Ο Κύριος μας ο Υιός του Θεού, που ήρθε στη γη μας και έγινε άνθρωπος (Ιωάν. 1,18), Εκείνος που έγινε για μας οδός σωτηρίας (Ιωάν. 14, 6), μας διδάσκει για τη μετάνοια με την μακάρια και θεϊκή φωνή Του, λέγοντας: «Δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς» (Ματθ. 9, 13). Και ούτε πάλι: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι» (Μάρκ. 2, 17. Λουκ. 5, 32). Αν εγώ ήμουν που τα έλεγα αυτά, ποτέ να μη με άκουγες. Αν όμως αυτά τα λέει ο Ίδιος ο Κύριος, γιατί τα καταφρονείς και δεν φροντίζεις τη ζωή σου; Αν βλέπεις ότι έχεις μέσα σου τραύματα από τους λογισμούς και τις πράξεις σου, γιατί αδιαφορείς για τα κρυφά τραύματά σου; Γιατί φοβάσαι τον Γιατρό; Δεν είναι άγριος, ούτε σκληρός, ούτε άσπλαχνος. Δεν κρατάει μαχαίρι και ούτε μεταχειρίζεται φάρμακο πικρό και καυτερό. Γιατρεύει μόνο με το λόγο. Αν θέλεις να έρθεις κοντά Του, Εκείνος είναι γεμάτος αγαθά και ευσπλαχνία. Για σένα ήρθε από τον ουρανό. Για σένα έγινε άνθρωπος. Για να Τον πλησιάσεις άφοβα. Για σένα έγινε άνθρωπος, για να σε γιατρέψει από τα φοβερά τραύματά σου. Με την πολλή αγάπη και τη στοργή Του σε καλεί κοντά Του.
– Έλα κοντά μου, λέει, αμαρτωλέ. Βρες εύκολα τη γιατρειά σου. Πέταξε από πάνω σου το βάρος των αμαρτιών. Πρόσφερε την προσευχή σου, βάλε πάνω στο τραύμα σου δάκρυα. Αυτός ο Γιατρός είναι ουράνιος. Επειδή είναι αγαθός, γι’ αυτό μόνο με δάκρυα και στεναγμούς θεραπεύει τα τράυματα. Πλησίασε, αμαρτωλέ, στον αγαθό Γιατρό προσφέροντας τα δάκρυα, το καλύτερο φάρμακο. Διότι και ο ουράνιος Γιατρός έτσι ευδοκεί να θεραπευθεί και να σωθεί ο καθένας, δηλαδή με τα ίδια του τα δάκρυα. Διότι αυτό το φάρμακο δεν ενεργεί δυνατότερα απ’ όσο πρέπει, ούτε ερεθίζει το τραύμα, αλλά αμέσως σε γιατρεύει. Ο Γιατρός περιμένει να δει τα δάκρυά σου. Πλησίασε, μη φοβηθείς. Δείξε Του το τραύμα σου, προσφέροντας και φάρμακο, το δάκρυ και το στεναγμό σου. Να, δες, σου έχει ανοίξει την θύρα της μετανοίας. Τρέξε, αμαρτωλέ, πριν να την κλείσει. Αφού εσύ αδιαφορείς Εκείνος δεν θα σε περιμένει περισσότερο. Η θύρα δεν παραμένει για σένα ανοικτή εφόσον εσύ με τη ραθυμία σου την καταφρονείς. Γιατί μίσησες τη ζωή σου, άθλιε; Τι άραγε υπάρχει ανώτερο από την ψυχή σου, άνθρωπε; Εσύ όμως, αμαρτωλέ, και αυτήν την περιφρόνησες.
Ο Γιατρός περιμένει να δει τα δάκρυά σου. Πλησίασε, μη φοβηθείς. Δείξε Του το τραύμα σου, προσφέροντας και φάρμακο, το δάκρυ και το στεναγμό σου. Να, δες, σου έχει ανοίξει την θύρα της μετανοίας
Δεν γνωρίζεις αγαπητέ, ποια ώρα θα προστάξει ο ουράνιος Γιατρός να κλείσει η θύρα της ευκαιρίας για ίαση. Πλησίασε, παρακαλώ. Τρέξε να γιατρευθείς. Θα δώσεις χαρά στην ουράνια στρατιά με τη μετάνοιά σου. Ο ήλιος γέρνει στη δύση. Σε περιμένει, για να φτάσεις στο κατάλυμά σου (Ιωάν. 14, 2). Ως πότε θα ανέχεσαι τον σιχαμερό εχθρό σου υπηρετώντας, χωρίς ντροπή το θέλημά του; Γιατί εκείνος θα ήθελε και στη φωτιά ακόμα να σε πετάξει. Αυτό είναι το δικό του μέλημα. Αυτό είναι το δώρο σ’ εκείνους που τον αγαπούν. Αυτός πολεμάει όλους τους ανθρώπους, με όπλο τους τις κακές και σιχαμερές επιθυμίες. Αυτός πάλι ο απαίσιος οδηγεί στην απελπισία όσους τον υπακούουν. Σκληραίνει την καρδιά, ξηραίνει τα δάκρυα, ώστε να μην ζήσει την κατάνυξη ο αμαρτωλός. Απόφευγε τον εντελώς, άνθρωπέ μου. Μίσησε και σιχάσου όσα εκείνος αγαπάει. Μίσησε τον πονηρό και απόφευγε τον δόλιο. Γιατί είναι ανθρωποκτόνος από την αρχή που πλησίασε τον άνθρωπο και τέτοιος θα είναι μέχρι τέλους. Απόφευγε τον, άνθρωπε μου, για να μη σε φονεύσει. Άκουσε, αγαπητέ, την μακάρια φωνή που σου φωνάζει κάθε μέρα και σου λέει: «Ελάτε σ’ εμένα όλοι εσείς που είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι, και εγώ θα σας αναπαύσω. Φορτωθείτε τον ζυγό μου, και μάθετε από μένα ότι είμαι ήσυχος, πράος και επιεικής, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας» (Ματθ. 11, 28-30).