Η φιλόθεη Κέτη δεν ήθελε καμμιά μέρα του χρόνου να χάση Εσπερινό και θεία Λειτουργία. Η μόνιμη προσπάθεια της ήταν να βρη σε ποια Εκκλησία γίνεται θεία Λειτουργία για να τρέξη να την απολαύση. Δεν εφείδετο κόπου και χρόνου, θυσίαζε τον ύπνο της, διήνυε πολλές αποστάσεις, αρκεί να μη χάση την θεία Λειτουργία.
Στην Κόνιτσα έφευγε πάντα νύχτα από την εργασία της, πήγαινε να λειτουργηθή και το πρωί επέστρεφε. Οι παρατηρήσεις των υπευθύνων δεν την ανέκοψαν. Ήταν καλή στην δουλειά της και αγαπούσε τα παιδιά. Γι’ αυτό και ανέχθηκαν αυτήν την θεοφιλή «ιδιοτροπία» της. Μια νύχτα πηγαίνοντας ως συνήθως για να βρη Λειτουργία, πέρασε από ναρκοπέδιο, αλλά την φύλαξε ο Θεός. Πέρασε πάνω από νάρκες και δεν έσκασε καμμιά.
Το 1950 που λειτούργησε η παιδόπολη στον Ζηρό, προσλήφθηκε η Κέτη ως νοσοκόμα. Συνάδελφος της στην παιδόπολη θυμάται: «Όταν την πρωτοείδα, με εντυπωσίασε η φαιδρότητα του προσώπου της, το χιούμορ και γλυκό-αθώο της χαμόγελο. Στο πρόγραμμα, κατά την δική μας κοσμική αντίληψη, δεν ήταν συνεπής. Από το αναρρωτήριο την μετέθεσαν στην ιματιοθήκη ως γαζώτρια, επειδή απουσίαζε αρκετό χρόνο τις νύχτες.
» Στην παιδόπολη έπαιρνε τα παιδιά στο αναλόγιο και τα μάθαινε να ψέλνουν. Περιποιόταν την Εκκλησία, φρόντιζε για ιερέα και η μόνη άνεση που έδινε στον εαυτό της ήταν που πήγαινε με το τζιπ να φέρουν τον ιερέα την Κυριακή για να λειτουργήση».
Πρώτο μέλημά της ήταν να γνωρίσει τους ιερείς των γειτονικών χωριών για να εξασφαλίση την καθημερινή της Λειτουργία. Πήγαινε στην Παντάνασσα. Περνούσε τον ποταμό Λούρο πάνω σε μονόξυλο με δύο τεντωμένα συρματόσχοινα κάθε νύχτα όλο τον χειμώνα και ήταν φορτωμένη με τσάντες τρόφιμα για τους φτωχούς. Πάντα είχε μαζί της πρόσφορο μήπως δεν έχει ο παπάς.
Άλλοτε είχε κατέβει ένα ποτάμι, δεν υπήρχε γέφυρα και για να μη χάση την θεία Λειτουργία την πέρασε στην πλάτη του κάποιος γέρος βοσκός. Περπατούσε πολύ, μάλλον πετούσε, και πήγαινε μέσα από δύσβατους τόπους. Κάποτε περνώντας κοντά από ένα μαντρί, την αντιλήφθηκαν τα σκυλιά και ώρμησαν να την φάνε. «Πρόλαβα», είπε, «και κάθησα κάτω και τα σκυλιά αμέσως γύρισαν πίσω». Άλλη φορά συνάντησε νύχτα μια αρκούδα, την έφεξε στα μάτια με το φακό που είχε μαζί της και το ζώο άλλαξε δρόμο και έφυγε.
Οι περιπέτειες της Κέτης για την καθημερινή της Λειτουργία είναι πολλές. Τότε δεν είχαν τηλέφωνα. Κάποια μέρα δεν ειδοποιήθηκε από κανένα γνωστό της ιερέα για Λειτουργία την επομένη. Όταν τελείωσε από την δουλειά της ξεκίνησε από την Φιλιπιάδα το απόγευμα με τα πόδια, αφού πρώτα ρώτησε εκεί τους παπάδες, μετά πήγε στο χωριό Καμπή, ύστερα στην Παντάνασσα, εν συνεχεία στον Άγιο Γεώργιο, αλλά δεν είχαν Λειτουργία, συνάμα και νύχτωσε. Φεύγει για το Κεράσοβο, πάντα με τα πόδια. Εκεί βρήκε τον παπά που θα λειτουργούσε την άλλη μέρα, αλλά δεν έμεινε γιατί του παπά του πονούσε το δόντι· η Κέτη φοβήθηκε μήπως δεν μπορέση από τον πονόδοντο να λειτουργήση και έφυγε για την Βούλιστα Παναγία. Πηγαίνοντας για την πάνω Βούλιστα με την αδελφή του παπά, έπεσε σε ένα λάκκο με ασβέστη μέχρι τα γόνατα. Πλύθηκε και πήγε στην Λειτουργία. Από το απόγευμα που ξεκίνησε μέχρι το ναό που λειτουργήθηκε διήνυσε απόσταση τριάντα χιλιομέτρων.
Στην Κόνιτσα πήγαινε τακτικά για να βλέπη την ηλικιωμένη μητέρα της που έμενε μόνη. Μια ημέρα στην Εκκλησία, ανεβαίνοντας στην καρέκλα να ανάψη τα καντήλια, έπεσε και έσπασε το πόδι της πάνω από το γόνατο. Πήγε στο Νοσοκομείο και το τακτοποίησαν. Της είπαν να μείνη ξαπλωμένη μέχρις ότου γιατρευθή. Αλλά αν έμενε στο Νοσοκομείο που θα εύρισκε θεία Λειτουργία; Γι’ αυτό έφυγε κουτσαίνοντας, βρήκε αυτοκίνητο και πήγε στον άγιο Γεώργιο Φιλιππιάδος στον γνωστό της παπά-Βασίλη Ζαλακώστα, όπου ζήτησε να την στρώσουν στον γυναικωνίτη της Εκκλησίας. Εκεί κοιμήθηκε είκοσι μερόνυχτα και κάθε μέρα πήγαιναν οι ιερείς και λειτουργούσαν.
Κάποια φορά το τζιπ της παιδοπόλεως θα πήγαινε στην Κόνιτσα και θα έφευγε πολύ πρωί. Θέλησε να πάη και η Κέτη να δη την μητέρα της. Πως όμως να φύγη χωρίς να λειτουργηθή; Ξεκίνησε τα μεσάνυχτα με τα πόδια· πήγε και ξύπνησε τον ιερέα. Εκείνος διαμαρτυρήθηκε γιατί το ρολόϊ του έδειχνε λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Έγινε η θεία Λειτουργία και ακόμη ήταν νύχτα βαθειά. Στον ιερέα που διαμαρτυρήθηκε η Κέτη απάντησε: «Τι πείραξε; Θέλω πρωΐ-πρωΐ να φύγω για την Κόνιτσα».
Μια χειμωνιάτικη νύχτα έκανε τέτοια καταιγίδα που ξερρίζωνε δέντρα. Ούτε και αυτό στάθηκε εμπόδιο. Πήγε χωρίς δισταγμό να λειτουργηθή, αλλά άργησε πολύ να επιστρέψη. Όλο το προσωπικό περίμεναν ανήσυχοι, φοβόταν μήπως κάποιο δένδρο έπεσε πάνω της. Εμφανίσθηκε χαρούμενη με ματωμένα πόδια, όσο μπορούσαν να φανούν κάτω από τα μακρυά της φορέματα. Εξήγησε ότι η καθυστέρηση της οφειλόταν στο ότι περνούσε πάνω από τα πεσμένα δένδρα που συναντούσε.
Άραγε τι να αισθανόταν η Κέτη κατά την θεία Λειτουργία; Θα ήταν κάτι πολύ δυνατό, έτσι ώστε να ξεπερνά όλους τους κόπους και τις θυσίες που έκανε για να λειτουργηθή. Η ίδια έκανε και τον ψάλτη, πλήρωνε τους ιερείς, κουβαλούσε όταν χρειαζόταν και τα βιβλία μαζί της.
Η Κέτη μερικές φορές πηγαινε σε μια αγρυπνία και το πρωΐ πήγαινε πάλι να λειτουργηθή. Όταν ύστερα επισκεπτόταν γνωστό της σπίτι ήθελε να ακούση και Τρίτη θεία Λειτουργία. Γονάτιζε δίπλα στο ραδιόφωνο και έκανε μετάνοιες όταν ήταν η μνήμη κάποιου μεγάλου Αγίου. Δεν την πείραζε τότε κανένας θόρυβος, δεν άκουγε, δεν έβλεπε τίποτε. Τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη της για την λατρεία του Θεού!
Αλλά και στο κελλί της ή στα σπίτια που εφιλοξενείτο, έκανε προσευχή και μελετούσε. «Πολλά βράδια που έμενε σπίτι μας», διηγείται γνωστή της, «επέμενε να μένη στην κουζίνα και να κοιμάται σ’ ένα στενό ντιβάνι 40 εκατοστών. Πόσο ξάπλωνε κανείς δεν το έμαθε. Το φώς όλη τη νύχτα ήταν αναμέννο. Διάβαζε τον κανόνα του Αγίου και Ψαλτήρι. Μετά από κάθε θεία Λειτουργία διάβαζε το Θεοτοκάριο και μου έλεγε: «Δεν διαβάζεις Θεοτοκάριο; Τότε τι κάνεις;».
Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη της στη λατρεία του Θεού που λίγες μέρες πριν κοιμηθή, ενώ δεν μπορούσε να μιλήση, ψιθύρισε: «Εκκλησία, Εκκλησία».
συνέχεια…