Τον Δεκέμβριο του 1957 ο γέρο-Σπυρίδων, που ήταν τριάντα χρόνια δοχειάρης, αρρώστησε και παραιτήθηκε από το διακόνημά του. Το διακόνημα αυτό ήταν δύσκολο, διότι ο δοχειάρης διαχειριζόταν όλες τις προμήθειες της Μονής και ερχόταν κάθε μέρα σε επικοινωνία με όλους τους Πατέρες αλλά και με λαϊκούς που εργάζονταν στο Μοναστήρι. Γι αυτό και οι επίτροποι φρόντιζαν να το αναθέτουν σε μοναχό οικονόμο και νοικοκύρη, ευσυνείδητο και έμπιστο. Συνήθως το ανέθεταν σε προϊσταμένους? κάποιοι μάλιστα Πατέρες ήθελαν να αναλάβουν αυτό το διακόνημα, με την σκέψη ότι ίσως έτσι θα γίνονταν προϊστάμενοι.
Οι επίτροποι όμως θεώρησαν ότι ο πιο κατάλληλος για την διακονία αυτή ήταν ο Πατήρ Παΐσιος, ο οποίος και βοηθούσε μέχρι τότε τον γερο-Σπυρίδωνα. Εκείνος αρχικά δεν ήθελε να αναλάβη, αλλά τελικά δέχθηκε κάνοντας υπακοή. «Αυτός ο Παΐσιος χαμένο το έχει! έλεγε ο παπα-Συμεών. Εμείς, μόλις ήρθε, τον τιμήσαμε, του δώσαμε το διακόνημα προϊσταμένου, και αυτός δεν το θέλει». Ο Πατήρ Παΐσιος όμως τις τιμές και τα αξιώματα τα θεωρούσε «κούφια πράγματα». Είχε πάντοτε μπροστά του το βαθύτερο νόημα της ζωής, αλλά και ως μοναχός δεν ξέφευγε από τον στόχο του.
Χαιρόταν να κουράζεται ο ίδιος και να έχουν οι άλλοι το πρόγραμμά τους, γιατί από μικρός είχε γευθή την χαρά της θυσίας
Στο δοχείο έκαιγε ακοίμητο καντήλι μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και δούλευε ακούραστα λέγοντας αδιάλειπτα την ευχή. Η σωματική κούραση δεν τον απασχολούσε καθόλου. Τον ενδιέφερε μόνο να βρίσκεται συνέχεια στην πνευματική ατμόσφαιρα της νήψεως και της προσευχής. Γι αυτό και δεν θέλησε να πάρη ως βοηθό του κάποιον λαϊκό, όπως του πρότειναν οι επίτροποι. Όταν παρέλαβε το διακόνημα, οι αποθήκες ήταν σε κακή κατάσταση, επειδή ο γέρο-Σπυρίδων τα τελευταία χρόνια ήταν άρρωστος και δεν τις φρόντιζε. Ο Πατήρ Παΐσιος έβγαλε στην αυλή όλα τα άχρηστα πράγματα και μόνος του τα φόρτωνε σε μουλάρια και πήγαινε να τα πετάξη μακριά. Παρόλο που η τακτοποίηση αυτή κράτησε εβδομάδες, δεν δέχθηκε να τον βοηθήσουν κάποιοι εργάτες, τους οποίους θα πλήρωνε το Μοναστήρι.
Το ίδιο έγινε και την Καθαρά Δευτέρα (του 1958) που έφθασε στον αρσανά το καΐκι με το λάδι, ενώ το περίμεναν δεκαπέντε ημέρες αργότερα. Τότε ο Πατήρ Παΐσιος, παρόλο που εκείνες τις ημέρες είχε ρίξει πολύ χιόνι, προτίμησε να μεταφέρη και να τακτοποιήση μόνος του το λάδι που ήταν 3.500 οκάδες. Ανεβοκατέβηκε τέσσερις φορές στον αρσανά με οκτώ μουλάρια, τα οποία φόρτωνε και ξεφόρτωνε μόνος του και, αφού μετάγγισε το λάδι στα πιθάρια της αποθήκης, επέστρεψε στο κελλί του αργά το βράδυ. Θα μπορούσε να ζητήση βοήθεια από κάποιον μοναχό που πρόθυμα θα τον βοηθούσε, αλλά δεν ήθελε να τον βγάλη τέτοια μέρα από το πρόγραμμά του? χαιρόταν να κουράζεται ο ίδιος και να έχουν οι άλλοι το πρόγραμμά τους, γιατί από μικρός είχε γευθή την χαρά της θυσίας.
Ως δοχειάρης ήταν ειρηνικός και γεμάτος καλωσύνη. Υποδεχόταν χαμογελαστός τους Πατέρες και ρωτούσε με τρόπο ευγενικό: «Τι να σου δώσω; Θέλεις να σου δώσω και κάτι άλλο; Θέλεις να σου δώσω κάτι και για τον Γέροντά σου;». Όταν έδινε τα τρόφιμα, νόμιζε κανείς ότι έπαιρνε αντίδωρο από τα χέρια του. Αλλά και όταν ήταν στο κελλί του και πήγαιναν να του ζητήσουν κάτι, πρόθυμα έτρεχε να το φέρη. Οι προϊστάμενοι έλεγαν: «Βρήκαμε τον άνθρωπο που θέλαμε». Αλλά και οι λαϊκοί έλεγαν: «Πολύ καλός και πονόψυχος».
Ο Άγιος Παΐσιος, ο Αγιορείτης, Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης, 2015, σελ. 155-156