Home ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΕΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ Ποιμαντορική Εγκλύκλιος για την Κυριακή της Ορθοδοξίας (2017)

Ποιμαντορική Εγκλύκλιος για την Κυριακή της Ορθοδοξίας (2017)

1320
Εγκύκλιος Κυριακής της Ορθοδοξίας
Εγκύκλιος Κυριακής της Ορθοδοξίας

«…Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ τοὺς Αὐτοῦ Ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν Ναοῖς, ἐν Εἰκονίσμασι. Tὸν μὲν ὡς Θεὸν καὶ Δεσπότην προσκυνοῦντες καὶ σέβοντες, τοὺς δὲ διά τὸν κοινὸν Δεσπότην ὡς Αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καὶ τὴν κατὰ σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες»
(Ἀπό Τό Συνοδικόν)

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,

Ὁ σημερινός πανηγυρικός ἑορτασμός τῆς ἀναστηλώσεως τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων γίνεται συνεχῶς, χωρίς διακοπή, ἀπό τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ 843 μ.Χ, ὅταν ἡ  αὐτοκράτειρα ἁγία Θεοδώρα μέ τόν Πατριάρχη Μεθόδιο ἀποκατέστησαν τίς ἱερές εἰκόνες στίς θέσεις τους. Ἔτσι ἔληξε μία πολύχρονη ἀναστάτωση πού ἀνέδειξε Ὁμολογητές τῆς Πίστεως καί χαλύβδωσε τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων. Προσωρινή ἀποκατάσταση ἐπέφερε ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τό 787 στή Νίκαια, ἐπί Πατριάρχου Ταρασίου, ἀλλά οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους ἔδειχναν ἀκόμη ἰσχυρές. Ὡστόσο, οἱ Ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τοῦ 843 ἐπικυρώνουν ἐκεῖνες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, υἱοθετώντας τή σχετική διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη καί πολλῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες υἱοθέτησαν τήν ἄποψη πού ὁ Μέγας Βασίλειος εἶχε διατυπώσει πεντακόσια χρόνια πρίν, ὅτι «ἡ τιμή τῆς εἰκόνος ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει».

«Οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι» θεοφόροι Πατέρες ἔδειξαν σωστική ἐμμονή στό δόγμα τῆς Ἁγίας Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος, ὅτι στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκε ἡ θεία φύση μέ τήν ἀνθρώπινη «ἀτρέπτως, ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως». Καί μέ τό δεδομένο ὅτι, ὡς συνεχιστές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, εἰκονίζουμε «ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν,  (Α΄ Ἰωάννου 1, 1), δικαιούμαστε νά Τόν ἐξεικονίζουμε καί ἐπιβάλλεται νά Τόν ἔχουμε συνεχῶς μπροστά στά μάτια μας, προκειμένου νά  διαβαίνει εὐκολώτερα ἡ προσευχή μας στόν Θρόνο τῆς Μεγαλωσύνης Του. Σύμφωνα μέ τόν Φώτη Κόντογλου «ἡ βυζαντινή τέχνη δέν εἶναι φυσική διότι δέν ἔχει σκοπό νά ἐκφράσει μονάχα τό φυσικό, ἀλλά καί τό ὑπερφυσικό». Ὄντες ἀδύναμοι ὡς ἄνθρωποι χρειαζόμαστε τήν εἰκόνα πού θά μᾶς μεταφέρει ἀπό τή σωματική ὅραση στήν πνευματική θέα.

Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ Λόγου δίδει τή δυνατότητα στήν Ἐκκλησία νά ἀποδώσει μέ τίς εἰκόνες τή διαδρομή τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του καί τήν προσδοκία τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας Του, ἔχοντας πάντοτε στή συνείδησή Της ὅτι εἰκονίζει «Θεόν σεσαρκωμένον», ὄχι κοινό ἄνθρωπο, ἐξαίρετο γιά τή σοφία, τή διδασκαλία, τήν κοινωνική του δραστηριότητα, τήν ἄσκηση θαυματουργιῶν καί ἄλλα συναφῆ. Ἡ βυζαντινή εἰκόνα δέν εἶναι μιά ἁπλή ζωγραφική πρόταση, μέ τήν ὑπογραφή τοῦ καλλιτέχνη της. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία πού ἱστορεῖ τίς Εἰκόνες μέ τό χέρι τοῦ εὐσεβοῦς ἁγιογράφου,  μέ τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ ἁγιογραφία εἶναι ἄσκηση ὑποταγῆς τῆς ἀτομικῆς δεξιοτεχνίας στήν δοκιμασμένη πεῖρα προγενέστερων δασκάλων τῆς τέχνης, συντονισμένη μέ τήν καθολική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Εἰκόνα καλεῖ στήν ἄμεση κοινωνία καί σχέση μέ τά εἰκονιζόμενα πρόσωπα∙ σέ μιά δυναμική «διάβαση» πρός τό Πρωτότυπο.

Ἀδελφοί μου ἀγαπητοί,

Ἡ βυζαντινή εἰκόνα δέν εἶναι διακοσμητικό στοιχεῖο τοῦ Ναοῦ, ἀλλά μιά κλήση γιά λειτουργική βίωση τῶν εἰκονιζόμενων. Εἶναι μιά προσωπική κατάφαση στήν ἄμεση παρουσία τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος – ζώντων καί κεκοιμημένων – στήν ἀνακεφαλαίωση τῆς δημιουργίας, πού πραγματοποιεῖται κάθε φορά πού συνεπιτελοῦμε κλῆρος καί λαός τή Λειτουργία τῆς Εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ, τή συνεχῆ ἀνάμνηση τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀποκαθιστᾷ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Τό ἀνθρώπινο σῶμα πλάσθηκε ὡς ὑλικός ναός γιά νά φανερωθεῖ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Νά ἐφαρμόσει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί νά καταστεῖ ἱερό θυσιαστήριο, κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νά γίνει «Μυστική Ἐκκλησία», ὅπως ἡ ὁρατή Ἐκκλησία, πού δημιουργήθηκε μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ἡ Παραδείσια προοπτική διαταράχθηκε καί ὁ ἄνθρωπος σύρθηκε πληγωμένος σέ ἕνα ἀφιλόξενο καί ἐχθρικό πιά κόσμο, ὁ ὁποῖος ἀπό κόσμημα κατάντησε κόλαση. Ἔτσι: «ἐκάθισεν Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο», ἐπειδή  θέλησε μιά «εἰκονική πραγματικότητα», ξένη στή φύση καί τόν προορισμό του.  Γι’ αὐτό πρέπει  νά ἀποκατασταθεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Καί αὐτό ἄς εἶναι τό μήνυμα τῆς μεγάλης τούτης ἡμέρας τῆς Ὀρθοδοξίας.

Καλή Σαρακοστή, μέ ὑγεία νά φτάσουμε καί στην Ἁγία Ἀνάσταση!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

+ Ὁ Νικαίας  Ἀλέξιος