Ας δούμε κατ αρχήν τι είναι καταλαλιά και τι κατάκριση. «Καταλαλιά είναι το να διαδίδης με λόγια τις αμαρτίες και τα σφάλματα του πλησίον, π.χ. ο τάδε είπε ψέματα ή οργίστηκε ή πόρνευσε Λέγοντας όλα αυτά, ήδη κανείς καταλαλεί, δηλαδή, μιλά με εμπάθεια εναντίον κάποιου, συζητά με εμπάθεια για το αμάρτημά του. Κατάκριση είναι το να κατηγορήση κανείς τον ίδιο τον άνθρωπο, λέγοντας ότι αυτός είναι ψεύτης, είναι οργίλος, είναι πόρνος. Διότι έτσι κατέκρινε την ίδια την διάθεση της ψυχής του και έβγαλε συμπεράσματα για όλη την ζωή του, λέγοντας είναι τέτοιος και σαν τέτοιον τον κατέκρινε». (1).
Η κατάκριση είναι βαρύτερη από την καταλαλιά, διότι «είναι άλλο να πη κανείς για κάποιον ότι οργίστηκε, και άλλο ότι είναι οργίλος και να αποφανθή για ολόκληρη την ζωή του» (2). Επειδή όμως η καταλαλιά είναι το πρώτο στάδιο της κατακρίσεως, στο εξής δεν αναφερθούμε στην διαφορά μεταξύ καταλαλιάς και κατακρίσεως αλλά θα τα αντιμετωπίσουμε ως ένα πάθος.
Οι άγιοι Πατέρες διδάσκουν ότι η κατάκριση είναι μία φοβερή αμαρτία στην οποία μας παρακινεί ο Διάβολος. Λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Οι δαίμονες μας σπρώχνουν στο να αμαρτήσουμε ή, αν δεν αμαρτήσουμε, στο να κατακρίνουμε όσους αμάρτησαν». Όπως γράφει ο ʼγιος, η «καταλαλιά είναι γέννημα του μίσους, παχειά βδέλλα κρυμμένη και αφανής, που απορροφά και εξαφανίζει το αίμα της αγάπης. Είναι υπόκριση της αγάπης και αιτία της ακαθαρσίας και του βάρους της καρδιάς» (3).
Γενικά ο άνθρωπος «τις επιτυχίες του πλησίον, ακόμη και όταν είναι πολλές και μεγάλες, τις παραβλέπει? όταν όμως ο πλησίον παρουσιάση κάποιο ελάττωμα, ακόμα και ασήμαντο, το αντιλαμβάνεται αμέσως», κρίνει τον αδελφό του γι αυτό και τον καταδικάζει. «Δεν υπάρχει αμαρτία χειρότερη και ευκολώτερη από την κατάκριση Οι άλλες αμαρτίες χρειάζονται χρόνο, έξοδα, φροντίδα και συνεργούς, στην περίπτωση όμως της κατακρίσεως δεν συμβαίνει το ίδιο Επειδή, λοιπόν, το κακό γίνεται εύκολα και η κόλαση και η τιμωρία είναι φοβερή ενώ το κέρδος ανύπαρκτο, ας αποφεύγουμε με μεγάλη προσοχή την αρρώστια αυτή, ας σκεπάζουμε τις ξένες αμαρτίες και ας μην εξευτελίζουμε δημόσια ενόχους» (4).
Επειδή «η κρίσις είναι αναιδής αρπαγή του δικαιώματος του Θεού, ενώ η κατάκρισις όλεθρος της ψυχής εκείνου που κατακρίνει», πρέπει με κάθε τρόπο να προσπαθήσουμε να ξεριζώσουμε το πάθος αυτό από μέσα μας. «Ακόμη και την ώρα του θανάτου του, αν ιδής κάποιον να αμαρτάνη, μήτε τότε να τον κατακρίνης. Διότι η απόφαση του Θεού είναι άγνωστη στους ανθρώπους. Μερικοί έπεσαν φανερά σε μεγάλα αμαρτήματα, κρυφά όμως έπραξαν πολύ μεγαλύτερα καλά? έτσι απατήθηκαν φιλοκατήγοροι» (5).
Σημειώσεις:
1. Αββάς Δωρόθεος, Λόγος 6, Έργα, σελ 188
2. Ενθ αντέρω
3. Λόγος 10, 13 και 1, Κλίμαξ, σελ 173 και 170
4. Ιερός Χρυστόστομος, Περί Ιερωσύνης 5, 5, PG 48, 675 Και εις την ασάφειαν της Π. Διαθήκης 2,10, PG 56, 191
5. Όσιος Ιωάννης της Κλίμακος, Λόγος 10, 15-9, Κλίμαξ, σελ 173 και 172
Συνεχίζεται