Όπως ήδη προλαβόντως είπαμε, δεν άργησεν ο δόκιμος Χαράλαμπος να περιλουστή με την πύρινη φλόγα του θείου έρωτα, σε βαθμόν, η οκτάωρη ενδιάτακτη κοπιαστική αγρυπνία να του φαίνεται λίγη· γι’ αυτό και μετά το τέλος της αγρυπνίας συνήθιζε να συνεχίζη, αδικώντας κατά συνέπειαν την σωματικήν του ανάπαυσιν. Όμως ολονύχτιος στάσις, με πλήθος μάλιστα γονυκλισίες, χωρίς σωματικήν ανάπαυσιν και στην συνέχεια με μόνην την μικρήν και απογευματινήν ανάπαυσιν, είχαν επιφέρει κάποιες επιπτώσεις στον οργανισμόν· κάποιες κομμάρες, χασμουρητά στην δουλειά, μειωμένην προθυμία στην αδιάλλειπτον ευχήν κλπ. Δεν άργησε το μυριστή ο Γέροντας, ο οποίος και τον υποχρέωσε απαραίτητα το πρωΐ να κατακλίνεται μία-δύο ώρες.
«Και πράγματι, μας έλεγε, κατάλαβα με την πείραν ότι αυτό το παλιοσώμα, τον φόρον του τον ήθελε. Μ’ αυτήν την λίγη πρωϊνή ξεκούρασι, την ημέρα δεν υπολόγιζα τον κόπον για τίποτε και συγχρόνως με τα χείλη ασταμάτητα “Κύριε Ιησού Χριστέ…”. Πολλές φορές ενώ δούλευα σκληρά ξεχειλούσεν η ευχή, άρχιζαν ασταμάτητα δάκρυα, που αν τύχαινε να δουλεύω με άλλους αναγκαζόμουν, προφασιζόμενος αναγκαίαν χρείαν, να κρυφτώ έστω και λίγο».
Απόσπασμα από το βιβλίο: Παπά – Χαράλαμπος Διονυσιάτης, Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκολος της νοεράς προσευχής, Ιωσήφ Μ.Δ. σελ. 66-67