Δεν θα αναπτύξω εδώ την αξία του Μοναχισμού, ως “τελειοτάτης οδού θεώσεως”, στηριζόμενος, όχι βεβαίως στην ανύπαρκτη πείρα μου, αλλά στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Δεν θα μιλήσω για τους κοπιώδεις και πραγματικά ηρωικούς αγώνες των Μοναχών για κάθαρση από “ψεκτών παθών”, των οποίων αγώνων εμείς που ζούμε στον κόσμο δεν έχουμε καμία ή ελαχίστη “γεύση”. Δεν θα πω τίποτε για την ασίγητο λατρεία του Τριαδικού Θεού, η οποία τελείται στις ιερές Μονές και στην καρδιά κάθε Μονάχου. Δεν θα επισημάνω τα “ουράνια χαρίσματα”, τα οποία πολλοί Μοναχοί αξιώθηκαν. Θα σταθώ σε ένα και μόνο σημείο, το οποίο έχει άμεση σχέση με το ερώτημα που υποβλήθηκε. Και θα τολμήσω να ισχυρισθώ ότι ο Μοναχός προσφέρει πολλά «στην ταλαιπωρούμενη Κοινωνία»! Θα τολμήσω να ισχυρισθώ ότι ο Μοναχός, κάθε Μοναχός, (εννοείται, αληθινός Μοναχός,) είναι ιεραπόστολος! Είπα “κάθε Μοναχός”, διότι πρόθεσή μου δεν είναι να περιορίσω την ιδιότητα του ιεραποστόλου μόνο στους Μοναχούς εκείνους, οι οποίοι, έχοντας και το Χάρισμα της Ιεροσύνης, εξέρχονται από την ιερή τους Μάνδρα και, με την άδεια των Επισκόπων, περιοδεύουν στις πόλεις και τα χωριά, διδάσκοντας και εξομολογώντας, ούτε σε εκείνους, οι οποίοι, έχοντας συγγραφικό χάρισμα, μερικές φορές σπάνιας δύναμης, εκδίδουν θαυμάσια βιβλία και με αυτά οικοδομούν χιλιάδες ψυχές και μάλιστα για ολόκληρες γενιές, ως π.χ. ο άγιος Νικόδημος.
Ένα “καρδιοστάλακτον δάκρυον” αγιασμένης ύπαρξης είναι δυνατόν να φέρει αποτελέσματα για τα οποία θα απαιτούνταν πολλά κηρύγματα και πολλά βιβλία
Εγώ, αδελφοί μου, πιστεύω -και μη θεωρήσετε ότι μιλάω παράδοξα, διότι θα δικαιολογήσω την πίστη μου αυτή- ότι ιεραπόστολοι είναι και οι Μοναχοί εκείνοι, οι οποίοι ποτέ δεν βγήκαν έξω από τον περίβολο της Μονής τους ούτε έγραψαν κάποια σελίδα. -Εννοείς την προσευχή, θα πουν μερικοί από σας. Βεβαίως εννοώ και την προσευχή, αλλ’ όχι μόνο την προσευχή. Η δύναμη της προσευχής και μάλιστα της προσευχής ανθρώπων που έχουν “βίον Θεώ κεκαθαρμένον ή καθαιρόμενον”, ανθρώπων “πολλήν προς Θεόν κεκτημένων παρρησίαν”, είναι πανίσχυρη. Ένα “καρδιοστάλακτον δάκρυον” αγιασμένης ύπαρξης είναι δυνατόν να φέρει αποτελέσματα για τα οποία θα απαιτούνταν πολλά κηρύγματα και πολλά βιβλία. Η προσευχή θαυματουργεί. “Πολύ ισχύει δέησις, δικαίου ενεργουμένη. Ηλίας άνθρωπος ην ομοιοπαθής ημίν, και προσευχή προσηύξατο του μη βρέξαι, και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας εξ. και πάλιν προσηύξατο και ο ουρανός υετόν έδωκε και η γη εβλάστησε τον καρπόν αυτής” (Ιακ. ε’, 16 κ.ε.). Δεν απευθύνομαι σε απίστους ή σε θρησκευτικώς αδιάφορους. απευθύνομαι σε πιστούς. Και γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να επεκταθώ εν προκειμένω. Όλοι αποδεχόμαστε την δύναμη της προσευχής, όλοι γνωρίζουμε τα σωτήρια αποτελέσματά της. Επομένως όλοι πρέπει να βλέπουμε σαν μεγάλη προσφορά προς τον κόσμο τις προσευχές των Μοναχών. Σκεφτείτε! Δεν υπάρχει ώρα, δεν υπάρχει στιγμή του εικοσιτετραώρου, κατά την οποίαν να μη αναβαίνουν θερμές ικεσίες προς τον Θρόνο του Δυνατού. Καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο ο Θεός “πολιορκείται” από πύρινες και δακρύβρεκτες δεήσεις “να ελεήσει” και “να σώσει” τον κόσμο. Και όταν εμείς εργαζόμαστε και όταν τρώμε και όταν κοιμόμαστε, κάποιοι προσεύχονται για μας, κάποιοι “σχολάζουν” και αγρυπνούν και, με αγωνία ψυχής, κραυγάζουν το “Κύριε, ελέησον!”. Μικρή είναι αυτή η προσφορά; Επισκέφθηκα πριν χρόνια μεγάλη γυναικεία Μονή. Μεταξύ των μοναζουσών, τις οποίες γνώριζα, ήταν και μία σχεδόν αιωνόβια. Ύπαρξη ολιγογράμματη, αλλά αγιασμένη. Λόγω του γήρατος δεν σηκωνόταν πλέον από το κρεβάτι. Κλαίγοντας μου είπε το… παράπονό της:
«Αχ, αυτή η Γερόντισσα! Την παρακαλώ να μου δίνει δουλειά να κάμω εδώ επάνω στο κρεβάτι, αφού δεν μπορώ να σηκωθώ αν δεν με κρατούν, και αυτή δεν μου δίνει. Μπορώ να τυλίγω κουβάρια. Δεν με αφήνει όμως. Μου λέει ότι δούλεψα ογδόντα χρόνια στο Μοναστήρι. (Είχε μεταβεί εκεί σε ηλικία 16 ετών). Αλλά έτσι εγώ τρώω δωρεάν το ψωμί μου. Δουλεύουν άλλες και ταΐζουν έμενα. Τί να κάμω όμως; Η Γερόντισσα δεν υποχωρεί. Στενοχωρήθηκα τόσο που δεν ήθελα να τρώω. Αλλά μετά σκέφθηκα κάτι και αναπαύθηκα. Σκέφθηκα να κάμω συνέχεια προσευχή για όλους. Έτσι μου φαίνεται σαν να δουλεύω και εγώ. Βλέπεις αυτό το κομποσχοίνι; (Μου έδειξε κομποσχοίνι που είχε πολύ μεγάλους κόμπους). Δεν το αφήνω καθόλου από τα χέρια μου μέρα-νύκτα, εκτός από δύο-τρεις ώρες που κοιμάμαι. Κάνω συνέχεια προσευχή για την Γερόντισσα και για τις Καλογριές που δουλεύουν για να τρώω εγώ. Αλλά κάνω και για όλους. Για τον Δεσπότη μας και για τους άλλους Αρχιερείς, για τους Ιερείς, για τους Κήρυκες, για τους Άρχοντες, για τους Δικαστές, για το Στρατό, για τους Χωροφύλακες, για τους Δασκάλους, για τους Μαθητές, για τις χήρες, για τα ορφανά, για όλους όσους θυμηθώ. Έτσι αισθάνομαι λιγότερο βάρος στην ψυχή μου που τρώω δίχως να δουλεύω…».
Δακρύζω όσες φορές φέρω στην μνήμη μου την σκηνή αυτή. Από τότε δεν ξαναείδα την οσία εκείνη Μοναχή. Μετά από λίγους μήνες έφυγε σε άλλους κόσμους, για να συνεχίζει από εκεί τις “εκ βαθέων” προσευχές της “για όλους όσους θυμηθεί” (ελπίζω και για μένα…), αν και πλέον δίχως το χοντρό κομποσχοίνι της, το οποίο τάφηκε μαζί με το ιερό σκήνωμά της…
Μοναχός και Ιεραποστολή – Επιφανίου Ι. Θεοδωρόπουλου Αρχιμανδρίτου, Ανατύπωσις υπο μοναστικής αδελφότητος Δανιηλαίων 1989