Το Άγιον Όρος είναι το λιμάνι της σωτήριας και βοήθησε πολύ τον κόσμο και τότε με την αγιότητα που είχαν εκείνοι οι μοναχοί, αλλά και σήμερα. Η αποστολή του ήταν και είναι ιερώτατη. Βλέπετε το επισκέπτονται άνθρωποι αδιάφοροι, απλώς από μία περιέργεια και αλλάζουν και αναγεννώνται και επιστρέφουν στο σπίτι τους αλλοιωμένοι εντελώς και μεταφέρουν την ωφέλεια της εμπειρίας τους αυτή και στους οικείους και στους γνωστούς. Έρχονται και θαυμάζουν και βλέπουν τους μοναχούς και προβληματίζονται αυτοί οι άνθρωποι και λένε. «Μα, αυτά τα παιδία, αυτά τα νειάτα, πως μπορούν και νικούν την αμαρτία, πως μπορούν και διατηρούν τον εαυτό τους αγνό και καθαρό και αγγελικό; Πως εμείς δεν μπορούμε να εγκρατευθούμε στο άλφα ή στο βήτα θέμα και αυτοί οι νεαροί, με πτυχία με ομορφιές ασκούνται εδώ μέσα στο Άγιον Όρος, μέσα στο μοναστήρι, μέσα στους τέσσερεις τοίχους! Την νύχτα να αγρυπνούνε, την ημέρα να εργάζωνται, να κόβουν το θέλημά τους, να ασκούνται στην αρετή, να ταπεινώνουν τους εαυτούς τους, να αρνούνται την ελευθερία τους χάριν της αγάπης του Χριστού και να λάμπουν τα πρόσωπά τους από αγνότητα! Μα πως εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό το πράγμα».
Όταν ήμουν στην έρημο ήλθε ένας άνθρωπος και μου λέγει:
– Πάτερ, πως μπορείτε και ζήτε εσείς εδώ· κι εμείς ράσο φορούμε!
Εγώ του χαμογέλασα και του είπα:
– Γιατί να μην μπορούμε να μείνουμε εδώ;
– Μα, εμένα να μου δώσουν τα καλύτερα πράγματα, εδώ δεν μπορώ να σταθώ καθόλου!
Κι εγώ του λέγω:
– Κι εμένα, αν μου δώσουν όλον τον κόσμο, δεν τον αλλάζω με την ευτυχία, που ζω εδώ! Δεν σου δίνω βήμα σπόδος από το Άγιον Όρος!
– Μα, εδώ μέσα στην έρημο, μέσα στην εξορία, τι ευτυχία νοιώθεις εσύ;
– Αυτήν, που δεν γνωρίζεις εσύ. Γιατί, αν την γνώριζες εσύ την ευτυχία, που νοιώθω εγώ, τότε θα με καταλάβαινες, πως σου μιλώ! Αλλά αυτό είναι του Θεού κατόρθωμα, όχι δικό μας. Εμείς μία θέλησι δίδουμε και ο Θεός κάνει το έργο!
Ζούσαμε στην έρημο, ζούσαμε μέσα στα πουρνάρια και στα βράχια και δεν είχαμε απολύτως τίποτα. Δεν είχαμε νερό και πίναμε από στέρνες. Δεν είχαμε κρεββάτι, δεν είχαμε τίποτα. Κι όμως αισθανόμασταν την μεγαλύτερη ευτυχία του Θεού. Και μόνον η ησυχία σε έφτανε για μία ευλογημένη παράκλησι της ψυχής.
Βλέπετε το επισκέπτονται άνθρωποι αδιάφοροι, απλώς από μία περιέργεια και αλλάζουν και αναγεννώνται και επιστρέφουν στο σπίτι τους αλλοιωμένοι εντελώς και μεταφέρουν την ωφέλεια της εμπειρίας τους αυτή και στους οικείους και στους γνωστούς
Κάποτε ένας ιερεύς ήλθε από τον κόσμο κι επειδή δεν είχαμε και που να τον βάλουμε, βγήκα εγώ από το κελλάκι μου κι έβαλα αυτόν να κοιμηθή. Σηκώθηκε την νύχτα ο άνθρωπος και τρόμαξε. Εμείς είμασταν με το κομποσχοίνι έξω. Αυτός ξύπνησε ο καημένος, βγήκε έξω και μόλις είδε την ερημιά κι εκείνα τα βράχια κόντευε να πάθη συγκοπή. Του λέω:
– Μη τρομάζετε! Μια χαρά είμαστε εμείς εδώ!
Όταν ξημέρωσε, είδε τον βράχο, που ήταν επάνω από την καλύβα μου και λέγει:
– Πάτερ, δεν φοβάσαι, μη πέση αυτός ο βράχος;
Του λέγω:
– Μα, δεν πέφτει.
– Μα, αν πέση;
– Δεν πέφτει.
– Πως, γιατί δεν πέφτει;
– Γιατί τον κρατάει ο Θεός! Άμα θέλη ο Θεός τον αφήνει και πέφτει. Δεν στέκει με το θέλημά του. Στέκει, γιατί τον κρατάει ο Θεός.
Του φαινόταν παραμύθι, παράδοξο και σίγουρα θα σκεφτόταν: «Τρελλός είναι αυτός!».
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Η τέχνη της σωτηρίας (Ομιλίαι) – Τόμος Β’» – Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Άγιον Όρος, 2015, σελ. 457-459