Η ακηδία, επίσης, είναι ένα μεγάλο αμάρτημα. Λέμε: «Απόψε δεν μπορούσα να σηκωθώ, μη πήρε ο ύπνος, με πονούσε το κεφάλι, το ένα, το άλλο». Αν εργαζόμασταν κάπου και υπήρχε κανονισμός να μας απολύσουν, αν δεν πάμε μια-δυό φορές στη δουλειά, τι θα κάναμε; Ενώ τώρα ο πειρασμός κάνει να βαρύνεται τόσο πολύ το σώμα μας και έτσι να μη είμαστε εν’ τάξει στα πνευματικά μας καθήκοντα. Θυμάμαι, μια φορά που ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν είχα δυνάμεις, μου έλεγε ο λογισμός: «Δεν μπορώ να κάνω σήμερα προσευχή, θα κάνω αύριο, τι θα ακούση από εμένα ο Θεός;». Και απάντησα: «Αν γινόταν τώρα ένας πόλεμος, ένας σεισμός, μια καταστροφή, θα κοιμόσουν, θα αισθανόσουν κούρασι; Όχι. Τώρα γιατί αισθάνεσαι κουρασμένη και λες, θα τα κάνης αύριο, μεθαύριο; Ξέρεις, αν θα έχης καιρό να τα κάνης; Και αν σε βρη ο θάνατος απόψε; Ένα πόλεμος, ένα σεισμός να γίνη, και βρεθής πεθαμένη; Τι απολογία θα δώσης στον Θεό;». Και είπα: «Δεν θα κοιμηθώ, θα καθήσω. Σήκω γρήγορα και πήγαινε το νου σου στον Θεό, γιατί ο Θεός θέλει ο νους να δουλεύη. Σήκω αμέσως και κάθησε, γονάτισε εκεί πέρα και αν δεν μπορή το σώμα, έστω μείνε και στο κρεββάτι ξαπλωμένη, αρκεί να κάνης το καθήκον της ημέρας». Αμέσως τότε έφυγε εκείνη η ατονία και η κούρασι. Που πήγε εκείνο το βάρος; Διαλυθήκανε όλα, φύγανε και συνέχισα τα καθήκοντα μου. Τι μας κάνει ο διάβολος! Κοιτάξτε, τι θα μου έκανε ο διάβολος. Θα μ’ έβαζε να κοιμηθώ, να ραχατέψω και το πρωΐ θα ήμουνα με τον έλεγχο της συνειδήσεως ότι δεν ευαρέστησα τον Θεό, δεν σηκώθηκα να κάνω τα καθήκοντά μου, όπως έπρεπε. Να το προσέχουμε αυτό το πράγμα, όσο και κουρασμένες να είμαστε? μα ξαπλωτές θα κάνουμε την προσευχή μας, μα καθιστές θα κάνουμε τα καθήκοντά μας, μα θα πάρουμε το μαξιλάρι να γονατίσουμε, πρέπει να βιάσουμε τον εαυτό μας. Να μη μένη ο άνθρωπος χωρίς καθήκοντα. Μόνο έτσι θα δούμε πολλή ενίσχυσι και μεγάλη βοήθεια.
Το θέμα των καθηκόντων είναι πολύ σοβαρό, να μη το παίρνουμε αψήφιστα και λέμε, αύριο μεθαύριο θα τα κάνουμε, και μετά «χρωστάμε»? ούτε μπακάλης ούτε μανάβης είναι ο Χριστός
Αυτά όλα τα φέρνει ο διάβολος? μας τυφλώνει και δεν κάνουμε τη συνομιλία μας με τον Θεόν. Δεν μιλήσαμε, να Του πούμε δυό λογάκια. Δεν Τον ευχαριστήσαμε που μας ξημέρωσε, μας έδωσε ζωή, το φως, να δούμε την ήλιο της ημέρας, που μας δρόσισε, μας έδωσε το φαγάκι μας και τόσα άλλα. Θέλει κι Εκείνος τις ανάλογες ευχαριστίες. Όπως οι στρατιώτες δίνουν το «παρών» στον Θεό κάθε μέρα. Όπως εκείνοι σηκώνονται, ετοιμάζουν γρήγορα τα κρεββάτια τους, δίνουν το «παρών», σηκώνουν τη σημαία, λένε τον Εθνικό Ύμνο, παίρνουν το πρωϊνό τους και κάνουν την πορεία τους, έτσι κι εμείς να σηκωνώμαστε και αμέσως να συγυρίζουμε. Τι ωραίο πράγμα είναι! Έτσι ο άνθρωπος έχει και τη συνείδηση του αναπαυμένη, ευαρεστεί τον Θεό και χαίρεται στη ζωή του. Το θέμα των καθηκόντων είναι πολύ σοβαρό, να μη το παίρνουμε αψήφιστα και λέμε, αύριο μεθαύριο θα τα κάνουμε, και μετά «χρωστάμε»? ούτε μπακάλης ούτε μανάβης είναι ο Χριστός. Όταν χρωστάμε σ’ ένα μπακάλη περνάμε από το μαγαζί του; Όχι, ντρεπόμαστε να περάσουμε και φεύγουμε, διότι πέρασε η προθεσμία. Τον Θεό μας δεν πρέπει να Τον ντρεπώμαστε, να Τον φοβόμαστε; Αγοράζουμε, αποθηκεύουμε και χρεωνόμαστε φορτία αντί να έχουμε τα «μπαγκάζια» μας έτοιμα, γεμάτα, να τα φορτώσουμε και τα πάμε στον Χριστό μας, είναι άδεια και εμείς είμαστε χρεωμένοι.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Γερόντισσα Μακρίνα Βασσοπούλου 1921-1995, Λόγια Καρδιάς, Έκδοσις Ι.Μ. Παναγίας Οδηγήτριας, Πορταριά Βόλου, Σελ. 470-471