Η ευλογημένη ψυχή αγαπούσε πολύ την Εκκλησία. Η Εκκλησία ήταν η ζωή της. Καθημερινώς πήγαινε σε ναούς να προσευχηθή και να αντλήση δύναμη από την χάρη της Παναγίας και των Αγίων. Η αρρώστια του γυιού της Κωνσταντίνου την έκανε δυνατή και με την προσευχή παρηγοριόταν. Κάθε μέρα διάβαζε την Παράκληση της Παναγίας. Εκκλησιάζετο, εξωμολογείτο και κοινωνούσε τακτικά. Η ευλάβειά της φαίνεται και από το εξής: Είχε βγάλει αντικλείδια από όλα τα εξωκκλήσια της Τριπόλεως. Σχεδόν κάθε μέρα έπαιρνε το μπουκαλάκι με το λάδι στο ένα χέρι και στο άλλο το κομποσχοίνι και πήγαινε, άναβε τα καντήλια και μόνη της στην ερημιά προσευχόταν για πολλή ώρα.
Κάποτε που πήγε στον άγιο Μηνά ξέχασε να πάρη το κλειδί μαζί της. Έκλαιγε και προσευχόταν και έλεγε «τι να κάνω τώρα;». Και ξαφνικά άνοιξε μόνη της η πόρτα.
Άλλη φορά που πήγε στον άγιο Δημήτριο με την Μαρία Κολοκοτρώνη άκουσαν ψαλμωδίες. Νόμισαν ότι γίνεται Εσπερινός. Αλλά δεν ήταν κανείς μέσα. Η Μαρία άκουσε μόνο βήματα, η κυρά-Γιαννούλα είδε τον άγιο Δημήτριο.
Πήγε να ανάψη τα καντήλια στην Αγία Τριάδα και προσευχόμενη νύχτωσε. Επιστρέφοντας έβλεπε τρία παιδάκια να προπορεύωνται.
Κατηφορίζοντας τα βουναλάκια μέσα στις ερημιές όταν επέστρεφε από τα εξωκκλήσια ένιωθε την παρουσία των Αγγέλων και Αγίων ιδιαιτέρα του Αγίου Γεωργίου, ώστε να μη φοβάται στο σκοτάδι. Έλεγε: «Σήμερα με έφερε ο άγιος Αθανάσιος γιατί ήμουν πολύ κουρασμένη και αδύναμη».
Κάποτε σ’ ένα ερημοκκλήσι άνοιξε την καρδιά της και εξέχεε ενώπιον του Κυρίου την δέησή της, απαγγέλοντας τις θλίψεις της και τα βάσανα των ανθρώπων. Η προσευχή της παρατάθηκε μέχρι που νύχτωσε. Τότε είδε τον άγιο Γεώργιο ο οποίος μάλιστα την συνώδευσε στην ερημιά.
Τέτοιες αγιοφάνειες είχε πολλές στην ζωή της, αλλά ποιος είχε την πρόνοια τότε να τις σημειώσει; Αυτά παραμένουν άγνωστα καθώς και οι προσωπικοί της αγώνες και τα πολλά θαύματα της προνοίας του Θεού στις δυσκολίες της. Χαρακτηριστικό της ευλαβείας της και της αγάπης της για την ευπρέπεια των οίκων του Θεού είναι το ακόλουθο. Κάποτε εώρταζε η Εκκλησία του αγίου Κωνσταντίνου στο Μαντζαγρά. Είδε η κυρά-Γιαννούλα ότι η εικόνα του Αγίου δεν ήταν στολισμένη. Με μια φίλη της από σπίτι σε σπίτι μάζεψαν λουλούδια και έκανα στεφάνι για την εικόνα. Όταν όμως γύρισε σπίτι της ο άνδρας της ήταν εξαγριωμένος και την κλείδωσε έξω. Δεν τα έχασε. Έκανε προσευχή και κλαίγοντας πήρε μία σκάλα, ανέβηκε από το παράθυρο και πήγε για ύπνο.
Χαιρόταν να βοηθά από το υστέρημά της Εκκλησίες και Μοναστήρια. Έκανε τοιχογραφία του οσίου Αρσενίου του Καππαδόκου στον προφήτη Ηλία Τριπόλεως και την εικόνα των Αρχαγγέλων στο Εκκλησάκι της Αναστάσεως, που βρίσκεται στο στρατόπεδο της Αεροπορίας, καθώς επίσης τοιχογραφίες του προφήτη Ηλία και της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας. Βοηθούσε πολύ την Εκκλησία προσφέροντας χρήματα και προσωπική εργασία. Έκανε εράνους για την ανέγερση της Εκκλησίας του αγίου Ραφαήλ. Ήταν τότε μικρό Εκκλησάκι και τώρα έγινε ενορία που λειτουργείται κανονικά. Έρραβε καλύμματα για την Αγία Τράπεζα και πετραχήλια, και τα έστελνε σε Εκκλησίες. Έστελνε σε Μοναστήρια τρόφιμα, χρήματα αλλά και ονόματα που είχαν ανάγκη να μνημονεύωνται. Έκανε πολλές δωρεές σε φτωχά προσκυνήματα, σε εκκλησούλες μικρών χωριών, όπου μάθαινε ότι έχουν ανάγκες. Έστελνε ιερά σκεύη, καμπάνες, σταυρούς και μόνης της έρραβε σε μια ραπτομηχανή παλαιάς τεχνολογίας ακόμη και τις νύχτες καλύμματα και άμφια. Επισκεπτόταν φτωχά μοναστήρια, όπου ήταν δυο-τρεις ηλικιωμένες καλόγριες, τις οποίες βοηθούσε. Το σπίτι της ήταν κονάκι των μοναχών από τα μοναστήρια της περιοχής όταν έρχονταν στην πόλη για ιατρικούς λόγους ή για υποθέσεις τους.
συνεχίζεται…