Ο παπα-Δημήτριος γεννήθηκε στην Αραδίπου της Κύπρου το έτος 1890 από τον Νικόλαο και την Άννα. Είχε και άλλες δύο αδελφές. Ο πατέρας του εκοιμήθη, και ο Δημήτρης ωρφάνεψε από πολύ μικρός. Η ευλαβής και εργατική μητέρα του τον έστειλε στο σχολείο να μάθη γράμματα. Σε ηλικία 10 ετών του συνέβη ένα περιστατικό το οποίο σημάδεψε και επηρέασε όλη την ζωή του. Έβοσκε αγελάδες και ξαφνικά μία απ’ αυτές αγρίεψε και άρχισε να τρέχη χωρίς κάποια αφορμή, ίσως και από δαιμονική ενέργεια. Ο μικρός Δημήτριος για να την συγκρατήση άρπαξε το σχοινί που ήταν δεμένη και προσπαθούσε να την κρατήση. Όμως αυτήν τον παρέσυρε και τον έρριξε μέσα σ’ ένα πηγάδι με νερό. Ο μικρός βλέποντας τον κίνδυνο να πνιγή ζητούσε βοήθεια. Αλλά ποιος να τον ακούση και να τον βγάλη από το πηγάδι; Τότε, ξαφνικά στο βάθος του πηγαδιού εμφανίζεται ο άγιος Νικόλαος, ο οποίος τον ευλόγησε. Ένιωσε τότε τα νερά του πηγαδιού να ανεβαίνουν ως την επιφάνεια της γης μέχρι που ξεχείλισαν, ανεβάζοντας συγχρόνως και τον μικρό Δημήτριο, ο οποίος πλέον βγήκε εύκολα από το πηγάδι. Πάτησε στη γη και είδε τα νερά πάλι να κατεβαίνουν. Τότε ο άγιος Νικόλαος τον ευλόγησε και πάλι και του είπε: «Πρόσεχε την ζωή σου γιατί θα γίνεις ιερέας», και αμέσως εξαφανίστηκε.
Αυτό το γεγονός τον συγκλόνισε και έλαβε υπ’ όψη του όσα του είπε ο άγιος Νικόλαος. Είχε ζήλο για την πνευματική ζωή, πήγαινε συχνά στην Εκκλησία και καλλιεργούσε την κλίση του για την ιερωσύνη. Από 12 ετών πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Κοντού και για τρία χρόνια βοηθούσε τον ιερομόναχο Λαυρέντιο. Εκεί έμαθε βυζαντινή μουσική. Όταν επέστρεψε στο χωριό του, έψαλλε στην Εκκλησία. Τον ζήτησαν για ψάλτη και στο γειτονικό χωριό Αβδελλερό. Στις μεγάλες γιορτές, αφού τελείωνε τις αγροτικές του εργασίες, πήγαινε με τα πόδια για να ψάλλη στον Εσπερινό, και το πρωΐ στη Λειτουργία. Η απόσταση ήταν δέκα χιλιόμετρα περίπου, αλλά με χαρά και αγόγγυστα την διήνυε και μάλιστα έλεγε χαριτολογώντας ότι μετρούσε τα πόσα βήματα έκανε. Βοηθούσε την μητέρα του στις γεωργικές εργασίες, αλλά του άρεσε και η μελέτη. Είχε ισχυρή μνήμη και ότι διάβαζε το αποτύπωνε.
Κάποτε συγχωριανοί του, βλέποντας τον να είναι πάντα ειρηνικός και να μη θυμώνη ποτέ με κανέναν και για κανένα λόγο, απεφάσισαν να τον δοκιμάσουν και να τον πειράξουν, να δουν αν θα οργισθή. Αυτοί εργάζονταν στην κατασκευή ενός δρόμου, απ’ όπου περνούσε ο Δημήτρης με τα βόδια πηγαίνοντας στο χωράφι για να οργώση. Ένας απ’ αυτούς στάθηκε μπροστά και δεν άφηνε τα βόδια να περάσουν. Δεν οργίστηκε, δεν είπε τίποτε και γύρισε σπίτι του. Όταν τον ρώτησαν πως τα κατάφερε να μην οργισθή και να μη μιλήση, απάντησε: «Σκεφτόμουν ότι δεν αξίζει τον κόπο ο άνθρωπος να χάνη τν ειρήνη του για πρόσκαιρα και εφήμερα. Σκέφτηκα ακόμη ότι μπροστά μου αντί για άνθρωπο είχα μία παλιουριά» (ακανθώδης θάμνος).
Όταν ήρθε σε ώριμη ηλικία, ενυμφεύθη την Παρασκευή και απέκτησε δύο γυιούς, εκ των οποίων ο Νικόλαος αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας. Οι συγχωριανοί του αναγνωρίζοντας την κλίση του και την αρετή του παρακάλεσαν τον Επίσκοπο να χειροτονήση τον Δημήτριο ιερέα για την ενορία τους. Τους ρώτησε αν είναι σύμφωνο όλο το χωριό και του απάντησαν: «Δεν έχει άλλον καλύτερο». Ο Δεσπότης συμφώνησε και είπε να πάη ένα χρόνο στο Ιεροδιδασκαλείο, γιατί ήταν αγράμματος. Οι συγχωριανοί του επέμεναν να τον εξετάση. Τον κάλεσε, μίλησαν, τον ρώτησε πολλά θεολογικά και για το τυπικό και εξεπλάγη από τις θεολογικές του γνώσεις και το σεμνό ήθος του. Είπε: «Ο Δημήτριος είναι περισσότερο θεολογικά κατηρτισμένος από εμάς!». Έτσι τον εχειροτόνησε διάκο, μετά ιερέα και τον ετοποθέτησε εφημέριο στο ναό του χωριού του, του Αποστόλου Λουκά. Ως ιερέας θυμόταν ακόμη και τις ημερομηνίες που βαπτίσθηκε και παντρεύτηκε ο κάθε ενορίτης του. Δεν εχρειάζοντο βιβλία. Τον βοηθούσε η μνήμη του, αλλά και το ενδιαφέρον που είχε για το ποίμνιό του.
Διεκρίνετο πάντα για την ταπείνωσή του, την αδιατάραχη ειρήνη και την ελεημοσύνη του. Κάποια μέρα, ενώ ο παπα-Δημήτρης καθόταν στην αυλή του σπιτιού του, πέρασε κάποιος συγχωριανός του που πουλούσε προσανάμματα, ξύλα λεπτά, δηλαδή, με τα οποία καίνε τους φούρνους για να ψήσουν το ψωμί. Ήταν φτωχός και όλη την ημέρα δεν είχε πουλήσει τίποτε. Ήταν περίλυπος γιατί θα γύριζε χωρίς χρήματα το βράδυ στο σπίτι του και δεν θα είχε να αγοράσει ψωμί για την πολυμελή οικογένειά του. Όταν ρώτησε τον παπα-Δημήτρη αν θέλη να αγοράση ξύλα, αυτός του είπε ότι θέλει και ξεφόρτωσε όλο το φορτίο του. Δεν είχε βέβαια ανάγκη από ξύλα, γιατί η αποθήκη του ήταν γεμάτη, το έκανε για να βοηθήση τον άνθρωπο. Η παπαδιά άρχισε να γογγύζη και να του κάνει παρατηρήσεις γιατί αγόρασε πράγματα που δεν τα εχρειάζοντο και πέταξε τα χρήματα που εκείνη την περίοδο τα είχαν ανάγκη. Ο παπά-Δημήτρης ειρηνικός και ατάραχος της είπε: «Έχει ο Θεός. Βοηθήσαμε ένα φτωχό άνθρωπο και η πρόνοια του Θεού θα μας το αποδώσει τετραπλούν». Δεν πέρασε λίγη ώρα και ήρθε κάποιος ενορίτης καλώντας τον να του κάνη κάποιο Μυστήριο. Στο τέλος του έδωσε ένα σεβαστό χρηματικό ποσό, ακριβώς τετραπλάσια από όσα έδωσε στον φτωχό. Είπε τότε στην πρεσβυτέρα του: «Είδες όταν εμπιστεύεσαι την ζωή σου στον Θεόν; Να μη μιλάς ποτέ σαν την γυναίκα του Ιώβ».
συνέχεια…