Κατόπιν χρόνου πολλού, εσήμερον μόλις, παιδί μου, επήρα επιστολήν σου.
Και ήμην το διάστημα αυτό ως στενοχωρημένος. Καθότι εσχάτως δεν ήσουν καλά και σε είχον κάπως μαλώσει. Και είχον δι’ αυτό λύπην και πόνον εις την πτωχήν μου καρδίαν.
Τέλος πάντως εσήμερον εχάρην μικρόν, μανθάνων ότι συνήλθες ολίγον και αρχίζεις να διορθώνης την μικράν σου βαρκούλα, να πλεύσης προς το γαληνώδη και ακύμαντον λιμένα της απαθείας.
Κατά αλήθειαν, τέκνον μου, μέγας ο αγών κατά των παθών, αλλά χάριτι Θεού όλα κατορθούνται· και τη Αυτού βοηθεία, τα αδύνατα δυνατά γίνονται.
Εις όλους μας, παιδί μου, συμβαίνουν αυταί αι αλλοιώσεις, αλλά θέλει εις τον αγώνα υπομονήν και επιμονήν.
Όλαι αυταί αι ανωμαλίαι, η ταραχή, το μίσος, αποστροφή, κινήσεις άγριαι των παθών, όλα είναι του Σατανά. Και θέλουν όλα εξ’ ίσου αποστροφήν. Με το ζόρι, με πόνον, με θλίψιν. Ευθύς εξ αρχής. Προτού εισέλθουν αυτοί και πιάσουν τα νομάς και κόψουν τα ύδατα έξωθεν και λιμοκτονήσουν την ψυχήν από την ουράνιον δρόσον.
Βλέπεις; Όταν γίνεται συγκατάθεσις εις τους λογισμούς, όπου σπέρνει ο πονηρός, τότε σου κόπτει αμέσως την παρρησίαν της προσευχής.
Mε την αγάπην προς τον Χριστόν και την Παναγίαν περισσοτέρως αποκτάς νήψιν και θεωρίαν παρά με άλλους αγώνας
Ιδού όπου σου έκοψεν έξω τα ύδατα, της ψυχής την τροφήν, και θα λιμοκτονήσης εις ολίγας ημέρας. Ενώ εις την αρχήν ημπορείς με ολίγην αντίρρησιν να τους αποκρούσης. Και συ αμελείς και χαυνώνεσαι προσέχων επιμελώς τοις αυτών λεγομένοις. Όταν έμβουν αυτοί, θα μας σύρουν αιχμαλώτους.
Πρόσεχε και μη δίδης εμπιστοσύνην, καν να νομίζης πως έφυγαν. Δι’ ολίγον τους διώχνουν αι ευχαί των μεγαλυτέρων σου, αλλά αυτοί πάλιν γυρίζουν. Η χάρις τους αναχαιτίζει, δια να ενθαρρυνθή η ψυχή, αλλά και πάλιν αυτοί επιστρέφουν.
Όμως εν καιρώ της ειρήνης εσύ μη αμελής, αλλά προσεύχου, κάμνε διόρθωσιν, ετοιμάζου προς πόλεμον. Δίδε θάρρους του εαυτού σου. Έχε υπομονήν. Κάμνε τέλειαν υπακοήν. Έτσι δύνασαι χωρίς άλλο να λάβης απαλλαγήν μίαν ημέραν. Αλλά με αγώνα πολύν και πολλήν προσοχήν.
Όταν γίνεται συγκατάθεσις εις τους λογισμούς, όπου σπέρνει ο πονηρός, τότε σου κόπτει αμέσως την παρρησίαν της προσευχής
Το κάθε βήμα όπου θα κάμη ο μοναχός εις τα εμπρός πρέπει να χύση δάκρυα πολλά, και αίμα σταγόνες, και χρόνον καιρόν. Και έρχεται ο διάβολος, το αρχαίον κακόν, και του βάζει ένα λοστόν, όπου, αν δεν προλάβη η χάρις και άλλων ευχές, του τα γυρίζει όλα καπάκι. Και πάλιν αρχή εξ αρχής. Και πάλιν αίματος χύσις.
Δι αυτό χρεία υπομονής. Μη αθυμής. Μη μικροψυχής. Κάμνε υπομονήν, να σε σκεπάζη η χάρις. Έχεις πολλούς όπου σε βαστάζουν.
Το κάθε σου βήμα προς την ευθυμίαν δίδει και εις εμέ ευθυμίαν. Η ιδική σου ανάστασις συνανασταίνει την ψυχήν μου.
Από τον εαυτόν μου και από τα ιδικά μου βάσανα γνωρίζω καλώς τους πειρασμούς της Γερόντισας. Ότι πολύ πάσχει και υποφέρει, φέρουσα καθ’ εκάστην τα βάρη σας, δια την ευθύνην που έχει ενώπιον του Θεού. Πικρίαν γεύεται κάθε ημέραν και πόνον εκ περισσού. Και, τότε μόνον αγάλλεται, όταν εσείς βαδίζετε δρόμον καλόν.
Τώρα βλέπεις ότι ήλθε πάλιν η χάρις. Πρόσεχε ότι πάλιν θα φύγη. Και, αν φεύγη· ανδρεία, υπομονή, τελεία υπακοή· και πάλιν θα έλθη. Σε είπον, ότι τα Χριστούγεννα ήθελεν έλθη. Ήλθε, αλλά δεν εστάθη, διότι δεν σε ευρήκε με ζήλον. Τώρα, ήλθεν, αλλά πάλιν θα φύγη, δια να σε καθαρίση από τα πάθη. Τούτο θα γίνεται μέχρις ότου γένης καθώς θέλει ο Κύριος δια τόπον και τρόπον να μένη η χάρις Του. Λοιπόν βιάζου εις τον αγώνα. Μη ραθυμής και αφήνης τον καιρόν να περνά. Διότι τον χρόνον όπου ξοδεύεις ασκόπως και μάταια κάθε ημέραν δεν θα τον ξαναβρής. Και θα έχης να δώσης λόγον δι’ όλες τις ημέρες και ώρες και στιγμές της ζωής σου. Ο άνθρωπος δεν είναι να τρέχη μόνον, αλλά να μετρά και τα στάδια του δρόμου. Μήτε πάλιν να μένη οπίσω, να αμελή.
Επί τούτοις μάθε και τουτο· ότι με την αγάπην προς τον Χριστόν και την Παναγίαν περισσοτέρως αποκτάς νήψιν και θεωρίαν παρά με άλλους αγώνας. Καλά είναι και όλα τα άλλα, όταν καλώς γίνωνται, αλλ’ η αγάπη υπέρκειται όλων. Οπόταν περιπτύσσεσαι την εικόνα ως ζώσαν και με δάκρυα θερμώς την καταφιλείς.
– Μάννα μου, φωνάζεις, Παναγία μου, σώσον με, ότι χάνομαι εάν με αφήσης! – Κύριε Θεέ μου, ελέησόν με δια της Παναχράντου Σου Μητρός και Πάντων Σου των Αγίων!
Και όταν τοιαύτα λέγοντας βλέπης αγάπην πολλήν, όπου θέλεις να καταφιλής συνεχώς την εικόνα, αυτό είναι σημείον ότι σου ανταποδίδει τον ασπασμόν. Εγώ δεν ημπορώ να ασπασθώ μίαν φοράν την εικόνα της Παναγίας και να χωρίσω. Αλλ’ όταν πλησιάσω κοντά ώσαν μαγνήτης με τραβάει επάνω της. Και πρέπει να είμαι μόνος. Διότι θέλω ώρες να την ασπάζωμαι. Και κάτι ζώσαν πνοήν γεμίζει μέσα η ψυχή μου και γεμίζω χάριν και δεν με αφήνει να φύγω. Αγάπη, έρως Θεού, πυρ φλέγον· όπου μόλις εισέλθης στην εκκλησίαν προλαμβάνει –όταν είναι θαυματουργός η εικών- και αποδίδει τόσον ευώδη πνοήν, όπου μένεις ώρες εκστατικός χωρίς να είσαι στον εαυτόν σου, αλλά είς ευώδη Παράδεισον.
Τόσην χάριν δίδει η Παναγία μας εις όσους φυλάγουν σώμα αγνόν.
Διότι ως εκατάλαβα πολύ αγαπά την αγνείαν. Δι’ αυτό και εγώ παντός άλλου πάθους περισσότερον επολέμησα με την σάρκα. Και μοι εδόθη ως δώρον η καθαρότης, να μην ξεχωρίζω γυναίκα ή ανδρα. Με την δωρεάν του Κυρίου έλαβον εν αισθήσει την χάριν της καθαρότητος.
Ταύτα γράφω σοι τέκνον μου, και ταις αδελφαίς σου να βιάζεσθε εις την μίμησιν. Αλλέως δεν ήτον λόγος να εκφαίνω την πνευματικήν μου κατάστασιν, μήτε να με επαινέσετε θέλω. Αλλ’ επειδή σας έχω μέσα εις την ψυχήν μου ως γνήσιος υμών εν Χριστώ αδελφός, δι’ αυτό επιθυμώ κατά δύναμιν να σας βοηθήσω. Έκαστος ας δοκιμάση. Εάν βιασθήτε, θα ιδήτε πόσον μας αγαπά η Παναγία μας.
Μίαν εσπέραν ασπαζόμενος την Εικόνα της εκουράσθην. Και καθίσας εις το στασίδι ύπνωσα μικρόν. Και ήλθεν εν σώματι –όχι εικόνα- και με κατεφίλει· και επλήσθην αρρήτου χαράς και ευωδίας. Το δε ουράνιον εκείνο Βρέφος με εθώπευε εις όλον το πρόσωπον –φιλώντας εγώ το παχουλόν του χεράκι- όπως είναι ζωντανόν. Και δεν νομίζεις πως είναι ύπνος, αλλ’ ώσαν μίας άλλης ζωής αίσθησις, άγνωστος και άγευστος εις τους μη ειδότας τοιαύτα.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 34, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979