Φόβος Κυρίου αρχής της σοφίας, ομιλεί ο σοφός Σολομών, και συμφωνούν οι Πατέρες. Καγώ δε λέγω υμίν· «μακάριος και τρισμακάριος ανήρ ο φοβούμενος τον Κύριον».
Εξ αυτού του θείου φόβου γεννάται η πίστις προς τον Θεόν. Και πιστεύει ο άνθρωπος ολοψύχως ότι, αφού αφιερωθή εις τον Θεόν, έχει και ο Θεός όλην την πρόνοιαν δι’ αυτόν. Και εκτός τροφής και σκεπάσματος –όπου πάλιν Αυτός τον παρακινεί να φροντίζη- άλλην φροντίδα δεν έχει. Αλλά με όλην την απλότητα εις το θέλημα του Κυρίου ακολουθών υποτάσσεται.
Οπότε, όταν ριζώση η πίστις αυτή καταργείται τελείως η γνώσις εκείνη όπου γεννά την αμφιβολίαν εις όλα και σμικρύνει την πίστιν, και πολλάκις την αφαιρεί· διότι έχει ισχύν φύσεως, καθότι με αυτήν ανετράφημεν.
Αφού όμως νικήση η πίστις κατόπιν πολλών δοκιμασιών, τότε στρέφεται και γεννά, η μάλλον της δίδεται δώρον γνώσις πνευματική, όπου δεν αντίκειται εις την πίστιν, αλλά με τας πτερύγας της πετά και εξερευνά τα βάθη των μυστηρίων· και είναι πλέον αυτές αι δύο, πίστις και γνώσις –γνώσις και πίστις, αχώριστες αδελφές.
Ει δε και βλέπεις την γνώσιν να βασιλεύη, και εις ένα παραμικρόν κίνδυνον τα χάνεις και απελπίζεσαι, γίνωσκε ότι εισέτι υστερείσαι της πίστεως· και επομένως δεν έχεις ακόμη όλην σου την ελπίδα εις τον Θεόν, ότι δύναται να σε σώση από κάθε κακόν
Ας εξετάσωμεν λοιπόν τώρα εμείς, όπου αφιερώθημεν τω Θεώ, αν είναι η πίστις αυτή εις ημάς ή κυριεύη η γνώσις. Και, εάν μεν αφήνης τα πάντα εις τον Θεόν, ιδού όπου έχεις καταλάβει την πίστιν, και ασφαλώς χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν θα εύρης Αυτόν βοηθόν. Οπότε καν μυριάκις δοκιμασθής και σε πειράξη ο Σατανάς, ίνα σου αμβλύνη την πίστιν, εσύ προτίμησε μυριάκις τον θάνατον και μη υπακούσης την γνώσιν. Και ούτως θα ανοίγη η θύρα των μυστηρίων. Και θα θαυμάσης ότι ήσουν πρότερον δεμένος με αλύσεις της γνώσεως. Και τώρα πετάς με πτερύγας θεϊκάς επάνω από την γην. Και αναπνέεις άλλον αέρα ελευθερίας, όπου οι άλλοι τον υστερούνται.
Ει δε και βλέπεις την γνώσιν να βασιλεύη, και εις ένα παραμικρόν κίνδυνον τα χάνεις και απελπίζεσαι, γίνωσκε ότι εισέτι υστερείσαι της πίστεως· και επομένως δεν έχεις ακόμη όλην σου την ελπίδα εις τον Θεόν, ότι δύναται να σε σώση από κάθε κακόν. Φρόντισε να διορθωθής εδώ καθώς λέγομεν δια να μη υστερηθής ένα τόσον μέγα καλόν.
Και νυν πρόσεχε εις το λεγόμενον·
Ήλθε κάποιος μίαν φοράν εις ημάς, από χρόνια πολλά μοναχός, όπου ήτο στην Ελβετίαν. Διότι είχεν τρεις μεγάλας και φοβεράς αλλά και ανιάτους ασθενείας. Και εξώδευε πλούτον στα φάρμακα. Διότι ήτον πλούσιος άνθρωπος. Και επειδή κάποιος τον εσύστησεν εις εμένα να έλθη, να ειπή τον λογισμόν του, τον ελυπήθην πολύ. Λοιπόν τον είπα ότι γίνεται αμέσως καλά, μόνον να πιστεύση ότι δύναται ο Θεός να τον θεραπεύση. Τέλος, εάν σας γράψω όλην την ιστορίαν, το πόσον υπέφερα να τον πείσω, πρέπει να γράψω τέσσαρες κόλλες. Διότι, μήτε με άφηνε και να φύγη μήτε ήθελε να πιστεύση. Μέχρις ότου συνήργησεν ο Θεός και ήκουσε μίαν φωνήν αισθητώς·
-Διατί δεν ακούεις, να γίνης καλά;
Και έτσι ελυτρώθη. Διότι η αίτησις, όπου τον εζήτησα ήτον να φάγη τα αντίθετα –όπου έλεγεν ότι εάν φάγη θα αποθάνη- και να αφήση όλην την ελπίδα εις τον Θεόν, και αφήσας την γνώσιν να ακολουθήση την πίστιν. Και αντί δέκα φοράς όπου έτρωγε την ημέραν, μίαν να τρώγη. Μόνον τρεις ημέρας αρκέσθη ο Θεός να τον δοκιμάση. Και εγώ εκτενώς δι’ αυτόν προσηυχόμην. Και την νύκτα είδα καθ’ ύπνον δύο όρνεα φοβερά, που τον είχον αρπάσει δια να τον φάγουν. Και όφις τον είχε τυλίξει σφικτά εις τον λαιμόν. Και με εφώναζε με αγρίας φωνάς να τον σώσω. Οπότε παλαίσας εγώ με όλα αυτά τα εθανάτωσα και εξύπνησα. Έρχεται λοιπόν και μου λέγει·
-Έγινα τελείως καλά, όπως εγεννήθην!
Και όντως αποκατεστάθη η σάρξ του ως παιδίου μικρού. Είχε λοιπόν φάρμακα και δύο κάσσες ενέσεις. Και τον είπα και τα έρριξεν όλα τον κατήφορον εις τα βράχια. Και πλέον έζησεν υγιής, άπαξ της ημέρας εσθίων.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 30, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979