνωτισμένων σκλάβων, ως άχρωμης και συνεπώς ακίνδυνης μάζας μέσα στον προωθούμενο παγκοσμιοποιημένο νεοταξίτικο χυλό. Που βαδίζουμε όμως άραγε αυτή τη στιγμή; «Το 1453» γράφει ο Κόντογλου, «μόλο που κόπηκε το μεγάλο εκείνο δέντρο της Ρωμηοσύνης, η φύτρα σώθηκε και πέταξε νέους βλαστούς». Τι έχει όμως απομείνει πλέον σήμερα από αυτούς; Ζούμε σε καιρούς βαθειάς κρίσης, πολιτικής και κυρίως βέβαια πνευματικής. Ζούμε στους κατοχικούς καιρούς των μνημονίων, των πλεγματικών γραικύλων, της κατάρρευσης κάθε αξίας. Ζούμε και στους καιρούς του θρησκευτικού συγκρητισμού και της νεοεποχίτικης λαίλαπας, όπου όλα έχουν αμβλυνθεί στον βωμό των υπόγειων σχεδίων του διεθνούς Σιωνισμού, όπου ορθόδοξοι επίσκοποι συμπροσεύχονται με καρδινάλιους, ιμάμηδες και μάγους, όπου κάθε μέρα γίνεται κι ένα νέο βήμα για την προώθηση της Πανθρησκείας, που ανοίγει τον δρόμο για την επικράτηση της Παγκόσμιας Δικτατορίας, και όπου όσοι αγωνίζονται για την Ορθοδοξία, εξουθενώνονται ως φανατικοί σκοταδιστές.
Ζούμε με άλλα λόγια σε μία εποχή, που και η πατρίδα καταρρέει και η πίστη μας κινδυνεύει να χαθεί. Το ερώτημα λοιπόν είναι απλό: κατά πόσον είμαστε πια σε θέση όλοι μας να αντιδράσουμε σε όλα αυτά; Κατά πόσον μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω στην Ιστορία μας και να ξαναβρούμε το χαμένο ιστορικό μας αυτεπίγνωτον; Να ξαναβρούμε τον Μέγα Αθανάσιο και τον Ιωάννη Δαμασκηνό, τον Ιωάννη Βατατζή και τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Μακρυγιάννη και τον Καραϊσκάκη; Να ξαναβρούμε με άλλα λόγια την αυθεντική και πάλαι ποτέ αντιστασιακή ταυτότητά μας; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα, που ως λαός πρέπει πια να το απαντήσουμε πολύ γρήγορα. Γιατί από την απάντησή του, εξαρτάται κυριολεκτικά ολόκληρο το μέλλον μας.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη