Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Η αγάπη προς τον πλησίον – Από το γεροντικό

Η αγάπη προς τον πλησίον – Από το γεροντικό

1900
Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κορυδαλλού

Πολλές ιστορίες διηγούνται οι Πατέρες για τον Αββά Αγάθωνα και την πολλή αγάπη που έκρυβε στην καρδιά του για τον συνάνθρωπό του.

Κάποτε κατέβηκε στην πόλη να πουλήση τα πανέρια του και σκόνταψε επάνω σ’ ένα δυστυχισμένον άνθρωπο, παραπεταμένο στο δρόμο, ξένο και άρρωστο, που ως τη στιγμή εκείνη κανένας διαβάτης δεν είχε σκεφθή να τον βοηθήση.

Ο Όσιος τον εσήκωσε, τον περιποιήθηκε και με τα χρήματα που επήρε από τα πανέρια του ενοίκιασε δωμάτιο και τον έβαλε μέσα. Λέγουν μάλιστα πως έμεινε αρκετό καιρό κοντά του και τον εφρόντιζε, ενώ συγχρόνως εργαζόταν για να βγάζη τα έξοδά του. Όταν πια ο ξένος έγινε εντελώς καλά και ήτο σε θέσι να γυρίση στην πατρίδα του, επέστρεψε και ο Αββάς Αγάθων στην αγαπημένη του ησυχία.

ʼλλη φορά πάλι, που επήγαινε στην πόλη να δώση το εργόχειρό του και να προμηθευθή το λίγο ψωμάκι του, βρήκε κοντά στην αγορά ένα πτωχό γέρο ανάπηρο.

– Για την αγάπη του Θεού, Αββά άρχισε τα παρακάλια ο γέρος μόλις είδε τον Όσιο, μη με αφήσης κι’ εσύ αβοήθητο τον δυστυχή, πάρε με κοντά σου.

Ο Αββάς Αγάθων τον έβαλε να καθίση δίπλα του εκεί που αράδιασε τα καλάθια του για να τα πουλήση.

– Πόσα λεπτά πήρες, Αββά; τον ρωτούσε ο γέρος κάθε φορά που έδινε ένα καλάθι.

– Τόσα, του έλεγε ο Όσιος

– Καλά είναι. Δεν μου αγοράζεις όμως μια μικρή πίττα, Αββά; Έτσι για να δης καλό, που έχω από χθες βράδυ να φάγω.

– Μετά χαράς, έλεγε ο Όσιος και έκανε αμέσως την επιθυμία του.

Σε λίγο του ζήτησε φρούτα, ύστερα ένα γλυκό. Έτσι σε κάθε καλάθι που πουλούσε εξόδευε τα χρήματα, χάρι του προστατευόμενου του, εως ότου έδωσε όλα τα καλάθια και όλα τα χρήματα ο Όσιος χωρίς να του μείνη για τον εαυτό του ούτε δίλεπτο. Και το σπουδαιότερο πως το έκανε με μεγάλη προθυμία, ενώ ήξερε πως είχε να περάση τώρα τουλάχιστον μια εβδομάδα χωρίς ψωμί.
Αφού έδωσε και το τελευταίο του καλάθι ετοιμάσθηκε να φύγη από τη αγορά.

– Φεύγεις λοιπόν; τον ρώτησε ο ανάπηρος.

– Ναι τελείωσα πια τη δουλειά μου.

– Αι τώρα θα κάνης αγάπη να με πας ως το σταυροδρόμι κι’ από εκεί φεύγεις για την έρημο, είπε πάλι παρακαλεστικά ο παράξενος γέρος.

Ο αγαθώτατος Αγάθων τον φορτώθηκε στην πλάτη και με πολλή δυσκολία τον μετέφερε εκεί που του ζητούσε γιατί ήτο κατάκοπος από την εργασία της ημέρας.
Σαν έφτασαν στο σταυροδρόμι κι’ ετοιμάστηκε να αποθέση κάτω το ζωντανό φορτίο του, άκουσε γλυκειά φωνή να το λέγη?

– Ευλογημένος να είσαι, Αγάθων, από τον Θεόν και στη γη και στον Ουρανό.

Εσήκωσε τα μάτια ο Όσιος να ιδή εκείνον που του ωμιλούσε. Ο δήθεν γέρος είχε γίνει άφαντος γιατί ήτο Άγγελος σταλμένος από τον Θεόν να δοκιμάση την αγάπη του Οσίου.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Σταλαγματιές από την Πατερική Σοφία»