Ο Χριστός είπε να μην κρίνουμε τους αδελφούς μας για να μην κριθούμε από τον Ίδιο. Στην συνέχεια μας υπέδειξε την ρίζα που βλαστάνει το πάθος της κατακρίσεως, λέγοντας: ί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου. (Ματθ. 7, 3-5). Ο Χριστός «παρομοίασε την αμαρτία του πλησίον με λεπτή ακίδα, και την κατάκριση με δοκάρι. Τόσο βαρειά είναι η κατάκριση, που ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία» (1). Η λέξη υποκριτά, που χρησιμοποιεί ο Χριστός, δείχνει ότι το αίτιο που μας οδηγεί στην κατάκριση είναι η υποκριτική μας διάθεση να δικαιώσουμε τον εαυτό μας καταδικάζοντας τον αδελφό μας.
Με αφορμή τους λόγους αυτούς ο ιερός Χρυσόστομος γράφει: «Αυτού του είδους η κρίση δεν γίνεται από ενδιαφέρον, αλλά από μισανθρωπία. Αυτός που κατακρίνει προβάλει το προσωπείο της φιλανθρωπίας, ενώ εκπληρώνει το έργο της χειρότερης κακίας: Προσάπτει στους συνανθρώπους του κατηγορίες και ύβρεις υπερβολικές, και αρπάζει τη θέση του διδασκάλου, ενώ δεν είναι άξιος ούτε για μαθητής. Ακριβώς γι αυτό, ο Χριστός τον ονόμασε υποκριτή. Πράγματι, εσύ που είσαι τόσο αυστηρός στις πράξεις των άλλων, ώστε να βλέπεις και τα μικρά παραπτώματα, πως δείχνεις τόση αδιαφορία για τις δικές σου πράξεις, ώστε να παραβλέπεις και τα μεγάλα;» (2).
Κάθε άνθρωπος εύκολα παρατηρεί τα σφάλματα του αδελφού του και τα μεγαλοποιεί, ενώ πολύ δύσκολα παρατηρεί τα δικά του. Και αν τα αντιληφθεί προσπαθεί να μειώσει την σημασία τους.
Γι αυτό ακριβώς η Εκκλησία όρισε, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, να λέμε την Ευχή του οσίου Εφραίμ: Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου. Πράγματι, όταν βλέπουμε τις δικές μας αμαρτίες και έχουμε συναίσθηση πόσο λυπήσαμε τον Θεό με αυτές, δεν έχουμε καμμία διάθεση να ασχολούμαστε με τις αμαρτίες των αδελφών μας.
Γνωρίζοντας αυτά, κατανοούμε πόσο αληθινός είναι ο λόγος του αββά Ισαάκ: «Μακάριος είναι ο άνθρωπος που γνωρίζει την πνευματική του ασθένεια. Διότι η γνώση αυτή του γίνεται θεμέλιο, ρίζα και αρχή κάθε αγαθωσύνης». «Ο δίκαιος που δεν έχει συναίσθηση της πνευματικής του ασθένειας, βρίσκεται πάνω στην κόψη του ξυραφιού και δεν απέχει από την πτώση ούτε από το θανατηφόρο λιοντάρι, δηλαδή από το δαίμονα της υπερηφάνειας. Όποιος δεν γνωρίζει την πνευματική του ασθένεια δεν έχει ταπείνωση, και όποιος δεν έχει ταπείνωση είναι ελλιπής στην πνευματική τελείωση» (3).
Αυτός που δεν γνωρίζει την πνευματική του κατάσταση, κινούμενος από υπερηφάνεια, κατακρίνει τους άλλους, και με την πράξη του αυτή καταδικάζεται από τον δικαιοκρίτη Κύριο. Ενώ εκείνος που έχει επίγνωση της καταστάσεώς του ταπεινώνεται, και με λογισμό ακατάκριτο για τους αδελφούς ζητά το έλεος του Κυρίου. Γι αυτόν τον άνθρωπο που έφτασε στην αυτογνωσία, λέγει κάποιος ʼγιος: «Όποιος αισθάνθηκε τις αμαρτίες του είναι ανώτερος από εκείνον που ανασταίνει νεκρούς με την προσευχή του Όποιος αξιώθηκε να ιδή τον εαυτό του είναι ανώτερος από εκείνον που αξιώθηκε να ιδή Αγγέλους!» (4).
Στο γεροντικό αναφέρεται το εξής περιστατικό:
«Ένας αδελφός της Σκήτης έσφαλε. Έγινε τότε σύναξη των αδελφών στην οποία κάλεσαν και τον αββά Μωϋσή? εκείνος όμως δεν ήθελε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: Έλα, διότι σε περιμένουν όλοι. Σηκώθηκε τότε ο αββάς Μωϋσής και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: Τι είναι αυτό, Πατερ; Οι αμαρτίες μου είναι, τους απάντησε ο Γέροντας, που γλιστράνε πίσω μου και δεν τις βλέπω. Και όμως ήρθα σήμερα εδώ για να κρίνω ξένα αμαρτήματα!. Όταν τ άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε στον αδελφό που ήθελαν να δικάσουν, και τον συγχώρησαν» (5).
Οι τρόποι με τους οποίους κατακρίνουμε τους αδελφούς μας είναι πολλοί. Μπορούμε όμως να αντιληφθούμε τους περισσοτέρους απ αυτούς, αν προσέξουμε τον εαυτό μας. Εδώ θα αναφέρουμε δύο αρκετά δυσδιάκριτους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αμαρτήσουμε χωρίς καθόλου να το καταλάβουμε.
1. Μερικές φορές αναμιγνύει κανείς έντεχνα την κατάκριση με τους επαίνους. Λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Εκείνον που ως χθες τον εγκωμίαζες ως ενάρετο, μην τον κακολογήσης σήμερα ως κακό και φαύλο, επειδή μετέβαλες την αγάπη σου σε μίσος Όταν συνομιλείς με άλλους πρόσεχε, μήπως εξ αιτίας της λύπης που διατηρείς ακόμη κρυμμένη, νοθεύσης τον συνηθισμένο έπαινο του αδελφού, ανακατώνοντας ασυναίσθητα στους λόγους σου την κατηγορία» (6).
2. Άλλος τρόπος κατακρίσεως είναι αυτός που γίνεται δήθεν από αγάπη για τον αδελφό που αμάρτησε, ή από διάθεση για την διόρθωση του αδελφού. Όμως κάτι που γίνεται με κακό τρόπο, δεν μπορεί να φέρει καλό αποτέλεσμα.
Γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «ʼκουσα μερικούς να καταλαλούν και τους επέπληξα. Και για να δικαιολογηθούν οι εργάτες αυτοί του κακού μου απάντησαν, ότι το έκαμαν από αγάπη και ενδιαφέρον προς αυτόν που κατέκριναν. Εγώ τότε τους είπα, να την αφήσουν αυτού του είδους την αγάπη, για να μη διαψευσθή εκείνος (δηλαδή ο προφήτης Δαυΐδ) που είπε: Τον καταλαλούντα λάθρα τον πλησίον αυτού, τούτον εξεδίωκον. Εάν ισχυρίζεσαι ότι αγαπάς τον άλλον, ας προσεύχεσαι μυστικά γι αυτόν και ας μην τον κακολογής. Διότι αυτός ο τρόπος της αγάπης είναι ευπρόσδεκτος από τον Κύριο» (7).
Σημειώσεις:
1. Αββάς Δωρόθεος, Λόγος 6, Έργα, σελ. 188
2. Εις Ματθαίον 23, 2, PG 57, σελ. 309-10
3. Λόγος 21, 1?7, Ασκητικά, σελ. 82 και 85
4. Αββάς Ισαάκ, Λόγος 24, 25, Ασκητικά, σελ. 153
5. Μ. Γεροντικόν, Β, 474-476
6. Περί αγάπης, εκατοντάς 4, 27-8, ΦΜ 2, 92-3
7. Λόγος 10, 3, Κλίμαξ, σελ. 170-1 Ψαλμός 100, 5
Συνεχίζεται…