Αδελφή εν’ Κυρίω και ευλαβεστάτη καθηγουμένη…Εύχομαι δια την υγείαν σου, όπου είναι πολύτιμος δια την Συνοδείαν σου.
Ευλογημένη Γερόντισα. Εσήμερον έλαβον την επιστολήν σου και είδον τα εν αυτή. Αφού με γράφεις ότι θα γίνη ωφέλεια, πιστεύω και εγώ εν τοις λόγοις σου και αφήνω το θέλημά μου, ευχόμενος να σας γίνη η κάθε λέξις ωφέλεια και ψυχής σωτηρία.
Λοιπόν, άνοιξόν σου τα ώτα και δέξαι τους λόγους μου.
Εμείς, αδελφή μου, όταν ήλθαμε εις το Άγιον Όρος δεν εκλείσθημεν, εις ένα σπίτι καθώς οι πολλοί συνηθίζουν. Αλλά εζητήσαμεν, εφωνάξαμεν, εκλαύσαμεν· βουνό και τρύπα δεν αφήσαμεν, γυρεύοντες απλανή οδηγόν· να ακούσωμεν λόγια ζωής, όχι αργά και μάταια. Λοιπόν δεν αφήσαμεν Γέροντα Ερημίτην όπου να μη λάβωμεν εξ αυτού έστω και ρανίδα ωφέλειαν.
Άλλος ενενήντα ετών μας έλεγε ότι εκάθισε σε μίαν κορυφήν δεκαεπτά χρόνους. Και έπιπταν κεραυνοί και του έσχιζαν τα ρούχα· και έκαμνε άκραν υπομονήν.
Άλλος μας έλεγεν ότι είχε δώσει αντίδωρον σε γυμνούς αγίους Ασκητάς, όπου ήσαν αόρατοι.
Άλλος ότι τους κοινωνούσε λειτουργών τα μεσάνυχτα.
Άλλος ότι ήτον Ρώσος και έκαμε χρόνια εις την κορυφήν. Και κάθε δέκα χρόνους ήρχετο και συναντούσε έτερον Ερημίτην. Και μας είπεν ότι τώρα όπου είμεθα εκεί τον περίμενε. Και θα τον βλέπαμε και ημείς. Αλλά φαίνεται ότι απέθανεν εις την έρημον.
θα φύγουν οι θησαυροί εις του Θεού τα ταμεία και θα πέση πείνα, να μη ακούεται λόγος Θεού. Οι λύχνοι σβήνουν. Και βαδίζομεν εις σκότος ψηλαφητόν. Λόγος πώς να σωθής σπανίως ακούεται
Όλοι αυτοί ευωδίαζαν ως άγια λείψανα.
Και τοιαύτα ακούων εγώ άναβεν μέσα μου η φωτιά περισσότερον. Λοιπόν αρωτούσα· πως τρώγουν, πως προσεύχονται, τι είδαν, ει εννόησαν, αποθνήσκοντες τι βλέπουν.
Άλλος είδε την Παναγίαν, άλλος Αγγέλους, εβγαίνοντας η ψυχή τους. Και τον νυν συμβαίνουν αυτά. Όπου προ του θανάτου βλέπουν οράσεις, να τους πάρη ο Θεός με γαλήνην.
Όθεν τοιαύτα ως ήκουον έτρεχα διψασμένος, όταν απέθνησκαν, να βλέπω, να ακούω τι λέγουν.
Και από αυτούς τους αγίους έλαβα «τάξιν» και «τυπικόν» πώς να περιπατώ στην ζωήν μου. Αυτοί με ωδήγησαν. Δεν λέγω τίποτε εδικόν μου.
Ήξευρα και το σπίτι του Γέροντος όπου λέγετε· αυτόν που καλάϊτιζε, τον ζαχαρά που εψάρευε, τον παπα-Νεόφυτον όπου έκαμε τα εγκόλπια, και άλλους πολλούς. Αλλά εγώ εκύτταζα που υπάρχει ζωή. Που ημπορώ να κερδίσω ωφέλειαν ψυχής. Όπου θα φύγουν οι θησαυροί εις του Θεού τα ταμεία και θα πέση πείνα, να μη ακούεται λόγος Θεού. Οι λύχνοι σβήνουν. Και βαδίζομεν εις σκότος ψηλαφητόν. Λόγος πώς να σωθής σπανίως ακούεται. Μόνον καταλαλιά και κατάκρισις. Ένας να θέλη να διδάσκη τον έτερον· και κάποιος αραιά την ζωήν του να δίδη εις επαλήθευσιν του Ευαγγελίου –ως συνέχειαν της ζωής των Πατέρων. Φόβος μέγας των πειρασμών και καύχησις άμετρος δια των λόγων.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 26, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979