Ας δούμε τώρα μερικά απλά χαρακτηριστικά, χωρίς τα οποία ούτε το Άγιον Πνεύμα ούτε το φρόνημα του Γέροντος ούτε η σύμμορφος ζωή του υποτακτικού προς τον Γέροντα μπορούν να καλλιεργήσουν την προσωπικότητα του μοναχού. Αυτά περιλαμβάνονται μέσα στην ενότητα της αδελφότητος, αλλά πρέπει να τα μνημονεύσωμε ιδιαιτέρως.
Το πρώτο είναι η χαρά μας ενώπιον του Κυρίου. Η χαρά εκφράζει την ευγνωμοσύνη μας στον Θεόν, διότι ποιός άνθρωπος μπορεί να πη ότι δεν οράται αδιαλείπτως από τον Θεόν, δεν κατακλύζεται από τις δωρεές του; Όταν λοιπόν δεν χαίρωμαι, σημαίνει ότι είμαι αγνώμων έναντι του Θεού. Η χαρά είναι η πίανσις, η λίπανσις του χώματος, για να μπορή να πιάση ο σπόρος και να φυτρώση. Ειδάλλως, δεν θα αποδώση παρά μόνον ζιζάνια. Την χαρά μας την αφαιρεί η ιδεολογία μας, ο οραματισμός μας, η ανάμειξίς μας σε ξένα θέματα, η διαταραχή της σχέσεώς μας με τον Γέροντα. Την χαρά την αίρουν επίσης τα πάθη μας. Μπορεί όμως να είναι κάποιος εμπαθής, αλλά να έχη εναποθέσει τα πάθη του στον Θεόν. Τότε δεν έχει καθόλου λύπη· έχει μια ελπίδα. Γενικώς, η χαρά αίρεται, όταν μπαίνη το εγώ στην ζωή μας.
Η ελλειψις χαράς είναι παθολογικό στοιχείο του ανθρωπου, εκούσιο κλείσιμο στον εαυτό του. και ο,τιδήποτε θελήση να κάνη δεν θα το επιτύχη. Πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίση το χωράφι του, να δή τί συμβαίνει και δεν είναι χαρούμενος. Εν συνεχεία, να επιδιώξη την χαροποίησι του εαυτού του, και κατόπιν η ειρήνη του Θεού να πάρη την θέσι της χαράς. Έτσι μπορεί ο άνθρωπος να διατηρήση την σχέσι του με τον Θεόν και με τον Γέροντά του και να ζήση μία ζωή αληθινή. Είμαι καλός, πιστός, τέλειος, άγιος; είμαι διδάσκαλος; Εάν δεν είμαι χαρούμενος, δεν είμαι τίποτε. Αξίζει να μου πουν: «Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν και μετά παραδώσου στον Θεόν». Ο Θεός δεν μπορεί να μπη σε μια καρδιά που δεν είναι χαρούμενη, δεν μπορεί να βρή σημείο επαφής, διότι είναι ειρήνη, είναι πλήρωμα χαράς. Μόνον τα ομοιογενή μπορούν να ενωθούν, γι’ αυτό και μόνον με μια χαρούμενη ψυχή μπορεί να ενωθή ο Θεός. Στον μοναχό ο οποίος δεν είναι χαρούμενος ο Γέροντας δεν μπορεί να κάνη τίποτε απολύτως, τα χέρια του είναι πλήρως δεμένα. Όποιος νομίζει ότι κοντεύει να φθάση «εις το μέτρον του πληρώματος των απαιτήσεων του Χριστού» αλλά δεν είναι χαρούμενος, μπορεί να καταλάβη ότι είναι εν τελειότητι πλάνης. Η χαρά είναι το κριτήριο, το θερμόμετρο.
Την χαρά μας την αφαιρεί η ιδεολογία μας, ο οραματισμός μας, η ανάμειξίς μας σε ξένα θέματα, η διαταραχή της σχέσεώς μας με τον Γέροντα. Την χαρά την αίρουν επίσης τα πάθη μας
Η χαρά είναι κάτι το εξωτερικό, αλλά και κάτι το εσωτερικό. Πάντως είναι αναγκαία προύπόθεσις, διότι η έλλειψις χαράς κάνει τον άνθρωπο να ερμηνεύη διαφορετικά τα πράγματα και να τα αλλοιώνη. Όπως, εάν ρίξης σε καθαρό νερό μία σταγόνα νιτρικού οξέος, αμέσως θα αλλάξη ουσία, έτσι ακριβώς και μία σταγόνα πικρίας, στενοχώριας, θλίψεως, αλλοιώνει όλη την ατμόσφαιρα του ανθρώπου, εξοβελίζει τον Θεόν.
Αλλά η χαρά χρειάζεται να υπάρχη και στην αδελφότητα, διότι είναι στοιχείο και της προσωπικής ζωής και της αδελφότητος. Δεν μπορώ να είμαι χαρούμενος, αν όλοι πλάι μου δεν έχουν την τάσι και την ατμόσφαιρα της χαράς, ούτε όμως έχω κάποιο όφελος, αν δεν προσλαμβάνω αυτή την χαρά από την αδελφότητα. Μόνον όταν την προσλαμβάνω, μπορώ να πω ότι έχω κοινωνία με τον Γέροντα, και τότε μπορώ να απορροφήσω τον Θεόν διότι ο Θεός είναι η ζωή η οποία υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, αλλά και η ζωή η οποία διά του ανθρώπου διαβιβάζεται.
Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 445-450