Κάποτε κάλεσαν τον παπα-Βασίλη να διαβάση εξορκισμούς σε γειτονικό χωριό, σε ένα παλληκάρι δαιμονισμένο. Για σαράντα μέρες πήγαινε κάθε βράδυ με το γαϊδουράκι. Έμπαινε στο ναό στις 10 το βράδυ και μέχρι τις 3 το πρωΐ διάβαζε συνέχεια χωρίς διακοπή. Ξεκουραζόταν δυο-τρεις ώρες μετά την ανατολή του ηλίου και γύριζε στο χωριό. Μετά από αρκετές μέρες, ενώ είχε αρχίσει να καλυτερεύη ο δαιμονισμένος, μία μέρα ξέφυγε από τα χέρια των γονέων του που τον κρατούσαν, άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια του παπα-Βασίλη και το πέταξε στην είσοδο της Εκκλησίας. Ο δαιμονισμένος έτρεχε μέσα στην Εκκλησία, φώναζε και μούγκριζε (γι’ αυτό τον διάβαζε τη νύχτα γιατί ο κόσμος φοβόταν από τα μουγκρητά). Ο παπα-Βασίλης ατάραχος συνέχισε να διαβάζη τους εξορκισμούς όπως στεκόταν όρθιος χωρίς να κουνηθή σαν να είχε το βιβλίο στα χέρια του για μία ώρα. Μετά μόνος του ο δαιμονισμένος πήρε το βιβλίο και το έβαλε στα χέρια του παπά. Έτσι συνέχισε πλέον το διάβασμα από το Ευχολόγιο.
Ύστερα από σαράντα ημέρες ο νέος έγινε τελείως καλά, εις δόξαν Θεού, και τώρα ζει στο χωριό, έκανε μάλιστα οικογένεια.
Μία φορά που γύρισε στο χωριό μετά τους εξορκισμούς, άφησε το γαϊδουράκι στο σπίτι και ξεκίνησε για την Εκκλησία να κάνη τον Όρθρο. Ο γυιός του τον μάλωσε από ενδιαφέρον και αγάπη, λέγοντάς του: «Πατέρα, τώρα ήρθες, κάθησε λίγο να ξεκουρασθής». Ο παπα-Βασίλης απάντησε ήρεμα: «Εσείς είστε γεωργοί και πρέπει να πάτε στο χωράφι, στην δουλειά σας. Εγώ είμαι παπάς και θα πάω στην Εκκλησία. Αφήστε με εμένα. Αφού έγινα παπάς πρέπει να κάνω τα ιερατικά μου καθήκοντα. Εμένα αυτό με ξεκουράζει». Αυτό το τελευταίο το έλεγε συχνά.
Από την γέννησή του είχε στο μέτωπο του πάνω από το αριστερό φρύδι ένα σπυρί που έμοιαζε σαν ζωγραφισμένο λουλούδι. Το σπυρί αυτό επειδή πιεζόταν από το καλυμμαύχι που φορούσε, μεγάλωσε. Του έλεγαν να κάνη πλαστική εγχείρηση αλλά δεν ήθελε. Αργότερα είχε και αφόρητους πόνους, όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε ούτε έδειχνε ότι πονά. Μόνο την Παναγία επεκαλείτο. Η κατάσταση εξελισσόταν προς το χειρότερο. Το σπυρί έφαγε όλη την σάρκα στο μέτωπο και στο βλέφαρο, με αποτέλεσμα να μην μπορή να κλείση το μάτι του. Όταν άρχισαν να τρέχουν αίματα -αυτό δεν το ήθελε γιατί λειτουργούσε- τότε δέχθηκε και έκανε πλαστική εγχείρηση σε ηλικία 75 χρονών και για 3-4 χρόνια ήταν καλά. Ύστερα προχώρησε η πληγή μέσα στο μάτι και έπεσε στο κρεββάτι με πυρετό πέντε μήνες. Τον διακονούσε η εγγονή του Ιουλία, την οποία αγαπούσε ιδιαίτερα και της έλεγε: «Η καλή μου νοσοκόμα. Η Παναγία να σ’ έχη καλά». Αυτόεξυπηρετείτο και όσο άρρωστος και να ήταν δεν άφηνε τις προσευχές του.
Με 40 πυρετό πήγε και διάβασε ευχή στη νύφη του που κι αυτή ήταν άρρωστη στο διπλανό δωμάτιο, και είπε: «Ίσως να μην μπορέσω να την ξαναδιαβάσω. Ας την διαβάσω τώρα, γιατί αυτή είναι παραπάνω από κορίτσι μου». Μετά πήγε και ξάπλωσε στο κρεββάτι. Έπεσε σε αφασία και επί δύο μήνες, μέχρι την κοίμησή του, παρέμενε σ’ αυτήν την κατάσταση, χωρίς να ανακτήση πλέον την επαφή του με το περιβάλλον του. Τον φώναζε η Ιουλία: «Παππού, παππού» και δεν άκουγε.
Διηγείται η ίδια για την μακαρία κοίμησή του: «Αργά το βράδυ ανασηκώθηκε, έβαλε “Ευλογητός” και έκανε ακολουθία μέχρι τα χαράματα. Το πρωΐ ενώ του μιλούσα και δεν μου απαντούσε, έβαλα την εικόνα του αγίου Αθανασίου μπροστά του και του λέω: “Καλά εμένα δεν με μιλάς και κλείνεις τα μάτια σου αλλά και στον Άγιο σ’ αυτόν τον Άγιο που λειτουργούσες δεν μιλάς;”. Τότε άνοιξε τα μάτια του, έκανε στον σταυρό του και χαιρέτησε την εικόνα λέγοντας: “Ναι, τον γνωρίζω είναι ο άγιος Αθανάσιος” και ξάπλωσε πάλι, χωρίς να καταλαβαίνη τίποτε άλλο. Μετά από λίγη ώρα του έβαλα την εικόνα της Παναγίας. Σηκώθηκε άνοιξε τα μάτια του την χαιρέτησε, την κοίταξε, έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του και ύστερα κοιμήθηκε για πάντα. Εγώ ήμουν είκοσι χρονών κορίτσι και είδαν να μελανιάζουν τα νύχια του παππού. Όπως ήμουν μόνη βλέπω να ανοίγη ο ουρανός και να έρχεται ένας φως, ενώ ήταν πέντε η ώρα τα χαράματα, να φωτίζη τον παππού. Μέσα από το φως έβλεπα Αγγέλους να πετούν και άκουγα ψαλμωδίες. Σαν κάτι να πήρε αυτό το φως από τον παππού και σιγά-σιγά χάθηκε. Μαζί έφυγαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν οι ψαλμωδίες».
Ήταν εορτή του αγίου Νικολάου, 6 Δεκεμβρίου του έτους 1982. Τον άγιο Νικόλαο ο παπα-Βασίλης τον ευλαβείτο ιδιαίτερα και πάντοτε έψαλλε το Απολυτίκιό του. Αυτή την ημέρα ο Θεός τον κάλεσε κοντά του για να συνεχίση να ιερουργή στο επουράνιο θυσιαστήριο μαζί με τους Αγίους και τους Αγγέλους, κοντά στον Δεσπότη Χριστό που τόσο αγάπησε, που με αφοσίωση και πίστη υπηρέτησε και δόξασε το όνομά του. Την ευχή του να έχουμε για να μας βοηθά. Αμήν.
Ας είναι αιωνία η μνήμη και της πιο πιστής συνεργάτιδος του παπα-Βασίλη, της νεωκόρου Ελένης. Αυτή έπλαθε τα πρόσφορα, αυτή άναβε τα καντήλια, έπαιρνε το εισοδικό, έκοβε το αντίδωρο, και τον βοηθούσε σε όλα. Όπου πήγαινε να λειτουργήση μακρυά σε κανένα εξωκκλήσι, αυτή τον ακολουθούσε με τα πόδια. Όταν εκοιμήθη και έκαναν την ανακομιδή, τα οστά της ήταν συνδεμένα μεταξύ τους, κατακίτρινα και ευωδίαζαν. Οι γυναίκες που ήταν εκεί κατηγορούσε η μία την άλλη γιατί νόμισαν στην αρχή ότι κάποια έβαλε αρώματα, αλλά μετά κατάλαβαν ότι η ευωδία προερχόταν από τα οστά της «Μπάμπω-Λέγκως όπως την αποκαλούσαν». Αυτό το διαπίστωσαν πολλοί, γιατί σε κάθε ανακομιδή που κάνουν στο χωριό, έχουν συνήθεια να πηγαίνουν όλοι οι χωριανοί.
Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Α΄, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»