Ποιο είναι, λοιπόν, εκείνο το δένδρο, που έχει ανάμικτη τη γνώση του καλού και του κακού, και το οποίο είναι στολισμένο με τα άνθη των ηδονών, οι οποίες προκαλούνται από τις αισθήσεις; Νομίζω πως δε θα πέσω πολύ έξω στις σκέψεις μου για την αλήθεια, αν ως αφορμή στην εξέταση χρησιμοποιήσω την έννοια του γνωστού. Γιατί νομίζω ότι στην προκειμένη περίπτωση η Αγία Γραφή δεν εννοεί τη γνώση ως επιστήμη, αλλά βρίσκω μεταξύ γνώσης και διάκρισης κάποια διαφορά που προέρχεται από τη συνήθεια της Γραφής. Γιατί, όπως λέγει ο Απόστολος, η διάκριση του καλού από το κακό κατά επιστημονικό τρόπο είναι καρπός μιας άριστης συνήθειας και προϋποθέτει την άσκηση των αισθητηρίων (Εβρ. 5, 14). Γι’ αυτό και δίνει την εντολή να δοκιμάζουμε τα πάντα και υποστηρίζει πως γνώρισμα του πνευματικού ανθρώπου είναι η διάκριση (Α’ Θεσ. 5, 21 και Α’ Κορ. 2, 15). Ενώ η γνώση δεν σημαίνει ότι δηλώνει πάντοτε την επιστήμη και τη θεωρητική γνώση, αλλά την ψυχική κατάσταση για κάτι, το οποίο έχει χαρισθεί. Όπως π.χ. όταν λέγει η Γραφή· «Γνωρίζει ο Κύριος αυτούς που είναι δικοί του», καθώς επίσης και στο Μωϋσή· «Σε γνωρίζω περισσότερο από όλους», ενώ για όσους έχουν κατακριθεί για την κακία τους λέγει ότι «Ουδέποτε σας εγνώρισα» (Β’ Τιμ. 2, 19, Εξοδ. 33, 12, Ματθ. 7, 23).
Ποιος θα έπεφτε και θα κυλιόταν στο βρωμερό βόρβορο της ακολασίας, αν δεν θεωρούσε την ηδονή ως κάτι το καλό και διαλεχτό, παρασυρόμενος προς το πάθος με αυτό το δόλωμα
Συνεπώς το δένδρο, από το οποίο προκύπτει ως καρπός η ανάμικτη γνώση είναι από τα απαγορευμένα. Είναι βέβαια ανάμικτος από τα αντίθετα εκείνος ο καρπός, που έχει ως υποστηρικτή του τον όφι, ίσως και γι’ αυτό το λόγο, για το ότι δηλαδή το κακό δεν προβάλλει γυμνό από μόνο του, για να φαίνεται στην πραγματική του διάσταση. Πράγματι τότε η κακία θα έμενε ανεκτέλεστη, επειδή δεν θα ήταν επιχρισμένη με κανένα καλό, το οποίο να προσελκύει, για να την επιθυμήσει εκείνος, που εξαπατάται εύκολα. Τώρα όμως είναι κάπως ανάμικτη η φύση του κακού, έχοντας στο βάθος κρυμμένο, σαν δόλο, το θάνατο, ενώ στην επιφάνεια παρουσιάζει απατηλά κάποια φανταστική εικόνα του καλού. Καλό πράγμα φαίνεται στους φιλάργυρους το ωραίο χρώμα της ύλης, αλλά η φιλαργυρία γίνεται η ρίζα, από την οποία ξεφυτρώνουν όλα τα κακά. Ποιος θα έπεφτε και θα κυλιόταν στο βρωμερό βόρβορο της ακολασίας, αν δεν θεωρούσε την ηδονή ως κάτι το καλό και διαλεχτό, παρασυρόμενος προς το πάθος με αυτό το δόλωμα; Έτσι και τα υπόλοιπα αμαρτήματα έχοντας κρυμμένη μέσα τους τη διαφθορά, φαίνονται αρεστά περισσότερο από την πρώτη (τη φιλαργυρία), αφού δια μέσου κάποιας απάτης θεωρούνται ως αγαθά από τους επιπόλαιους.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Περί κατασκευής του ανθρώπου – Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη, 2004, σελ. 173-175