Στη Σκυθόπολη ήταν κάποιος ακόλουθος άρχοντα, ο οποίος είχε κάνει πάρα πολλές και βαριές αμαρτίες και είχε μολύνει το σώμα του με κάθε τρόπο. Με τη χάρη όμως του Θεού ήρθε σε κατάνυξη, απαρνήθηκε τον κόσμο, έχτισε ένα κελλι στην ερημιά και καθόταν εκεί φροντίζοντας για την ψυχή του.
Μερικοί γνωστοί του, όταν το έμαθαν, άρχισαν να του στέλνουν ψωμιά και χουρμάδες και όλα τα αναγκαία ανελλιπώς. Βλέποντας όμως αυτός τον εαυτό του μέσα στην άνεση, χωρίς να του λείπει τίποτε, είπε μέσα του: «Αληθινά, αυτή η ανάπαυση θα μας βγάλει από την εκεί ανάπαυση, και εγώ δεν είμαι άξιος γι’ αυτήν». Άφησε λοιπόν το κελλί του και έφυγε, λέγοντας: «Πάμε, ψυχή μου, στη δυσκολία. Για εμένα ψωμί είναι η τροφή των άλογων ζώων, δηλαδή το χόρτο που ταιριάζει στα ζώα, αφού έκανα τα έργα των ζώων».
Ευεργετινός –Υπόθεση 13, (ΙΓ ) – Τι σημαίνει η ξενιτεία και ποια η ωφέλειά της, Περιβόλλι της Παναγίας, 2001