Αρχή της πνευματικής ζωής είναι ο αγώνας κατά των παθών. Αν ο αγώνας αυτός συνδεόταν μόνο με την αποφυγή της ηδονής, θα ήταν εύκολος. Το δυσκολότερο, όμως, στον αγώνας αυτόν είναι το δεύτερο στάδιο, όταν δηλαδή το ανικανοποίητο πάθος αρχίζει να τυραννά τον άνθρωπο με τις πιο περίεργες ασθένειες. Στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητες για τον ασκητή μεγάλη υπομονή και επιμονή, γιατί το ευεργετικό αποτέλεσμα της αντιστάσεως στα πάθη δεν έρχεται σύντομα.
Είναι φυσικό για τον άνθρωπο, στην κατάσταση που βρίσκεται, να περνά όλη τη ζωή του αγωνιζόμενος. Υπάρχουν, όμως, δύο ακραίες καταστάσεις, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η απουσία του αγώνα. Ο απαθής δεν έχει αγώνα, με την έννοια πως η προτεινόμενη εμπαθής ηδονή δεν τον προσελκύει καθόλου και όλα τελειώνουν στον «ψιλό» λογισμό. Απαθής, όμως, μπορεί να ονομασθεί κι εκείνος, ο οποίος, μολονότι υπόκειται σε προσβολές λογισμών, μένει απρόσιτος στις ελκτικές τους δυνάμεις. Σημείο πάλι πλήρους υποδουλώσεως είναι η απουσία αγώνα, γιατί σε όλες τις φάσεις της εξελίξεως του παθοκίνητου λογισμού ο άνθρωπος όχι μόνο δεν αντιστέκεται, αλλά σπεύδει ο ίδιος να τον συναντήσει και ζει μαζί του.
Στις συνθήκες της κατά σάρκα επίγειας ζωής ο άνθρωπος έχει και αδιάβλητα πάθη, δηλαδή πάθη ή ανάγκες, όπως είναι π.χ. η διατροφή, ο ύπνος κ.τ.λ., που χωρίς την ικανοποίησή τους γίνεται αδύνατη η συνέχιση της ζωής. Για ορισμένα χρονικά διαστήματα ο ασκητής καταφρονεί τις ανάγκες αυτές· αν, όμως, η κραυγή τους αρχίσει να απειλεί με ασθένειες, τότε ο ασκητής ορισμένες στιγμές αντιστέκεται μέχρι θανάτου με την απόφασή του να μην υποχωρήσει. Παρατηρήθηκε εν’ τούτοις ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις ο σωματικός θάνατος συνήθως δεν έρχεται· αντίθετα ο άνθρωπος διαφυλάσσεται μάλλον ακόμα περισσότερο από τον Θεό.
Όταν η ψυχή αξιωθεί να δεχθεί το Θείο Φως, τότε ζει αληθινά την αιώνια ζωή, δηλαδή τον Ίδιο τον Θεό· και όπου ο Θεός, εκεί και ελευθερία ανέκφραστη, γιατί τότε ο άνθρωπος υπερβαίνει το φόβο και το θάνατο
Τέτοια ανδρεία, αποφασιστικότητα μέχρι θανάτου, ομοιάζει με πύρινη φλόγα. Συνήθως, όμως, ο ασκητής κρατά αυτήν την φλόγα κρυμμένη στην ψυχή, χωρίς να δείχνει ολόκληρη τη δύναμή της. Αυτού του είδους η μετρημένη και ανεκδήλωτη ενέργειά της είναι απαραίτητη στη ροή της καθημερινής ζωής, για να μπορεί ο ασκητής να απολαύσει την ελευθερία από τους λογισμούς έστω και κατά διαστήματα.
Ο νους που κατέβηκε στη «βαθεία καρδία», με την πράξη αυτή της «ευκτικής» καθόδου του αποβάλλει κάθε εικόνα, όχι μόνο ορατή, αλλά και νοητή, και στην κατάσταση αυτή της καθαρότητας καταξιώνεται να παρασταθεί ενώπιον του Θεού. Και ότι προέρχεται από το άμορφο αυτό βάθος, παρότι αποκτά κατόπιν μορφή σκέψεως ή ενδύεται τη μία ή την άλλη εικόνα, δεν είναι πια πάθος, αλλά αληθινή εν Θεώ ζωή.
Στην κατάσταση αυτή αποκαλύπτεται ότι η ψυχή τείνει προς τον Θεό με τρόπο φυσικό, ότι είναι όμοια προς Αυτόν και ότι είναι απαθής κατά τη φύση της.
Από την εναλλαγή των καταστάσεων, κοινωνίας χάριτος και άρσεως της, πείθεται ο άνθρωπος με βεβαιότητα ότι «ουκ έχει ζωήν εν εαυτώ»· ότι η ζωή του είναι εν τω Θεώ και έξω απ’ Αυτόν είναι ο θάνατος. Όταν η ψυχή αξιωθεί να δεχθεί το Θείο Φως, τότε ζει αληθινά την αιώνια ζωή, δηλαδή τον Ίδιο τον Θεό· και όπου ο Θεός, εκεί και ελευθερία ανέκφραστη, γιατί τότε ο άνθρωπος υπερβαίνει το φόβο και το θάνατο.
Στην κατάσταση αυτή γνωρίζει ο άνθρωπος τον εαυτό του, και γνωρίζοντας καλά τον εαυτό του γνωρίζει τον άνθρωπο γενικά, με βάση το ομοούσιο όλου του ανθρώπινου γένους.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 2009, σελ 186-188