Θυμάμαι κάποιο καλοκαίρι είχαμε πάει στην Μονή Εσφιγμένου μαζί με τον π. Αθανάσιο για να εργασθούμε σε κάποια παγκοινιά της Μονής. Ως ανταμοιβή της εργασίας μας οι πατέρες της Μονής μας έδωσαν ένα ψάρι, που ζύγιζε ένδεκα οκάδες. Ξεκινήσαμε με τα πόδια πολύ πρωί από την Μονή για να φθάσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα στις σπηλιές της Μικρής Αγίας Άννας, που μέναμε τότε. Όταν τελικά μετά από πολλή κούραση φθάσαμε αργά το μεσημέρι στο κελλί μας, βάλαμε μετάνοια στον Γέροντα και του είπαμε για το ψάρι, γιατί έπρεπε να το καθαρίσουμε και να προσθέσουμε ικανή ποσότητα αλατιού για να μπορέσει να συντηρηθεί. Εκείνη την εποχή ως μοναδική μέθοδος συντηρήσεως των ψαριών συνηθιζόταν το πάστωμα. Ο Γέροντας όμως μας είπε, ότι επειδή το πρόγραμμά μας επιβάλλει ξεκούραση και μετά αγρυπνία, αύριο να κανονίζαμε τα του ψαριού. Εμείς βέβαια καταλαβαίναμε ότι το ψάρι δεν θα διατηρείτο ως την επομένη, γιατί είχε πάρα πολλή ζέστη και είχε ήδη ταλαιπωρηθεί κατά την διαδρομή, αλλά και δεν γνωρίζαμε πόσο καιρό το είχαν οι καλοί πατέρες που μας το έδωσαν. Ακολουθήσαμε όμως την εντολή του Γέροντος και την επόμενη ημέρα πήγαμε να τακτοποιήσουμε το ψάρι, το οποίο είχε χαλάσει και τελικά το πετάξαμε. Χάριν της ακρίβειας του προγράμματος δεν υπολόγισε ούτε τον κόπο, ούτε ότι θα είχαμε ικανή τροφή στην διάθεσή μας.
Μερικές φορές με την παιδική μας αφέλεια ξεπερνούσαμε τα όρια της πρέπουσας συμπεριφοράς. Έτσι είπαμε κάποτε στον Γέροντα· «αφού στον χαρακτήρα σου δεν είσαι αυστηρός αλλά συμπαθέστατος προς τους συνανθρώπους σου, πως φαίνεσαι τόσο σκληρός στο πρόγραμμα του τυπικού μας, πράγμα που τους σκανδαλίζει;» Μειδίασε και είπε· «δεν περίμενα να έχεις τόσο θάρρος για να μου το πεις αυτό, αλλά άκουσε. Η δοκιμή και η πείρα με έπεισαν να κάνω έτσι· αλλιώς δεν θα μπορούσα να συνεχίσω αυτό, προς το οποίο ο Θεός με οδήγησε. Ο Παύλος λέει «ει γαρ εκών τούτο πράσσω, μισθόν έχω· ει δε άκων, οικονομίαν πεπίστευμαι» (Α’ Κορ. 9,17). Τούτο μας το έλεγε ο αείμνηστος με κόπο, αλλά πίστευε σταθερά ότι δεν ήταν τυχαία η επίδοσή του στο ησυχαστικό του πρόγραμμα, αλλά θείος προορισμός.
Μας έλεγε: «Οι απαιτήσεις, που έχουν οι άνθρωποι να τους δεχόμαστε απεριόριστα είναι ο κοινός δρόμος όλων των Πατέρων, ο οποίος Χάριτι Θεού πλεονάζει στον ιερό αυτό τόπο. Εύκολα βρίσκει ο καθένας ανταπόκριση οπουδήποτε. Όμως το δικό μας καθήκον, να διακονήσουμε το ησυχαστικότερο περιβάλλον της ιερής μας παραδόσεως, δεν είναι σε όλους ούτε γνωστό ούτε κατορθωτό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν ήταν εδώ στον Άθωνα ασκούσε την ησυχαστική ζωή. Έφευγε, κρυβόταν, έσκαβε λάκκους στην γη και με κάθε τρόπο επεδίωκε την απομόνωση. Ποιον δεχόταν τότε και ποιόν συναντούσε; (1). Είναι αναντίρρητη πλέον απόδειξη ότι το πρόγραμμα στην ζωή είναι ο κυριότερος συντελεστής της πνευματικής προόδου. Αυτός είναι ο σκοπός των νόμων και των εντολών, που έχουν δοθεί από την αρχαιότατη εποχή στον ανθρώπινο βίο είτε από τον Θεό είτε από τους ανθρώπους. Η διασάλευση της ακεραιότητος του χαρακτήρα, μετά την προπατορική πτώση, χρειαζόταν νομοθεσία για εξισορρόπηση των ψυχοσωματικών δυνάμεων που είχαν διασπαστεί.
Ερώτηση: Και πότε δεν χρειάζεται ο νόμος, οι εντολές και τα προγράμματα;
Απόκριση: Όταν ο άνθρωπος ανακτήσει την προσωπικότητά του συνεργία της θείας Χάριτος και «το θνητόν τούτο ενδύσηται αθανασίαν» (Α’ Κορ. 15, 54) κατά τον Παύλο και το «θνητόν καταποθή υπό της ζωής» (Β’ Κορ. 5, 4), τότε, και μόνο τότε, «δικαίω νόμος ου κείται» (Α’ Τιμ. 1, 9).
1. Βλ. τον κατά πλάτος βίο του. Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως του Κοκκίνου, Αγιολογικά έργα, τομ. Α’, Θεσσαλονικείς άγιοι, “Λόγος εις τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν”, επιμ. Δ. Τσάμη.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Βίος-Διδασκαλία-«Η Δεκάφωνος Σάλπιξ», Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 1, Έκδοση 2012, σελ. 187-189