Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Η υπακοή κέντρο της ζωής μας – Μακαριστού π. Ευσέβιου Βίττη

Η υπακοή κέντρο της ζωής μας – Μακαριστού π. Ευσέβιου Βίττη

1322

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΗ υπακοή υπήρξε το κέντρο της ζωής του Χριστού μέχρι τέλους. Επομένως και για μας πρέπει να γίνει η υπακοή κέντρο της υπάρξεώς μας. Πώς όμως θα πρέπει να ζήσουμε εμείς την υπακοή; Είναι κάτι, που πρέπει να το ζητήσουμε με θέρμη και πίστη από τον ίδιο τον Κύριο. Οι αντιρρήσεις και αντιδράσεις και η επαναστατικότητα στην περίπτωση αυτή πρέπει να υποκλιθούν μπρος στο μυστήριο του Σταυρού, που αποτελεί το μέγιστο και απερινόητο σύμβολό της. Μπορεί βέβαια οι αντιρρήσεις να είναι λογικές και από κάθε άποψη δικαιολογημένες, με μέτρο βέβαια την ανθρώπινη λογική, αλλά δεν μπορούν να αντιτεθούν στη βασική αρχή της εν Χριστώ υπακοής, που ίσχυσε διαχρονικά μέχρι σήμερα για όλους τους πιστούς χριστιανούς και μάλιστα μέχρι θανάτου μαρτυρικού.

Είμαστε πρόθυμοι –έτσι τουλάχιστον μας λέει ο αντιρρησίας λογισμός μας– να υπακούουμε στον ίδιο τον Θεό, αν παρουσιαζόταν μπροστά μας και μας ζητούσε οτιδήποτε. Μίλησε π.χ. στον Αβραάμ, στο Μωυσή, στους Προφήτες, στον Ιωσήφ, στην Παναγία, άμεσα ή με ουράνιους απεσταλμένους του. Γιατί να μη γίνεται το ίδιο και για μας; Δεν θα μας δημιουργούσε στην περίπτωση αυτή –λέει πάντα ο λογισμός– κανένα πρόβλημα η υπακοή. Αυτός ο λογισμός μάς φαίνεται πολύ λογικός και ευσταθής. Είναι όμως;

Μας φαίνεται παράλογη και χονδροειδής η περίπτωση του Αδάμ, του Κάϊν και τόσων άλλων, που αναφέρει η Γραφή, ότι τους μίλησε ο Θεός και που δεν έδειξαν καμιά υπακοή. Νομίζουμε όμως πως εμείς δεν θα κάναμε το ίδιο λάθος. Η υπακοή στο Θεό με απευθείας πρόσκλησή του θα μας φαινόταν αυτονόητη. Πώς όμως –συνεχίζει ο ίδιος λογισμός– μπορεί να δειχθεί υπακοή σε κάποιον άνθρωπο, που ενεργεί, έστω, στο όνομα του Χριστού; Δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας στο γεγονός, ότι είναι και αυτός άνθρωπος, υποκείμενος και αυτός σε αδυναμίες, ελαττώματα, πάθη, εμφανέστατα ίσως, σε αντινομικότητες κλπ. Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε και τυχόν όχι ορθές κρίσεις και ενέργειες και εκδηλώσεις του, που δεν εγγυώνται πάντως το αλάθητο του Αγίου Πνεύματος. Η υπακοή στην περίπτωση αυτή, δηλαδή σε άνθρωπο, μας φαίνεται ή απαράδεκτη ή επικίνδυνη ή καθόλου εν πάση περιπτώσει λογική.

Λέμε πως αν ο ίδιος Θεός μάς έλεγε να κάνουμε τούτο ή το άλλο, θα το κάναμε χωρίς καμιά αντίρρηση. Όμως εδώ παρουσιάζεται αντινομικός ο λογισμός μας. Δεν είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο ενανθρωπήσας Θεός; Και δεν έδωσε ο Κύριος εντολές με ισχύ διαχρονική; Βεβαίως έδωσε. Ε, λοιπόν μια τέτοια εντολή του είναι και η ακόλουθη: «Ο ακούων υμών, εμού ακούει και ο αθετών υμάς, εμέ αθετεί, ο δε αθετών εμέ, αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. 10:16). Ο λόγος του είναι σαφής και αδιαμφισβήτητος. Αν δε εξαιρέσουμε τους θείους Αποστόλους, οι διάδοχοί τους, αρχιερείς και ιερείς, δεν είναι εγγυημένα αλάθητοι, έστω και αν συμβαίνει να είναι λιγότεροι ή περισσότεροι από αυτούς άγιοι. Όμως σ’ αυτούς δόθηκε η εξουσία τού «δεσμείν και λύειν» (Ματθ. 18:18).

Όσοι επιθυμούν να Τον ακολουθήσουν, οφείλουν να υπακούσουν σε Αυτόν και ακολούθως σε εκείνους, που Αυτός όρισε να υπακούουν ως εκπροσώπους και εντεταλμένους Του

Μπορεί να προβάλει και εδώ το ερώτημα· γιατί ο Κύριος θέλησε να εμπιστευθεί σε ανθρώπους την τρομερή αυτή εξουσία; Γιατί να μη δίνει ο ίδιος απευθείας τις εντολές του, οπότε δεν θα γεννιόταν κανένα πρόβλημα; Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώτικη η Εκκλησία από ότι παρουσιάζεται σήμερα προς σκανδαλισμό μας ή απογοήτευσή μας ή εν πάση περιπτώσει διαμαρτυρία μας;

Σ’ αυτό δεν μπορούμε τίποτε να πούμε εμείς. Δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά. Ο Κύριος έτσι θέλησε και ευδόκησε. Ποιοι είμαστε εμείς να γίνουμε σύμβουλοι ή κριτές του; Όσοι επιθυμούν να Τον ακολουθήσουν, οφείλουν να υπακούσουν σε Αυτόν και ακολούθως σε εκείνους, που Αυτός όρισε να υπακούουν ως εκπροσώπους και εντεταλμένους Του. Αυτό όμως δεν αποκλείει καθόλου την ελεύθερη εκλογή του συγκεκριμένου προσώπου, προσώπου που σ’ αυτό θα θελήσουμε να δείξουμε ειδική υπακοή και θα αφεθούμε στη χειραγώγησή του. Γι’ αυτήν την περίπτωση είναι σαφής η πατερική διδαχή.

Επειδή η κίνησή μας στο ζήτημα της υπακοής είναι ελεύθερη, πρέπει να κατανοήσουμε όσο γίνεται περισσότερο και πιο καλά αυτό, που ο Κύριος θέλησε να γίνεται έτσι και όχι αλλιώς. Ο Κύριος θέλει με τον τρόπο αυτόν να προπαρασκευάσει τις ψυχές μας σε ένωση μαζί του χωρίς ανυπέρβλητες δυσκολίες για την αδυναμία μας. Είμαστε γήινοι και βεβαρημένοι με σώμα δυσκίνητο και ταυτόχρονα δεμένοι και με άλλους ανθρώπους. Ζητεί γι’ αυτό την απόκτηση της έξεως της υπακοής με αισθητά και ανάλογα με τη σωματικότητά μας μέσα. Το σώμα μας όμως δεν είναι κάτι το παράλληλο με την ψυχή μας και δεν είναι καθόλου μηχανικά δεμένο με αυτήν. Είναι αντίθετα οργανικά ενωμένο με την ψυχή και αποτελούν και τα δυο μια ενότητα θεία. Επειδή δε το σώμα μας είναι προορισμένο για την αιωνιότητα, οφείλουμε να εγγράψουμε την υπακοή μας και σ’ αυτό. Δεν μπορούμε όμως να είμαστε υπάκουοι στον Θεό, αν δεν είμαστε υπάκουοι και στους ανθρώπους Του. Πώς θα γίνουμε υπάκουοι στον Θεό, που δεν τον βλέπουμε, αν δεν γίνουμε υπάκουοι εν ονόματί Του στους ανθρώπους Του, που τους βλέπουμε;

Για να μάθουμε την υπακοή προοδευτικά στο θέλημά του, μας βάζει ο Κύριος στη σχολή της υπακοής με δασκάλους τους ανθρώπους. «Ο ακούων υμών εμού ακούει…». Η μαθητεία αυτή αποτελεί έναν ανάντη και πολύ δύσκολο και δυσανάβατο δρόμο. Όμως με αυτόν τον τρόπο ζητάει ο Κύριος να μας ελευθερώσει, γιατί η καθαρή και γνήσια υπακοή όντως ελευθερώνει από πλήθος αρνητικών, νοσηρών και επιβαρυντικών στοιχείων και ανυψώνει τον νου στην εν Θεώ καθαρότητα. Αυτό αποτελεί εκλεκτό δώρο που προσιδιάζει στον Μοναχισμό, όπου ασκείται συστηματικά και διά βίου η υπακοή. Όμως, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο ισχύει και για κάθε πιστό που αναθέτει τον εαυτό του κάτω από πνευματική χειραγωγία πεπειραμένου και καταλλήλου καθοδηγού.

Ο ιερός χαρακτήρας της υπακοής καθιστά τη σχέση εκείνου που υπακούει, με αυτόν στον οποίο υπακούει, ιερή, γιατί σκοπός της σχέσεως αυτής είναι ο αγιασμός και η μετοχή του υπακούοντος στη θεία ζωή, δηλαδή στη ζωή της αληθινής ελευθερίας επί καταβολή της κοσμικής και κατ’ άνθρωπον φυσικής ή, καλύτερα, παραφυσικής ελευθερίας. Η αληθινή ελευθερία βρίσκεται εκεί, που είναι το Άγιο Πνεύμα (Β΄ Κορ. 3:17). Και το Άγιο Πνεύμα βρίσκεται εκεί που είναι ο Χριστός, δηλαδή στην Εκκλησία του.

Από το περιοδικό «Όσιος Φιλόθεος της Πάρου» τ. 9, εκδ. Ορθ. Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 17 (αποσπάσματα)

Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας