Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Ξενομανία: Μόδα ή ενσυνείδητη στροφή προς το ξένο;

Ξενομανία: Μόδα ή ενσυνείδητη στροφή προς το ξένο;

988

Κωνσταντίνας Φασούλη-Τσαμπαλά – φιλολόγου

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΜόδα ή ενσυνείδητη στροφή προς το ξένο η μανία που χαρακτηρίζει την εποχή μας;

Αυτή η επίμονη προσπάθεια για μίμηση, για εισαγωγή του ξένου στοιχείου στη ζωή μας είναι ένα φαινόμενο που κατακλύζει σήμερα, όχι μόνο τη νεολαία μας, αλλά ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.

Συνθήματα για παγκοσμιότητα, για ειρήνη και ένωση των λαών, για μία ενωμένη Ευρώπη, έντεχνα χρησιμοποιούμενα, γίνονται αιτία μιας ύπουλης εισβολής του ξένου στους τρόπους ζωής του λαού μας. Βέβαια δεν κατακρίνει κανείς τις προσπάθειες διαφόρων οργανισμών και συνασπισμών για ειρηνική συμβίωση των λαών. Όμως τα έθνη θα πρέπει να εισέρχονται σ’ αυτούς με ίσους όρους και χωρίς να χάνουν την εθνική τους συνείδηση.

Η ξενομανία δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Στον τόπο μας εισέβαλε πριν από 180 περίπου χρόνια, όταν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος παρέδιδε το πηδάλιο διακυβέρνησης του σε ένα ξενόφερτο βασιλιά, αφού προηγουμένως δολοφόνησε τον ευπατρίδη Καποδίστρια.

Με την άφιξη του νεαρού βασιλιά η Ελλάδα υποδέχεται και ένα πλήθος Βαυαρών που αποτελούν την αυλή και τον στρατό του άρχοντα του κράτους. Με την εισβολή των ξένων νέα ζωή αρχίζει στη χώρα. Οι πρόσφατα ελευθερωμένοι Έλληνες, ο λαός που μοχθεί και αγωνίζεται να οργανωθεί, να σταθεί στα πόδια του, βλέπει μες στο παλάτι να διοργανώνεται ένας τρόπος ζωής ξένος ως τώρα γι’ αυτόν. Οι αρχοντοπούλες των Αθηνών και οι κόρες των αγωνιστών αρχίζουν να εμφανίζονται στις δεξιώσεις του παλατιού ντυμένες σύμφωνα με την τελευταία ευρωπαϊκή μόδα και ο λεβέντικος ελληνικός χορός που μέχρι πριν από λίγο καιρό αντηχούσε και στις ψηλότερες ελληνικές κορφές από τους Κλέφτες και του Αρματωλούς, δίνει τη θέση του στους χορούς που επικρατούν τώρα στην Ευρώπη.

Αγνοούν ίσως οι περισσότεροι ότι τα Δημοτικά μας τραγούδια, τους χορούς, τα ήθη και τα έθιμα μας «έτρεχαν» στην ελληνική επαρχία, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ξένοι περιηγητές από την Ευρώπη και αλλού για να τα απολαύσουν και να τα καταγράψουν, σαν κάτι μοναδικό και υπέροχο

Μα και για τη διοργάνωση του νέου κράτους γίνεται χρήση ξένων προτύπων. Το πρώτο σύνταγμα που παραδίδεται στον λαό είναι σχεδόν αντιγραφή του γαλλικού και αυστριακού συντάγματος, η δε παιδεία διοργανώνεται σύμφωνα με τον γερμανικό τρόπο λειτουργίας των σχολείων και πανεπιστημίων και παραβλέπεται εντελώς η ιδιαιτερότητα της ψυχοσύνθεσης του Έλληνα.

Έτσι οι ξένοι μπαίνουν στη ζωή μας. Κι εμείς, αισθανόμενοι μειονεκτικά έναντι των άλλων Ευρωπαίων, επειδή δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε τον ρυθμό του πολιτισμού τους λόγω της μακροχρόνιας σκλαβιάς, βαλθήκαμε με την απελευθέρωση να τους φτάσουμε κάνοντας πελώρια άλματα και καταλήγοντας στην απλή μίμηση, χωρίς καμμιά συνειδητή αφομοίωση των όσων παίρναμε στα δικά μας δεδομένα, πράγμα το οποίο ήταν κανόνας για τους αρχαίους προγόνους μας.

Από δω και μπρος δεν θα λείψει η ξένη επίδραση και ανάμειξη στην εθνική και κοινωνική ζωή μας.

Ο 20ος και 21ος αιώνας, του τεχνικού πολιτισμού και των εφευρέσεων, βοηθάει στην ευκολότερη επικοινωνία των λαών. Όλα αυτά τα γνωστά μέσα: εφημερίδες, περιοδικά, κινηματογράφος, τηλεόραση και προπάντων το διαδίκτυο, ανοίγουν τα σύνορα των κρατών, εισβάλλουν σε κοινωνίες και οικογένειες και προκαλούν αναστατώσεις και ανατροπές. Νέα στοιχεία εισάγονται από το εξωτερικό και τα εγχώρια τίθενται υπό αμφισβήτηση. Πατροπαράδοτες ηθικές αξίες παραμερίζονται, θεωρούμενες ως αναχρονιστικές. Η βία και το έγκλημα είναι οι πιο συνηθισμένες εκδηλώσεις του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο. Νέοι επαναστατούν ζητώντας την κατάργηση κάθε ηθικού φραγμού. Η μόδα επιβάλλει μοντέρνο ντύσιμο, ξενόφερτη μουσική και διασκέδαση. Ο ελληνικός χορός και το τραγούδι αγνοούνται ή παραμερίζονται επίτηδες ως στοιχεία ξεπερασμένα που δεν εκφράζουν, κατά την άποψη πολλών, τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Τι μικρόψυχη και λανθασμένη, αλήθεια, αντίληψη! Αγνοούν ίσως οι περισσότεροι ότι τα Δημοτικά μας τραγούδια, τους χορούς, τα ήθη και τα έθιμα μας «έτρεχαν» στην ελληνική επαρχία, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ξένοι περιηγητές από την Ευρώπη και αλλού για να τα απολαύσουν και να τα καταγράψουν, σαν κάτι μοναδικό και υπέροχο.

Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ΚορυδαλλούΌτι δημιούργησαν οι παππούδες και οι πατεράδες μας ταιριάζει απόλυτα στην ψυχοσύνθεση μας και στον χαρακτήρα μας. Συμφωνεί με τους χτύπους της καρδιάς μας, με τους πόθους και τις λαχτάρες του έθνους μας και είναι διαχρονικό. Δεν μπορούμε να τα αγνοούμε και να τα απαξιώνουμε. Σήμερα μάλιστα που η χώρα μας έχει κατακλυσθεί από πλήθος μεταναστών και που ο καθένας απ’ αυτούς κουβαλάει και τη δική του κουλτούρα, ο κίνδυνος να χάσουμε την εθνική μας ταυτότητα είναι μεγάλος.

Τα μέγιστα όμως αυτή τη στιγμή κινδυνεύει και η γλώσσα μας που εμείς οι ίδιοι θέλουμε να την αποκόψουμε από τις ρίζες της, με τις τραγικές απλοποιήσεις που εισάγουμε στη διδασκαλία της και με τη χρήση πολλών ξένων λέξεων, είτε στον γραπτό είτε στον προφορικό λόγο. Και το ακόμη χειρότερο και παράλογο: έχουμε γεμίσει τους δρόμους και τα καταστήματα των πόλεων και της επαρχίας με ξένες επιγραφές, σε σημείο ώστε να αναρωτιέται κανείς αν βρίσκεται στην Ελλάδα ή σε κάποια άλλη χώρα. Και με τα τουρκικά σίριαλ που έχουν κατακλύσει τα ελληνικά κανάλια, νομίζει κανείς πως έχουμε μεταφερθεί στην άλλη όχθη του Αιγαίου.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, με μας τους Νεοέλληνες; Βαλθήκαμε να αυτοκτονήσουμε εθνικά; Δεν είναι παράλογο να ζητούμε να αποκοπούμε από τη γάργαρη πηγή της παράδοσης μας και να ξεδιψάμε στα ξένα θολόνερα;

Όμως για να μην απελπιζόμαστε κιόλας εντελώς, θα πρέπει να αναφέρουμε τις φιλότιμες και επίμονες προσπάθειες κάποιων συλλόγων και φορέων που επιμένουν ελληνικά. Που αγωνίζονται με νύχια και με δόντια να κρατήσουνε ότι ελληνικό ή να επαναφέρουν ότι ξεχασμένο.

«Στώμεν καλώς» λοιπόν. Οι περιστάσεις δεν επιτρέπουν τέτοια παιχνίδια και πειραματισμούς. Θα δεχτούμε βέβαια και το ξένο, αλλά με τον τρόπο που το χειρίστηκαν οι πρόγονοί μας, προσαρμόζοντας του στα δικά μας δεδομένα. Εκείνο που επιβάλλεται να κρατήσουμε είναι τα ιδανικά που μας κληροδότησαν οι παλαιότερες γενιές, τις γερές και υγιείς βάσεις πάνω στις οποίες στήριξαν εκείνοι την ελληνική κοινωνία και έγραψαν την πανάρχαια ελληνική μας Ιστορία.

Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη