Κάποτε πέρασε από τα καλύβια τους ένας αρχάριος μοναχός και είπε:
– Ήλθε εδώ στη Σκήτη ένας πνευματικός θεοφόρος, λόγιος και φοβερός διδάσκαλος!
Η καρδιά του παπα-Χαράλαμπου, που πάντοτε έκλινε προς το αγαθό και διψούσε να μαθαίνη γι’ αυτό, πυρώθηκε. Θέλησε να πάη να τον ακούση και να μάθη κάτι ωφέλιμο. Σκέφθηκε: «Βρε! ευκαιρία να ωφεληθουμε».
Πάει λοιπόν και λέει στον Γέροντα:
– Γέροντα, έτσι κι έτσι. Είναι ευλογημένο να πάω να ωφεληθώ;
Ο Γέροντας για λίγο τον κοίταξε στα μάτια και κατόπιν του είπε:
– Άμα θέλεις, πήγαινε.
Σαν αετός υπόπτερος έτρεξε ο πατήρ Χαράλαμπος προς τον «διδάσκαλο». Μόλις επέστρεψε, με πρόσωπο φωτεινό, λέει κατενθουσιασμένος στον Γέροντα:
– Γέροντα, πολύ ωφελήθηκα, πράγματι είναι θεοφόρος
Ο Γέροντας κούνησε λίγο το κεφάλι του και είπε:
– Απόψε μετά την αγρυπνία να περάσης από το κελλί μου.
Πράγματι, το βράδυ μετά την αγρυπνία, κατά την εντολή πήγε να δη τον Γέροντα. Αλλά αυτήν την φορά ήρθε σκυθρωπός και με κατεβασμένο το κεφάλι.
– Για πες μου, πως πήγε απόψε η αγρυπνία;
– Αχ, Γέροντά μου, απόψε όλο σκοτισμό και αμέλεια είχα.
– Μα εσύ χθες είπες ότι γνώρισες έναν θεοφόρο πνευματικό και την νύχτα δεν πήγε καλά η προσευχή;
– Ναι, Γέροντα, δεν πήγε καλά και δεν ξέρω γιατί!
– Να σου εγώ το γιατί. Κάθισες κοντά μου τόσο καιρό. Σ’ έκαμα μοναχό, σ’ έκαμα παπά. Κατάλαβες ωφέλεια από τον Γέροντα σου;
– Ναι, Γέροντα, πολλή ωφέλεια.
– Ε, λοιπόν, ο υποτακτικός που έχει Γέροντα και αναπαύεται κοντά του, δεν έχει δικαίωμα να πάη σ’ άλλον πνευματικό. Είναι σαν να κόβη την εμπιστοσύνη του σ’ αυτόν που τον ανέθεσε ο Θεός. Λίγο-πολύ, είναι σαν πνευματική μοιχεία.
Και ωμολογούσε κατόπιν ο παπα-Χαράλαμπος πως γι’ αυτό το στραβοπάτημα έφαγε δυο-τρεις βραδυές κανόνα από τον Θεό. Αλλά μετά ξαναβρήκε την τάξι του.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο ησυχαστής και σπηλαιώτης (1897-1959) – Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου, Αριζόνας, ΗΠΑ, 2008, σελ. 384-385