Πνευματικές σχέσεις με τον γέροντα Παΐσιο
Στο στενό περιβάλλον της Κόνιτσας ο πατήρ Παΐσιος γνώριζε από μικρός την Κέτη και την οικογένειά της. Αυτή τον εκτιμούσε και τον θαύμαζε για την ευλάβειά του και την ασκητικότητά του, αν και ήταν μεγαλύτερη στην ηλικία. Διηγείτο γελώντας ο γέροντας τα εξής: «Όταν ήταν να ‘ρθουν στην Κόνιτσα οι Ιταλοί, χτύπησαν το μεσημέρι οι καμπάνες για να κρυφθούν οι άνθρωποι. Η Κέτη πήρε το μπουκάλι με το λάδι και πήγαινε στην Εκκλησία για τον Εσπερινό, ενώ οι άλλοι έτρεχαν να κρυφθούν».
Ο Γέροντας συνδέθηκε με την οικογένεια της Κέτης όταν ήρθε στην Κόνιτσα να κάνη την θεραπεία και τον φιλοξένησαν στο σπίτι τους. Αυτήν την ευεργεσία δεν την ξέχασε ποτέ.
Όταν έμενε στο σπίτι τους, μια φορά έκαναν την Παράκληση στην Παναγία και τότε ήρθε να τον δη ο γιατρός Βαντέρας. Είδε και αυτός έκπληκτος την εικόνα της Παναγίας να κουνιέται με θόρυβο από μόνη της.
Όταν μόναζε στην Μονή Στομίου ο π. Παΐσιος, η Κέτη πολλές φορές έπαιρνε μαζί της τη νύχτα ένα ανηψάκι του π. Παϊσίου ή την αδελφή του Χριστίνα και με το φακό ανέβαινε στο Στόμιο για να λειτουργηθή.
Από το Άγιον Όρος της έστελνε γράμματα με συμβουλές και ευλογίες (Σταυρούς, κομποσχοίνια, βιβλία). Της ζητούσε άγραφα τετράδια, ο ίδιος αντέγραφε χωρία από την Αγία Γραφή, τους αγίους Πατέρες και της τα έστελνε.
Τέλη Απριλίου 1971, μετά το Πάσχα, ο γέροντας Παΐσιος πήγε να δη την μητέρα της Κέτης, γιατί κατάλαβε ότι θα φύγει. Κάθησε όλη τη νύχτα μαζί με την κυρία Ελένη και συνωμίλησαν. Το πρωί, πριν φύγη, αποχαιρετώντας είπε στην κυρία Ελένη ότι μετά από είκοσι χρόνια θα ανταμώσουν ενώ στην Κέτη είπε ιδιαιτέρως να προετοιμάση την μητέρα της γιατί θα πέθαινε. Έγινα όλα όπως τα προείπε ο Γέροντας. Μετά την κοίμηση της κυρίας Ελένης ο Γέροντας προσευχόταν για την ψυχή της και τελικά την είδε να βρίσκεται σε καλό μέρος.
Όταν έβγαινε ο Γέροντας στην Σουρωτή ειδοποιούσε την Κέτη και αυτή πήγαινε να τον συμβουλευθή. Προσφέρονταν πολλοί για να την μεταφέρουν με την ελπίδα να καταφέρουν να δουν και αυτοί τον Γέροντα. Αλλά η Κέτη τους έκανε συμφωνία. Όταν έρθη η ώρα του Εσπερινού, να σταματήσουν όπου βρεθούν για να παρακολουθήσουν Εσπερινό.
Ήταν τέλη Μαΐου. Ο Γέροντας ειδοποίησε την Κέτη να έρθη να την δη. «Τον βρήκα να πονάει αφόρητα», είπε. Συνωμίλησαν, την συμβούλευσε και της είπε να φύγη για να ξανάρθη της αγίας Ευφημίας, στις 11 Ιουλίου. Αλλά όταν έφθασε η γιορτή της αγίας Ευφημίας, στις 11 Ιουλίου η Κέτη από μικροεμπόδια ανέβαλε την επίσκεψή της και μετά πληροφορήθηκε ότι εκοιμήθη ο Γέροντας στις 12 Ιουλίου 1994. Μετανοιωμένη χτυπούσε το κεφάλι της και έλεγε: «Καλά μου είπε να πάω, το ήξερε ότι θα πεθάνει τότε και εγώ δεν πήγα».
Μετά την κοίμησή του ο Γέροντας βοήθησε την Κέτη. Κάποτε ενώ έπαιρνε ένα φάρμακο για την οστεοπόρωση, είχε εξαντληθή και αδυνατήσει πολύ. Τον παρακάλεσε να κάη κάτι και τον είδε στον ύπνο της να την συμβουλεύη να διαβάση καλά την συνταγή του φαρμάκου. Είδε ότι δεν είναι για την πάθησή της και το πέταξε.
Ένα χρόνο πριν από την κοίμηση της ένα πρωινό είδε ένα ρασοφόρο να μπαίνη στο δωμάτιό της. Την παρατήρησε για κάποιο σφάλμα που έκανε για να το διορθώση. Η Κέτη του είπε: «Δεν ντρέπεσαι, παπάς εσύ και μπήκες στο κελλί μου;». Ο ρασοφόρος απάντησε: «Δεν με γνωρίζεις;» και εξαφανίστηκε. Τότε μόνο αναγνώρισε ότι ήταν ο π. Παΐσιος.
Η κοίμησή της
Αφού η Κέτη συμπλήρωσε τα χρόνια της υπηρεσίας της στην Παιδόπολη και πήρε την σύνταξή της, έμενε προσωρινά στο σπίτι του παπα-Βασίλη Ζαλακώστα. Τελικά κατέληξε στην Μονή Δουραχάνης γιατί εκεί είχε κάθε μέρα θεία Λειτουργία, ακόμη και όλες τις ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής γίνεται προηγιασμένη. Αντί να ησυχάση η ευλογημένη ψυχή, για να ξεκουράση λίγο το πολυβασανισμένο και γερασμένο σώμα της, αυτή πήγαινε συχνά στα Ιωάννινα και ζητούσε από εύπορες οικογένειες ρούχα, παπούτσια, τρόφιμα για τους φτωχούς της. Τα χρήματα της σύνταξής της σε δυο-τρεις μέρες τα σκόρπιζε όλα στην ιεραποστολή και σε ελεημοσύνες. Στον γήϊνον αυτόν κόσμον η Κέτη ήταν αποξενωμένη και στον Θεό αφιερωμένη. Ετήρησε τον μακαρισμό «μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται» (Ματθ. 5, 7).
Έφθασαν και οι τελευταίες μέρες της επίγειου ζωής της. Αργά μια νύχτα χτύπησε την πόρτα σε γνωστό της σπίτι. Έμαθε ότι θα χιονίσει και πήγε να μείνη στο σπίτι αυτό που ήταν κοντά στην Εκκλησία του νεομάρτυρος Γεωργίου, για να λειτουργηθή. Πρώτη και τελευταία φορά δέχθηκε να ξαπλώση στον άνετο καναπέ της σάλας. Έφυγε πριν ξημερώση και ανοίξη η Εκκλησία. Πονούσε αφόρητα, είχαν σταματήσει οι γρήγορες κινήσεις της. Έμοιαζε με την συγκύπτουσα του Ευαγγελίου. Περιέφερε μόνο τον σκελετό και το δέρμα της μέσα στα φτωχικά μαύρα ρούχα της. «Θέλω να πεθάνω», είπε. Έφυγε και δεν ξαναπήγε σ’ αυτό το σπίτι. Αρρώστησε και τώρα δεχόταν την περιποίηση των αδελφών του Ντουραχάν. Οι λίγοι γνωστοί της έμαθαν και την επισκέφθηκαν. Λόγω αδυναμίας δεν μιλούσε. Το πρόσωπό της και τα μάτια της είχα την όψη του άλλου κόσμου. Φαινόταν πως θα έφευγε. Τότε ήρθε σπίτι και ο πατήρ Αθανάσιος Σουσόπουλος και της διάβασε συγχωρητική ευχή.
Όταν χειροτέρεψε την μετέφεραν στο Νοσοκομείο Χατζηκώστα των Ιωαννίνων και εκεί με δύο βαθειές ανάσες παρέδωσε την εξαγνισμένη της ψυχή στα χέρια του Θεού που ελάτρευσε και υπηρέτησε σε όλη της την ζωή, την Τετάρτη 7 Μαΐου 2003.
Έβαλαν το λείψανό της στο ψυγείο και την άλλη μέρα έγινε η κηδεία της στον άγιο Νικόλαο Κονίτσης. Τότε παρατήρησαν το εξής ασυνήθιστο φαινόμενο. Ενώ είχε βγη από το ψυγείο, το άψυχο σώμα της είχε ελαστικότητα, δεν είχε τη νεκρική ακαμψία. Έπιαναν το χέρι της και το σήκωναν ψηλά. Ήταν απαλά και ελαστικά τα μέλη και η θερμοκρασία του σώματός της ήταν όπως ενός ζωντανού ανθρώπου.
Ο π. Κοσμάς, ηγούμενος του Στομίου, είπε δυό λόγια που συνώψιζαν όλη την ζωή της: «Να μιμηθούμε την ζωή της, την εκουσίως στερημένη αλλά αφιερωμένη στον Θεό και τον άνθρωπο».
Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος A΄, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος»