Ημείς, παιδί μου, όλα αυτά όπου λέγεις τα είδομεν, τα απεράσαμεν και μίαν και δύο και πολλάκις. Εγράψαμεν και βιβλίον περί αυτών των αλλοιώσεων, μήπως και τύχη να πάθη κανείς, να μη απελπίζεται. Αλλά όχι να μένη αργός, όπως κάμνεις τώρα εσύ. Θέλει βίαν, θέλει αγώνα, θέλει άκραν ταπείνωσιν και τελείαν υπακοήν. Μη στέκης λοιπόν, αλλά φώναζε?
Χριστέ μου! Παναγία μου!
Μη χαυνώνεσαι και δέχεσαι λογισμούς. Φώναζε συνεχώς τον Χριστόν. Προτού ο πειρασμός προλάβη να σχεδιάση λογισμόν εις τον νουν σου, εσύ να τον χαλάς με την ευχήν. Μην τον αφήνης.
Ταπείνωσις είναι να σφάλλη ο άλλος και, πριν να προλάβη αυτός να ζητήση συγχώρησιν, ημείς να του βάνωμεν μετάνοιαν λέγοντες: – Συγχώρησον, αδελφέ μου, ευλόγησον!
Αλλά, όταν εσύ αφήνης τες ακαθαρσίες που ρίχνει μέσα σου ο εχθρός, λοιπόν εντός ολίγης ώρας σε έχωσεν μέσα εις αυτές. Κατόπιν, τι αγώνας, δια να καθαρισθής! Όθεν βιάσου. Θέλει κόπον και πόνον, όχι αστεία! Αίμα θα στάξη η καρδιά σου. Πικρίαν, φαρμάκι θα πιης, και έτσι θα λάβης ελευθερίαν, να γλυκανθής.
Μη νομίσης μικρόν τον αγώνα. Ώσαν τρελλή πρέπει να φωνάζης: Ιησού μου σώσον με! Παναγία Θεοτόκε βοήθει μοι! Ώσαν μηχανή να πηγαίνη η γλώσσα σου: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με! Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με! Και, όταν κουράζεσαι, θα σου έρχεται παράκλησις όπου δεν την εγεύθης ποτέ. Ει δε και αργείς όπως τώρα και αμελείς, εις τον αιώνα δεν θεραπεύεσαι.
Καθήμενος ο άνθρωπος εις το σπίτι του δεν ταξιδεύει να πάη στην Πόλι? αμελών ο μοναχός και μη ευχόμενος δεν γίνεται άξιος της άνω Ιερουσαλήμ. Λοιπόν ανάστα! Βάλε εσύ τον όβολόν σου, να βάλη και η χάρις του Θεού τα μύρια τάλαντα. Δείξε την αγαθήν σου προαίρεσιν. Στρέψε από τον εχθρόν το πρόσωπόν σου. Τι αφήνεις να μοιχεύεται η ψυχή σου από τον δαίμονα;
Που είναι η ταπείνωσις, όταν βλέπης και λέγης ότι όλοι σε πταίουν και μόνον εσύ είσαι καλή;
Ταπείνωσις είναι να σφάλλη ο άλλος και, πριν να προλάβη αυτός να ζητήση συγχώρησιν, ημείς να του βάνωμεν μετάνοιαν λέγοντες: – Συγχώρησον, αδελφέ μου, ευλόγησον!
Μη σου φαίνεται δύσκολον αυτό και βαρύ. Είναι ουδέν εμπρός εις εκείνο που έκαμε προς ημάς ο Δεσπότης Χριστός. Ενώπιον των Αγγέλων έσκυψε και έβαλε μετάνοιαν από του ουρανού εις την γήν? και «έκλινε ουρανούς και κατέβη». Θεός προς ανθρώπους! Και συ κάμεις άνω κάτω τον κόσμον δια να μην ειπής ένα «ευλόγησον»! Που είναι η ταπείνωσις;
Όταν εσύ ταπεινωθής, όλοι θα σου φαίνωνται άγιοι? όταν εσύ είσαι φαντασμένη, όλοι σου είναι ανάποδοι και κακοί.
Τι είναι από την υπερηφάνειαν βρωμερότερον, και τι δυσωδέστερον από τους ακάθαρτους δαίμονας; Και όμως, τους ανέχεσαι, σε ρυπαίνουν. Εύκολα τους αφήνεις και εμβαίνουν και σου χαλούν τους φράχτες, αλλά να ίδουμε κατόπιν πως εβγαίνουν! Εύκολα δέχεσαι τους αισχρούς και ακάθαρτους λογισμούς, αλλά, να ιδούμε κατόπιν πως θα καθαρισθής!
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις Μοναχικής Εμπειρίας», Επιστολή 33’, Έκδοσις Ιεράς Μονής Φιλοθέου, Αγίον Όρος, 1979