Πάλιν και πάλιν τη αγαπητή μου κόρη μετά πάσης της εν’ Χριστώ Αδελφότητος.
Εύχομαι υμάς εν’ πλήθει δακρύων, εν’ αγάπη Χριστού αγνή και πεπληρωμένη…
Λοιπόν μου γράφεις ότι έχεις πολλούς πειρασμούς. Αλλά με αυτούς, παιδί μου, μας γίνεται η κάθαρσις της ψυχής. Μέσα στις θλίψεις, μέσα στους πειρασμούς, εκεί ευρίσκεται και η χάρις. Εκεί θα βρης τον γλυκύτατον Ιησούν.
Τώρα πρέπει να δείξης ότι αγαπάς τον Χριστόν, όταν υπομένης τας θλίψεις. Και πάλιν θα έλθη η χάρις και πάλιν θα φύγη. Μόνον εσύ μη παύσης με δάκρυα αυτήν να ζητής.
Έχεις προ οφθαλμών την Γερόντισα, όλην την ιεράν Συνοδείαν. Έχεις τον Γέροντα όπου εισέρχεται εις το ενδότερον του καταπετάσματος και, της θείας νεφέλης επιφοιτούσης, εκλιπαρεί τον Θεόν. Έχεις έσχατον και εμένα όπου, όταν γίνεται επίσκεψις του Νυμφίου όλα τον λέγω και θερμώς υπερ σου και δι’ όλας τας αδελφάς τον παρακαλώ. Και συχνά με φωνάζει· – Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών. Όχι εν ανυπομονησία. Όλα θα γίνουν, όλα ακούω· αλλά σιγά-σιγά!
Λοιπον, μητέρες και αδελφές μου εν’ Κυρίω ηγαπημένες ακούσατέ μου και πάλιν, ενωτίσθασθέ μου τους λόγους, κλίνατε το ους υμών εις παραβολάς.
Μέλλω γαρ δι’ αγάπην σας και ωφέλειαν της ψυχής σας σκιαγραφήσαι τον βίον μου, ίνα ίδητε και λάβετε δύναμιν και υπομονήν· ότι χωρίς της υπομονής είναι αδύνατον να κερδίση ο άνθρωπος.
Μοναχός χωρίς την υπομονήν, είναι λύχνος χωρίς έλαιον.
Τα γράφω πυκνά φειδόμενος του χάρτου, διότι δεν έχω. Μυρίζει και η κόλλα από φάρμακο δια τους κορέους και ψύλλους. Διότι με τα έστειλεν ένας ιατρός όπου αλληλογραφεί μαζί του. Δι’ αυτό ας έχω συγγνώμην.
Λοιπόν εν άκροις λόγοις συντόμως σας λέγω:
Έν κόσμω ήμην και εν κρυπτώ δριμείς και αιμάτων πλήρεις αγώνας εποίουν. Ενάτην και κατά δύο ημέρας άπαξ εσθίων. Τα βουνά της Πεντέλης και σπήλαια εγνωσάν με ως νυκτικόρακα πεινώντα και κλαίοντα, ζητούντα σωθήναι. Δοκιμάζων, εάν δύναμαι να υποφέρω τους πόνους, να φύγω δια μοναχός εις το Άγιον Όρος. Και, αφού καλώς εγυμνάσθην ολίγα έτη, παρεκάλουν τον Κύριον να με συγχωρή, ότι ήσθιον κατά δύο ημέρας, και έλεγον ότι, όταν έλθω εις Άγιον Όρος, θα εσθίω ανά οκτώ, καθώς γράφουν οι Βίοι των Αγίων.
Έχεις έσχατον και εμένα όπου, όταν γίνεται επίσκεψις του Νυμφίου όλα τον λέγω και θερμώς υπερ σου και δι’ όλας τας αδελφάς τον παρακαλώ. Και συχνά με φωνάζει· – Εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών. Όχι εν ανυπομονησία. Όλα θα γίνουν, όλα ακούω· αλλά σιγά-σιγά
Αφού λοιπόν ήλθα εις το Άγιον Όρος και ζητήσας επιμελώς δεν ηύρα παρά το άπαξ της ημέρας -όσον δια την τροφήν- ιλιγγιώ να σας ειπώ τα δάκρυα και της ψυχής μου τον πόνον, τας φωνάς, όπου ραγίζουν τα όρη· ημέραν και νύκτα κλαίων, διατί δεν ευρήκα καθώς διαλαμβάνουν οι Άγιοι το Άγιον Όρος.
Τα σπήλαια ολόκληρου του Άθωνος με υπεδέχοντο επισκέπτην· βήμα προς βήμα, ώσαν τας ελάφους όπου ζητούν νοτίδα υδάτων να δροσίσουν την δίψαν τους, εζήτουν να εύρω πνευματικόν να με διδάξη ουράνιον θεωρίαν και πράξιν.
Επιτέλους, κατόπιν δύο ετών πολυμόχθου ερεύνης και κολυμβήθρας δακρύων, απεφάσισα να καθίσω εις ένα απλούν, αγαθόν, και άκακον Γεροντάκι μαζί με ένα έτερον αδελφόν. Μοι έδωκε λοιπόν την ευλογίαν ο Γέροντας όσον δύναμαι να αγωνισθώ και εις όποιον πνευματικόν αναπαύομαι να κάμω εξομολόγησιν.
Έκαμα λοιπόν τελείαν υπακοήν.
Προτού δε να καθίσω εις τον Γέροντα είχον συνήθειαν· κάθε απόγευμα δύο-τρεις ώρες μέσα εις την έρημον -όπου είναι μόνον θηρία- εκαθήμην και απαρηγόρητα έκλαιγα, ώσπου εγένετο λάσπη το χώμα από τα δάκρυα· και με το στόμα έλεγα την ευχήν. Δεν εγνώριζα με τον νουν να την λέγω, αλλά παρεκάλουν την Παναγία μας και τον Κύριον να με δώσουν την χάριν να λέγω νοερώς την ευχήν, καθώς γράφουν εις την Φιλοκαλίαν οι Άγιοι. Καθότι διαβάζοντας εννοούσα ότι κάτι υπάρχει, αλλ’ εγώ δεν το είχον.
Και μίαν ημέραν με έτυχαν πολλοί πειρασμοί. Και όλην αυτήν την ημέραν εφώναζα με μεγαλύτερον πόνον. Και πλέον το βράδυ, δύοντος του ηλίου, κατέπαυσα· νηστικός, παϊλτισμένος από τα δάκρυα. Εκοίταζα την εκκλησίαν, την Μεταμόρφωσιν εις την κορυφήν, και παρεκάλουν τον Κύριον μαραμένος και πληγωμένος. Και απ’ εκείθεν μου εφάνη ότι ήλθε μία βίαια πνοή. Και εγέμισεν η ψυχή μου άρρητον ευωδίαν. Και ευθύς ήρχισεν η καρδία μου ωσάν ωρολόγι να λέγη νοερώς την ευχήν. Ηγέρθην λοιπόν πλήρης χάριτος και απείρου χαράς και εμβήκα στο σπήλαιον. Και κύψας την σιαγόνα μου εις το στήθος ήρχισα να λέγω νοερώς την ευχήν.
Και μόλις είπον ολίγα φοράς την ευχήν, ευθύς ηρπάγην εις θεωρίαν. Και ενώ ήμην μέσα στο σπήλαιον -και φραγμένη η θύρα του- ευρέθην έξω στον ουρανόν, εις ένα θαυμάσιον μέρος εν άκρα ειρήνη και γάληνη ψυχής. Τελειωμένη ανάπαυσις. Τούτο μόνον διενοούμην· -Θεέ μου, ας μην γυρίσω πλέον εις τον κόσμον, εις την πληγωμένην ζωήν, αλλά ας μείνω εδώ. Κατόπιν, αφού με ανέπαυσεν όσον ο Κύριος ήθελε, τότε ήλθα πάλιν στον εαυτόν μου και ευρέθην μέσα στο σπήλαιον.
Έκτοτε δεν έπαυσε μέσα μου να λέγεται νοερώς η ευχή.
Όταν κατόπιν ήλθα στον Γέροντα, τότε ήρχισα τους μεγάλους αγώνας -πάντοτε με την ευλογίαν του.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 37, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979