Εκείνο που εγεύθης, παιδί μου, εις την προσευχήν σου εκείνην την νύχτα είναι της χάριτος η ενέργεια. Αυτό πάλιν γύρευε να σου δώση ο Κύριος, όταν θελήση.
Γινώσκω ένα γνωστό αδελφόν, όπου μίαν ημέραν συνήντησε πολλούς πειρασμούς· και όλην την ημέραν εκείνην διήλθε με δάκρυα, χωρίς ποσώς να γευθή.
Και δύνοντος του ηλίου, εις μίαν πέτραν καθήμενος, έβλεπεν εις την κορυφήν τον Ναόν της Μεταμορφώσεως και κλαίων παρεκάλει με πόνον και έλεγε:
Κύριε, καθώς μετεμορφώθης εις τους Μαθητάς Σου, μεταμορφώθητι και εις την ψυχήν μου! Παύσον τα πάθη, ειρήνευσον την καρδίαν μου! Δος ευχήν τω ευχομένω, και κράτησον τον ακράτητον νουν μου!
Τοιαύτα με πόνο φθεγγόμενος ήλθεν εκείθεν μία πνοή ως αέρας λεπτός από τον Ναόν, ευωδίαν γεμάτος· όπου, ως μοι έλεγεν, επλήρωσε την ψυχήν του χαράν, φωτισμόν, θείαν αγάπην· και ήρχισε μέσα του από την καρδίαν να βρύη μετά μέλιτος αδιάλειπτα η ευχή.
Οπότε εγερθείς εισήλθεν εκεί που εκάθητο, διότι ήδη ενύχτωσε· και κύψας την κεφαλήν εις το στήθος ήρχισε να εσθίη τον γλυκασμόν, όπου έρρεεν η δοθείσα ευχή. Όπου ευθύς ηρπάγη εις θεωρίαν, όλος γενόμενος εκτός εαυτού.
Δεν περικλείεται από τοίχους και βράχους. Έξω πάσης θελήσεως. Εις μίαν γαλήνην, εις άπλετον φως, απεριόριστον εύρος. Χωρίς σώμα. Και μόνον τούτο περιστρέφει ο νους του: Να μην γυρίση πλέον στο σώμα, αλλ’ εκεί όθεν είναι να μείνη διαπαντός.
Αυτή ήτον η πρώτη θεωρία, όπου είδεν εκείνος ο αδελφός και πάλιν ήλθε στον εαυτόν του, και ηγωνίζετο πώς να σωθή.
Εκάθισα και συνήλθα ολίγον· και μνησθείς τα έμπροσθεν συνδέω την κοπείσαν χορδήν. Και κρατήσας την λύραν μου μελιρρύζω τα ακανθολογήματα, άπερ συνάγω εν τη ερήμω. Δεύρο λοιπόν και πάλιν φιλοξενήθητι υπό την σκιάν μου. Καγώ συλλέγω σοι εξ’ ακανθών μαστίχην ευώδη. Και όποταν σοι επέρχεται θλίψις αναμυρίκασαι τα εννοίας των λεγομένων και φανήσονται οι λόγοι μου γλυκύτεροι μέλιτος.
Λοιπόν οι δύο τρόποι της προσευχής είναι καλοί.
Αν και ο δεύτερος με τα λόγια είναι επίφοβος, όμως πιο καρποφόρος. Εγώ και τους δύο μεταχειρίζομαι κάθε εσπέρας. Πρώτον με λόγια· αφού κουρασθώ και δεν βρίσκω καρπόν τον κλείνω εις την καρδίαν.
Είδα εγώ εκείνον τον αδελφόν, όπου όταν ήτον νέος 28-30 ετών, εξ ώρας κατέβαζε τον νουν του εις την καρδίαν· και δεν τον εσυγχώρει να βγη έξω από τας εννέα απόγευμα έως τας τρεις την νύκτα· είχε ωρολόγι όπου κτυπούσε τις ώρες. Και εγένετο μούσκεμα στον ιδρώτα. Και κατόπιν εγείρετο εργαζόμενος τα υπόλοιπα χρέη.
Λοιπόν εν ολίγοις· δια να κερδίση ελευθερίαν ο άνθρωπος, οφείλει να σαπίση το σώμα του, και να μην ψηφίζη τον θάνατον.
Η προσευχή όπου γίνεται με τα λόγια, πάλιν νοερώς γίνεται, χωρίς φωνήν, και λέγεται αίτησις, ικεσία. Λοιπόν εκείνος που θα αρχίση την αιτήσιον ευχήν άρχεται ούτως:
«Θεέ αόρατε, ακατάληπτε· ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα· η μόνη δύναμις και βοήθεια πάσης ψυχής· ο μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος· η ζωή μου, η χαρά και ειρήνη…», και εξακολουθεί ώραν ικανήν με αυτοσχέδιον τοιαύτην ευχήν.
Και, ει μεν ενεργήση η χάρις, ευθύς ανοίγεται θύρα και φθάνει εις την πύλην του ουρανού· και ως στύλος η φλόγα πυρός αναβαίνει η προσευχή· και εις αυτήν την στιγμήν γίνεται η αλλοίωσις. Ει δε και δεν συμβάλη η χάρις, αλλά γίνεται σκορπισμός του νοός, τότε τον κλείει εις την καρδίαν κυκλοφερώς· και ως εν φωλέα ησυχάζει και δεν μετεωρίζεται –ώσαν που η καρδία επέχη τόπον κλεισούρας και φυλακής του νοός.
Ενώ, όταν γίνη αλλοίωσις, μέσης της αιτήσεως γίνεται. Και πλημμυρούσης της χάριτος πληρούται φωτισμού και απείρου χαράς. Οπότε μη δυνάμενος ο καταλήπτης να κρατήση το πυρ της αγάπης, καταπαύουσιν αι αισθήσεις και αρπάζεται εις την θεωρίαν. Μέχρις εδώ είναι αι κινήσεις της ιδίας του ανθρώπου θελήσεως. Πέραν τούτου δεν εξουσιάζει πλέον αυτός μήτε γνωρίζει τον εαυτόν του. Διότι ηνώθη πλέον αυτός με το πυρ, όλος μετουσιώθη, θεός κατά χάριν.
Αυτή είναι η θεία συνέντευξις, όπου τα τείχη απέρχονται και αυτός αναπνέει άλλον αέρα, της διανοίας, ελεύθερον, πλήρη ευωδίας, του Παραδείσου. Ύστερον πάλιν ολίγον-ολίγον συστέλλεται η νεφέλη της χάριτος και σκληρύνει ο πήλινος ως ο κηρός και έρχεται εις τον εαυτόν του ωσάν να εβγήκε από ένα λουτρόν· καθαρός, ελαφρός, διαυγής, χαριέστατος, γλυκύς, μαλακός ωσάν το βαμβάκι και πλήρης σοφίας και γνώσεως.
Πλην εκείνος που θέλει τοιαύτα οφείλει να βαδίζη προς θάνατον εις κάθε στιγμήν.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 25, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979