Εγώ όταν ήμουν μικρό παιδί, περίπου στα 15 χρόνια ή στα 16, έτυχε, επειδή είχαμε τον πόλεμο τότες των Γερμανών και των Ιταλών στον τόπο μας, εκεί πέρα να έχουμε πολλά βλήματα, πολλές ανατινάξεις, πολύ πόλεμο, πολύ κακό. Και άφησαν πολλά τέτοια πράγματα, τα οποία εγώ σαν παιδί με άλλα παιδιά επηγαίναμε και τα παίρναμε και τα καίγαμε και τα περιεργαζόμασταν. Υπήρχαν και οβίδες, όλμοι, και διάφορα άλλα. Εκινδυνέψαμε δυο φορές σε θάνατο· δηλαδή το πώς εγλύτωσα ήταν θαύμα Θεού. Και ομολογώ ότι, επειδή η μητέρα μου και οι γονείς μου γενικά ήταν πολύ ευλαβείς άνθρωποι, οι προσευχές τους με εγλύτωσαν. Γι’ αυτό η μητέρα μου κάποτες που εκινδύνεψα τελείως σε θάνατο, και γλύτωσα βέβαια, επήγε και αγόρασε μιαν εικόνα, την Παναγία την Ελεούσα, και μου την έβαλε στο προσκέφαλο. Και μου λέει: «Παιδί μου, δεν ξέρω τι να πω. Σου αγόρασα αυτή την εικόνα και την βάνω στο προσκέφαλό σου. Κι εσύ προσευχήσου σ’ αυτή την εικόνα και ή καλύτερο θάνατο θα σου φυλάει η Παναγία ή χειρότερο· δεν ξέρω». Γι’ αυτό εγώ την δέχτηκα με πάρα πολλή χαρά και την είχα τον καλύτερό μου σύντροφο.
Και προσευχόμουν κάθε βράδυ, δεν ξέρω ακριβώς πόσην ώρα, αλλά πολύ· προσευχόμουν πάρα πολύ. Και την παρακαλούσα όχι να γίνω μοναχός, αλλά να γίνω κάτι. Παράδειγμα χωροφύλακας ή παράδειγμα καλός υπάλληλος. Κάτι.
Και όταν επέρασε πολύς καιρός, εθερμάνθηκα κάποιες βραδυές και λέω: «Παναγία μου, σε παρακαλώ πάρα πολύ τουλάχιστο να μου δείξεις ένα δρόμο· αυτόν που δεν ξέρω τι γυρεύω και τι θέλω και τι είναι αυτό το πράγμα». Και με πολλή αγάπη της τό ‘λεγα αυτό το πράγμα, ωσότου μια βραδυά άκουσα την φωνή της τόσο γλυκειά και τόσο ευλαβικιά, όπου μου λέει: «Παιδί μου, τι με παρακαλάς; Να πας να γίνεις καλόγερος». Αλλά εγώ δεν ήξερα τι θα ήταν αυτό το πράγμα. Σηκώθηκα μάλλον ταραγμένος και λέγω: «Τι είναι αυτό; Τι είναι αυτό;» Αλλά επειδή διάβαζα κάτι βιβλία εκκλησιαστικά, όπως το «Αμαρτωλών Σωτηρία» και κάτι άλλα, και γνώρισα ορισμένα πραγματάκια, λέω μήπως είναι του πειρασμού αυτό το πράγμα;
Μετά από αυτό, την άλλη βραδυά επροσευχήθηκα ακόμη πιο έντονα και με πολλή αγάπη, να ιδώ τι θα είναι το αποτέλεσμα. Αυτό δεν το είχα πει βέβαια σε κανέναν. Και είχα το αυτί μου, αν θα ακούσω αυτή την φωνή. Και πράγματι· μόλις έκλεισα τα μάτια μου, δεν επέρασαν τρία ή πέντε λεπτά και ευθύς, ως με πιάνει ύπνος, ακούω πάλι την φωνή αυτή όπως και την πρώτη. Και βγήκα έξω και πήγα και γύριζα στα χωράφια. Έκανα δουλειές, έκανα αυτά. Δεν έφαγα τίποτε.
Τελικά αυτό εσυνέχισε και έπειτα δεν σκεφτόμουνα τίποτες άλλο ούτε σπίτι ούτε χωράφια ούτε τίποτα άλλο παρά το πώς να φύγω να πάω να γίνω μοναχός. Και ως εκ θαύματος, μια βραδυά ευρέθηκα να έρχομαι εδώ πέρα. Ευρέθηκα να έρχομαι σ’ αυτό το ευλογημένο Μοναστήρι.
Και τελικά ήρθα. Και όταν ήρθα εδώ πέρα, όπως ακριβώς τα είδα, έτσι ήταν τα πράγματα. Αλλά όταν ήρθα την πρώτη βραδυά, ήμουν στο 4, στο δωμάτιο κοντά στην σάλα, και ακούω ένα θόρυβο χου! χου! χου!
Και τρέχανε, ένας στρατός. Κι έρχονται μέσα και μ’ αρπάζουν. Έτσι με πιάσαν να με πετάξουν έξω. Ήταν η πρώτη βραδυά μου στο Άγιον Όρος. Και αρχίνησα και φώναζα: «Παναγία μου, Χριστέ μου. Παναγία μου». Έκλαιγα εκεί· εγίνηκα μούσκεμα. Τράκαρα στο παράθυρο. Μου φάνηκε τράκαρα εκεί πέρα και τελικά είπα το «Πιστεύω», είπα το «Πάτερ ημών», και τι δεν είπα και τι δεν είπα. Τελικά μ’ άφησαν. Αλλά ήμουνα ένα ράκος. Εφοβήθηκα να ξανακοιμηθώ στο κρεββάτι, διότι λέω αυτοί θα με σκοτώσουν. Δεν θα μ’ αφήσουν να γλυτώσω. Κι ήμουν όλη νύχτα καθισμένος στο κρεββάτι και μου φαινότανε ότι μπρος πίσω είναι πολλοί, υπάρχουνε κάποιοι, κάποια πνεύματα. Κάτι υπάρχει. Όμως δεν έχασα την ψυχραιμία μου. Δεν έχασα ποτέ την ψυχραιμία μου. Είχα την ελπίδα μου στην Παναγία. Διότι αυτή, λέω, με φώναξε, κι αυτή μου ‘πε αυτό το πράγμα. Τι έχω να φοβηθώ; Τίποτα.
Μια άλλη βραδυά, όταν ήμουνα στην εκκλησία και ήμουνα εκκλησιαστικός, ακούω πάλι κι έρχεται ένας και χτυπάει την πόρτα: Τάκα! Τάκα! Τάκα! Του λέει κάποιος από πίσω, κάποιος άλλος: «Τι χτυπάς; Άνοιξε να μπούμε μέσα». Μπαίνουνε μέσα λοιπόν κάποιοι μεγάλοι εκεί πέρα, ασχημάνθρωποι τεράστιοι, τεραστίων διαστάσεων. Μ’ αρπάξανε και με πήγανε σ’ ένα μπαλκόνι κι εγώ φώναζα: «Παναγία μου, Παναγία μου. Σε παρακαλώ, Παναγία μου! Βοήθησέ με». Και σε μια στιγμούλα δεν μπορούσαν να με ξεγατζώσουν από κει πέρα και μ’ αφήσανε. Φωνάζει ένας από απέναντι: «Πετάχτε τον έξω! Τι τον αφήνετε αυτού πέρα;» Φωνάζουν οι άλλοι που ήταν μέσα: «Δεν μπορούμε να τον πετάξουμε. Διότι είναι αυτή η Κυρά, λέει, αυτή η Κυρά που ‘ναι εκεί πέρα, αυτή η Μυροβλύτισσα. Αυτή δεν μας αφήνει». Και αμέσως ξύπνησα. Και είχα κάνει κλάμα… Μόνο ο Θεός γνωρίζει τι κλάμα είχα κάνει. Και κατεβαίνω κάτω που ήμουνα εκκλησιαστικός και μόλις μπαίνω μέσα, διότι έχει αυτή η εικόνα τής Παναγίας μας, η Μυροβλύτισσα, έχει μια θαυματουργική χάρη. Όταν κανείς είναι σε καλή κατάσταση νομίζει ότι βλέπει ένα θέαμα πολύ θεϊκό. Όταν δεν είναι σε καλή κατάσταση, κάπως αλλιώς βλέπει. Και πάω και πέφτω και την παρακαλώ με κλάμα και με δάκρυα και λέω: «Παναγία μου, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ». Και πέρασε αυτό.
Εγώ ποτέ δεν εδιανοήθην να γίνω ηγούμενος σ’ αυτό το Μοναστήρι, διότι εγώ εξεκίνησα απ’ τον κόσμο να ασκητέψω. Νόμιζα ότι θα πήγαινα σε κάτι καλύβες και σε κάτι άλλα πράγματα. Αλλά πώς συγχωρεί ο Πανάγαθος Θεός, η ανεξιχνίαστη βουλή του Θεού, οι βουλές του Θεού και τυγχάνω σήμερα να είμαι ηγούμενος! Χάριτι Θεού και οικτιρμοίς, διότι εγώ γνωρίζω τα δικά μου, τα ατομικά μου, και ο Πανάγαθος Θεός, όπως και ο καθένας μας.
Όταν λοιπόν ανέλαβα ηγούμενος, επέρασα πάρα πολλούς πειρασμούς και πάρα πολλές στεναχώριες διότι ή θελητά μου ή άθελά μου είχα μια αυθορμησία πάντοτες, ήμουν αυθόρμητος και νόμιζα ότι όλα θα τα φτιάξω και όλα θα τα κάνω. Και δεν ήξερα ότι αυτό μου έκανε κακό. Και κάποτε βέβαια απελπίσθηκα, διότι δεν ήξερα τι να κάνω.
Μ’ είχαν στείλει οι πατέρες να πάω στην Θεσσαλονίκη. Κι εκεί στην Θεσσαλονίκη που πήγα, είχα από τους πειρασμούς απελπιστεί. Και λέω τι να κάνω; Σκεφτόμουνα πολλά πράγματα. Όμως σε μια στιγμούλα έσβησα όλα τα φώτα στο διαμέρισμά μας και κάθισα σ’ ένα ντιβανάκι πολύ θλιμμένος και πολύ στενοχωρημένος κι έλεγα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υπεραγία Δέσποινα Θεοτόκε, άγιε Παύλε, τι είναι αυτό το πράγμα; Παναγία μου, σε παρακαλώ βγάλε με απ’ αυτό το αδιέξοδο. Δεν μπορώ ν’ αντέξω άλλο. Διότι τι να κάνω; Αν εγώ φταίω, μ’ έναν εύσχημο τρόπο, όχι να φύγω από το Μοναστήρι, αλλά να υποχωρήσω κάπως, να πάω στο κελλάκι μου, κι όπως ήμουνα πάντοτες, να βοηθάω και να κάνω». Και εν τη απογνώσει οπού είχα, ακούω μια γλυκειά φωνή η οποία μου λέει: «Γέροντα, μη στονοχωριέσαι κατ’ αυτόν τον τρόπο. Διότι να ξέρεις, εσυγχώρεσε ο Θεός, για να μάθεις να κάνεις υπομονή και να μάθεις να γυμνασθείς λιγάκι. Και όταν θα περάσουν οι πειρασμοί, θα το καταλάβεις».
Και πραγματικώς, μόλις άκουσα αυτή την γλυκειά της φωνούλα, αμέσως έφυγε ένα σκότος από πάνω μου και απ’ την ψυχή μου και την καρδιά μου και ηρέμησα και αισθάνθηκα, βέβαια, αυτό το ελάττωμα που είχα: το ότι είχα αυτή την ανυπομονησία, ήθελα δηλαδή παντού, στα πάντα, να είμαι γρήγορος. Όμως αυτό μου έκανε κακό. Και η κυρά μας η Παναγία με δίδαξε. Και πάλι με δίδαξε και μ’ έκανε έτσι να ‘μαι, να ‘χω υπομονή κλπ.
Γι’ αυτό έχω στηρίξει πάντοτες όλη μου την αγάπη, μ’ όλες μου τις ασθενείς δυνάμεις, στην κυρά μας την Παναγία, η οποία βλέπω και εν τη πράξει οπού ζω μέσα σ’ αυτό το ιερό κοινόβιο το ότι, όταν μου συμβαίνει κάτι και άμα την παρακαλέσω και κάνω κανένα κομποσχοινάκι, ό,τι μπορώ κάνω εκεί πέρα, αμέσως βλέπω την βοήθεια, πλούσια την βοήθεια. Γι’ αυτό, βέβαια έχουμε αυτή την αγάπη, γι’ αυτό την αγαπούμε, όπως και εγώ έτσι κι όλοι μας οι πατέρες, διότι όλοι έχουμε ένα βίωμα τέτοιο και όλοι ελπίζουμε, ελπίζουμε στον Πανάγαθο Θεό και στην κυρά μας την Παναγία. Κι αυτό λέω πάντοτες και στους μικρούς πατέρες και στους μεγάλους· ότι πρέπει να δοξολογούμε μέρα και νύχτα ακαταπαύστως τον Πανάγαθο Θεό, και να μας οικονομήσει την σωτηρία μας, την σωτηρία των ψυχών μας. Να μας αξιώσει τον καλό Παράδεισο. Αυτά τα είπα όχι ότι έχω κάτι, αλλά έτσι ήθελα να πω κάτι προς δόξαν τής Παναγίας μας.
Καλό Παράδεισο να μας αξιώσει ο Θεός.
Πηγή: Κοινωνία Ορθοδοξίας