Ως προς τις γενικές δραστηριότητες του Γέροντα στην Ι.Μ. Διονυσίου, νομίζω, ότι αυτές πρέπει να χωριστούν σε τρεις περιόδους.
α) Από αναλήψεως των ηγουμενικών καθηκόντων μέχρις ότου εκλονίστηκεν η υγεία του (1979-1986,7).
β) Αφ’ ότου εκλονίσθηκε η υγεία του Γέροντα μέχρι της παραιτήσεως από των ηγουμενικών καθηκόντων (1989).
γ) Από της παραιτήσεώς του, μέχρι και της οσίας του κοιμήσεως (1.1.2001).
Ο αείμνηστος, καθώς ήδη προέγραψα, συνδύαζε μέσα του την δυνατή φλόγα της προσευχής, μαζί με μίαν εκ φύσεως δυνατήν κράσιν. Ο αείμνηστος παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης συνήθιζε να τον ονομάζη «μπουλντόζα».
Παρ’ όλον ότι όταν εσυγκαταβιώσαμε στην Ι.Μ. Διονυσίου, ήδη διήνυε το εβδομηκοστόν έτος της ηλικίας του, εν τούτοις, έδωσεν όλον τον εαυτόν του και αγωνιζόταν πολύ σκληρότερα παρά πριν.
Ήδη εννόησεν ότι, «έκων άκων» είχε περιπλακεί σε πολλαπλές ευθύνες. Τα τελευταία λόγια του Γέροντα του, δεν έπαυσαν ν’ αντηχούν στο αυτί του, δηλαδή «κόψε την μέριμναν». Όμως από της θέσεώς του πλέον, ως ηγουμένου, ήταν αναπόφευκτη η μέριμνα, εφ’ όσον είχε συναίσθησιν της ευθύνης του. Το μόνο που τον παρηγορούσε και ενεθάρρυνε ήταν τούτο: τουλάχιστον αυτήν την φοράν συγκατένευε στις προτροπές και παρακλήσεις των τέκνων του, τόσον από το Μπουραζέρι, όσον και των παλαιών Διονυσιαστών. Εφ’ όσον και ο άγιος παππούς Αρσένιος, ο οποίος ευρισκόταν ακόμη στην ζωή, συγκατένευε και αυτός τελικά στην μετοίκησί μας στην Ι.Μ. Διονυσίου, εθεωρούσε τον εαυτό του ο Γέροντας, ότι ευρισκόταν στην ασφάλειαν της υπακοής.
Ως εκ τούτου, την μεν ημέραν απασχολείτο με διάφορα διοικητικά προβλήματα, αλλά και με εξομολόγησιν. Την νύχτα κατά το τυπικόν, οι αδελφοί αποσύρονταν προς ανάπαυσιν για να εγερθούν δύο ώρες πριν την ακολουθία, προς εκτέλεσιν του ενδιάτακτου κατά μόνας κανόνα. Ο ηγούμενος όμως αμέσως μετά το απόδειπνο, υποχρεωνόταν, αφ’ ενός να συμπληρώση ότι διοικητικές ελλείψεις παρέμεναν, και αφ’ ετέρου να εξομολογήση όσους τον περίμεναν, είτε προσκυνητές είτε μοναχούς από διάφορα άλλα σκηνώματα.
Τις περισσότερες φορές έμενε άϋπνος όλη την νύχτα. Εξομολογούσε μέχρι την ακολουθίαν. Αφού μετέβαινε στην ακολουθία και στη συνέχεια λειτουργούσε, προτού κλειστή στο κελλί του, άλλος για εξομολόγησιν, κάποιος για συμβουλή κλπ., και πάλιν τον απασχολούσαν επ’ αρκετό καιρό. Μόλις πήγαινε να κλείση λίγο το μάτι, τακ ο τράπεζαρης την πόρτα: «Γέροντα, ώρα για τράπεζα, άνοιξε να βάλω μετάνοια».
Σκιαγραφώ περίπου πως έζησε ο αείμνηστος τα πρώτα έξι-επτά χρόνια, για να συμπληρώσω, ότι συγχρόνως δεν εννούσε να παραλείψη και τα κατ’ ιδίαν πνευματικά του καθήκοντα, σ’ αυτόν τον λιγοστό χρόνο που απέμενε.
Εκείνο όμως το οποίο είχε σακατέψει στην κυριολεξία τον Γέροντα, ήταν τούτο: Εξ ανάγκης η ψυχή του έπαψε να τρέφεται με την καθημερινήν νυκτερινήν πολύωρην κατά μόνας προσευχήν. Ως εκ τούτου, αναπόφευκτο ήταν, να ενεργήσουν οι νόμοι της φθοράς στο σιδερένιο εκείνο σώμα. «Μπουλντόζα» ο παπα-Χαράλαμπος, αλλά και η μπουλντόζα έχει όρια χωρίς συντήρησιν και ανάπαυλα.
Έτσι μετά από έξι-επτά χρόνια σκληρού αγώνα, συνυφασμένου και με διαφόρους πειρασμούς, όπου συνήθως συμβαίνουν στην εξουσία, ήδη παρατηρούνται τα πρώτα σημάδια ψυχοσωματικής καταπτώσεως.
Αποκορύφωμα υπήρξεν η προσβολή από έμφραγμα του μυοκαρδίου, με απρόβλεπτες συνέπειες. Οι ιατροί συνιστούν όσο το δυνατόν αμεριμνίαν και ησυχίαν. Δηλαδή σαν να επαναλαμβάνουν την αρχαίαν εκείνην προτροπήν, «παπα-Χαράλαμπε, κόψε την μέριμνα».
Απόσπασμα από το βιβλίο: «ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ – Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής», Ιωσήφ Μ.Δ., Γ’ Έκδοση, σελ. 199-202