Υπακοή σημαίνει ενταφιασμός της ιδικής μας θελήσεως και ανάστασις της ταπεινώσεως. Δεν αντιλέγει ο νεκρός ούτε ξεχωρίζει τα καλά από εκείνα πού του φαίνονται ως πονηρά. Διότι ο Γέροντάς του, πού του εθανάτωσε με τρόπο θεάρεστο την ψυχή, αυτός θα δώση λόγο για όλα. Υπακοή σημαίνει να αποθέσωμε την ιδική μας διάκρισι στην πλούσια διάκρισι του Γέροντος.
Η αρχή της νεκρώσεως και κάποιου μέλους του σώματος και κάποιου θελήματος της ψυχής φέρνει πόνο. Στο μέσον της νεκρώσεως, άλλοτε αισθανόμεθα πόνο και άλλοτε όχι. Και στο τέλος επέρχεται παύσις και αναισθησία του πόνου. Τότε μόνο φαίνεται να πονή και να υποφέρη ο ζωντανός αυτός νεκρός και μακαρίτης, όταν βλέπη πώς κάνει το θέλημά του. Και τούτο, διότι φοβείται το βάρος του πταίσματός του.
Όλοι εσείς πού επιχειρήσατε να αποδυθήτε και να εισέλθετε στο στάδιο αυτό του ψυχικού μαρτυρίου, όσοι θέλετε να σηκώσετε στον τράχηλό σας τον ζυγό του Χριστού, όσοι φροντίζετε να φορτώσετε στον τράχηλο κάποιου άλλου το ιδικό σας φορτίο, όσοι σπεύδετε να γράψετε σε συμβόλαιο την πώλησί σας και θέλετε αντί αυτής να γραφή σε σας ελευθερία, όσοι, τέλος, υποβαστάζεσθε και ανυψώνεσθε από χέρια άλλων και διανύετε έτσι το μεγάλο τούτο πέλαγος, ας γνωρίζετε ότι επιχειρήσατε να βαδίσετε μία σύντομη, αλλά και τραχεία οδό, η οποία μία και μόνη πλάνη κρύβει: Αυτήν που λέγεται ιδιορρυθμία. Αυτός που απαρνήθηκε εντελώς την ιδιορρυθμία σε όσα του φαίνονται καλά και πνευματικά και θεάρεστα, αυτός έφθασε στο τέρμα της οδού, προτού αρχίση να την βαδίζη. Διότι αυτό ακριβώς είναι η υπακοή: Να μην εμπιστεύεται κανείς τον εαυτόν του σε όλα τα καλά μέχρι τέλους της ζωής του.
Όταν πρόκειται να κλίνωμε τον αυχένα μας στον Κύριον, και να εμπιστευθούμε τον εαυτόν μας σε άλλον, με λογισμό ταπεινοφροσύνης και με κύριο σκοπό να εξασφαλίσωμε την σωτηρία μας, πρίν από την είσοδό μας στην ζωή της υπακοής, αν τυχόν διαθέτωμε κάποια πονηρία και σύνεσι, ας εξετάσωμε ερευνητικά και -ας το πώ έτσι- ας δοκιμάσωμε τον κυβερνήτη. Για να μην πέσωμε σε ναύτη αντί σε κυβερνήτη, σε ασθενή αντί σε ιατρό, σε εμπαθή αντί σε απαθή, σε πέλαγος αντί σε λιμάνι, και έτσι προξενήσωμε στον εαυτό μας βέβαιο ναυάγιο.
Αυτός που απαρνήθηκε εντελώς την ιδιορρυθμία σε όσα του φαίνονται καλά και πνευματικά και θεάρεστα, αυτός έφθασε στο τέρμα της οδού, προτού αρχίση να την βαδίζη
Μετά την είσοδό μας όμως στο στάδιο της ευσεβείας και της υποταγής, ποτέ πλέον και σε τίποτε απολύτως ας μη εξετάζωμε τον καλό αγωνοθέτη μας, έστω και αν παρατηρήσωμε σ΄αυτόν, σαν σε άνθρωπο, μερικά μικρά ίσως σφάλματα. Διότι διαφορετικά τίποτε δεν ωφελούμεθα από την υποταγή, εάν τον εξετάζωμε και τον κρίνωμε.
Όσοι θέλουν να τρέφουν πάντοτε αδίστακτη εμπιστοσύνη στους Γέροντες, επιβάλλεται να διατηρούν αλησμόνητα και ανεξάλειπτα στην καρδιά τους τα πνευματικά τους κατορθώματα. Ώστε, όταν οι δαίμονες προσπαθούν να ενσπείρουν μέσα τους αμφιβολία, να τα ενθυμούνται και να τους αποστομώνουν.
Όσο δέ η εμπιστοσύνη προς τον Γέροντα θάλλει μέσα στην καρδιά, τόσο το σώμα προθυμοποιείται σε κάθε διακονία. Ενώ, όταν σκοντάψη στην απιστία, θα πέση, διότι «παν δε ο ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστίν» (Ρωμ. ιδ΄ 23).
Από τον λογισμό που σου υποβάλλει να εξετάσης ή να κατακρίνης τον Ηγούμενο, τινάξου μακρυά σαν από πορνεία. Μη δώσης καθόλου άδεια στον όφι αυτόν ούτε τόπο ούτε είσοδο ούτε αρχή. Και απάντησε στον δράκοντα: «Ώ απατεών, δεν ανέλαβα εγώ να κρίνω τον Ηγούμενο, αλλά εκείνος να κρίνη εμένα. Δεν διωρίσθηκα εγώ κριτής του, αλλά αυτός ιδικός μου».
Απόσπασμα από το βιβλίο: “Ιωάννου του Σιναΐτου Κλίμαξ”, Ιερά Μονή Παρακλήτου, 2009