Όταν είχε ανομβρία έφερναν στο χωριό τα Λείψανα του αγίου Συμεών του Στυλίτου και του αγίο Κλήμεντος Αχρίδος. Χτυπούσε η καμπάνα και έβγαιναν όλοι οι κάτοικοι του χωριού να υποδεχθούν τα άγια Λείψανα. Μετά γινόταν η λιτανεία σε όλο το χωριό. Πριν φθάσουν στην πλατεία για να μπουν στην εκκλησία των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης άρχιζε η βροχή. Μαζί τους βέβαια είχαν τις ομπρέλες, γιατί πάντα έβρεχε καταρρακτωδώς.
Κάποια οικογένεια φύτεψε ένα χωράφι έξι στρεμμάτων καπνό με πολύ κόπο. Κουβαλούσαν το νερό με τα ζώα και ταλαιπωρήθηκαν για είκοσι μέρες. Όταν πήγαν να σκαλίσουν τον καπνό είδαν ότι τον είχε κόψει το σκουλήκι. Το έμαθε ο καλός και πονόψυχος παπα-Βασίλης και λυπήθηκε τον κόπο τους. Πήγε, διάβασε ευχές, έκανε αγιασμό και σταύρωσε το χωράφι. Σε μία εβδομάδα πρασίνισε το χωράφι και ξαναφύτρωσε ο καπνός. Διηγούνται οι ίδιοι ότι μέχρι σήμερα το φυτεύουν καπνό και δεν βγάζει σκουλήκια.
Ο εγγονός του Ιωάννης τρεις φορές αρρώστησε βαριά μέχρι θανάτου και είχαν πιστέψει ότι πέθανε, αλλά και τις τρεις φορές σηκώθηκε με την ευχή του παπα-Βασίλη. Την πρώτη φορά ήταν μικρός, ενάμισι χρονού. Είχε σπασμούς, έβγαζε αφρούς από το στόμα του και σειόταν ολόκληρος. Άρχισε ο πατήρ Βασίλειος να τον διαβάζη, ενώ η μάννα του παιδιού και η θεία του πίστευαν ότι είχε πεθάνει, γιατί ηρέμησε και φοβόνταν μην παγώση. Άναψαν κερί και ετοίμαζαν τα απαραίτητα για την κηδεία. Αλλά ο π. Βασίλειος είχε το κεφαλάκι του σφιχτά κρατημένο με το πετραχήλι και τις έκανε νόημα να του αφήσουν το παιδί (όταν διάβαζε ευχές δεν μιλούσε σε κανένα). Το διάβασε πάνω από τρεις ώρες μέχρι που σηκώθηκε.
Την δεύτερη φορά έπαθε τα ίδια και χτύπησαν και οι καμπάνες πένθιμα. Μετά από τους σπασμούς ήταν σε ακινησία, έβγαζε αφρούς και τα μάτια του ήταν γυρισμένα. Οι γιαγιάδες έλεγαν ότι κατάπιε την γλώσσα του και πέθανε. Άναψαν κερί και βιάζονταν να το ντύσουν για να μην παγώση. Ο π. Βασίλειος συνέχισε ανεπηρέαστος να διαβάζη. Μετά το παιδί σηκώθηκε και πήγε να παίξη με τα άλλα παιδιά σαν να μην είχε συμβή τίποτε. Το ίδιο επαναλήφθηκε και για τρίτη φορά.
Διηγείται η εγγονή του Ιουλία: «Ήμασταν τρία αδέλφια. Σε γιατρό δεν μας πήγαν ποτέ. Φάρμακα δεν ξέραμε, ούτε γιατρούς. Ο παππούς μας (παπα-Βασίλης) ήταν ο γιατρός. Η ευχή που διάβαζε με το πετραχήλι σήκωνε όλους τους αρρώστους. Επέμενε στις προσευχές. Όπου και να τον καλούσαν πήγαινε ακόμη και με δυό μέτρα χιόνι· εκεί διάβαζε μέχρι να σηκωθή ο άρρωστος. Έρχονταν ασθενείς και από τα γύρω χωριά για να τους διαβάση».
Το έτος 1974, την ημέρα του προφήτη Ηλία, έγινε η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και οι νέοι του χωριού επιστρατεύθηκαν. Οι τρεις γυιοί του παπα-Βασίλη περίμεναν να τους καλέσουν και αυτούς και σκέφθηκαν να φέρουν μερικές μπάλες τριφύλλι και άχυρο, για να έχουν να ταΐζουν τα ζώα οι γυναίκες στην απουσία τους. Ο παπα-Βασίλης λειτουργούσε και έφθασε η είδηση ότι οι γυιοί του έπεσαν με το τρακτέρ σε μια κατηφόρα και το τρακτέρ έκανε τούμπες. Όλο το εκκλησίασμα βγήκε έξω πριν τελειώση η θεία Λειτουργία και κανείς δεν πήρε αντίδωρο. Όλοι τους ψιθύρισαν: «Μα τι πατέρας είναι αυτός που δεν βγαίνει να δη τι έπαθαν τα παιδιά του;».
Περίμεναν να τους βρουν σκοτωμένους αλλά κανείς τους δεν έπαθε τίποτε, μόνος ο ένας γδάρθηκε στην μέση και ράγισε ένα πλευρό.
Ο παπα-Βασίλης ήρεμος και προσευχόμενος, αφού έκανε και την κατάλυση, βγήκε από το ναό. Τον ρώτησε κάποια: «Παπά, θα χανόταν η Εκκλησία, αν έβγαινες να δης τι έπαθαν τα παιδιά σου;», και απάντησε ο παπα-Βασίλης: «Καλά που ήμουν μέσα στην Εκκλησία διότι, αν ήμουν έξω, αλήθεια θα σκοτώνονταν και τα τρία».
Η εγγονή του Ιουλία διηγείται: «Όταν ήμουν ενός έτους είχα βγάλει σπυριά πρώτα στο κεφάλι και μετά σ’ όλο το σώμα. Εγώ βέβαια δεν το θυμούμαι αλλά μου το έλεγαν ο παππούς μου (παπα-Βασίλης) και ο πατέρας μου.
» Τα σπυριά έτρεχαν πύον και μέχρι ενάμισι έτους δεν είχα βγάλει τρίχα στο κεφάλι, ακόμη ούτε ματόκλαδα είχα. Με διάβαζε ο παππούς, αλλά οι γονείς μου ήθελαν να με πάνε και σε γιατρό. Με πήγαν και στους γιατρούς και γιατρειά δεν εύρισκα.
» Οι γιατροί είπαν: «Το παιδί θα πεθάνει». Είχα φαγούρα μεγάλη και έξυνα συνέχεια το κεφάλι. Ακόμα φαίνεται το σημάδι στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου.
» Ένα πρωινό ενώ η γιαγιά μου άναβε την σόμπα και ο παππούς διάβαζε μπροστά στο εικονοστάσι, ο πατέρας μου ξάπλωσε και είδε στο όνειρό του τον άγιο Γεώργιο, ως καβαλλάρη, να του λέη: “Όπου και να πας το κορίτσι σου δεν θα βρει γιατρειά, γιατί το φάρμακο το έχω εγώ. Να ‘ρθης να μ’ ανάψης το καντήλι να δω λίγο φως. Θα της αφήσω ένα σπυράκι μόνο για να με θυμάται πάντοτε”.
» Ο παππούς άκουσε το όνειρο του πατέρα μου. Αμέσως πήγαμε και κάναμε θεία Λειτουργία. Για τρεις μέρες ήμουν τυλιγμένη στο σεντόνι, ούτε κουνιόμουν ούτε έκλαιγα, μόνο κοιμόμουν. Μερικοί συγγενείς που με έβλεπαν έτσι, έλεγαν: “Πέθανε, θάψτε το”. Ο παππούς έλεγε: “Αφήστε το να γίνη όπως είπε ο άγιος Γεώργιος”.
» Μόλις με ξετύλιξαν, το σώμα μου ήταν τελείως καθαρό, τα σπυριά είχαν εξαφανισθή όλα, εκτός από ένα πίσω στο κεφάλι, και άρχισαν να βγαίνουν τα μαλλιά μου».
συνεχίζεται…