Home ΑΡΧΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΝΗΠΤΙΚΟΙ Γέροντας Σωφρόνιος: Το προνόμιο του γνώναι την οδόν

Γέροντας Σωφρόνιος: Το προνόμιο του γνώναι την οδόν

1406
Γέροντας Σωφρόνιος Έσσεξ
Γέροντας Σωφρόνιος Έσσεξ

Θυμάμαι ότι στην αρχή της ζωής μου στον Άθω, παρακάλεσα έναν ερημίτη να μου μιλήσει για την προσευχή. Διακρίνοντας αυτός μέσα από την παράκλησή μου την επιθυμία να ακούσω για την ύψιστη ευχή, απάντησε: «Ας μιλήσουμε για ότι είναι μέσα στα όρια των δυνατοτήτων μας. Συζήτηση για εκείνο που μας υπερβαίνει μπορεί να μετατραπεί σε αργολογία». Αισθάνθηκα συστολή από τα λόγια του, ωστόσο όμως τόλμησα να πω: «Επιθυμώ πραγματικά να μάθω για το τέλειο, για εκείνο που υπερέχει τα μέτρα μου. Κι αυτό, όχι γιατί έχω αξιώσεις πέρα από τις δυνατότητές μου. Όχι· αλλά επειδή θεωρώ αναγκαίο να έχω τον πλοηγό αστέρα, για να ελέγχω κατά πόσο βρίσκομαι στην ορθή οδό. Στην αρχαιότητα οι ναυτικοί προσανατολίζονταν από απίστευτα μακρινό αστέρι. Έτσι κι εγώ θα ήθελα να έχω στο πνεύμα μου ένα απλανές κριτήριο, έστω και εξαιρετικά υψηλό, για να μην επαναπαύομαι στο λίγο, εκείνο που μέχρι τη στιγμή αυτή γνωρίζω». Ο άγιος εκείνος άνδρας συμφώνησε μαζί μου ότι αυτός ο τρόπος σκέψεως όχι μόνον επιτρέπεται, αλλά και επιβάλλεται.

Πάντοτε με βασάνιζε η συναίσθηση της μεγάλης ανάγκης να κατανοήσω: Γιατί γεννήθηκα στον κόσμο αυτό;…Που πηγαίνουμε όλοι εμείς οι άνθρωποι;…Τι είναι εφικτό σε εμάς;…Που βρίσκεται το «τέλος» μας; Το να αγνοεί κανείς όλα αυτά είναι αφόρητος εφιάλτης, ατελείωτο μαρτύριο. Το αντικείμενο της αναζήτησης μου ήταν μεγάλο. Και μόνο ή σκέψη ότι το Ζητούμενο είναι πλήρως ανέφικτο μου αφαιρούσε κάθε έμπνευση, και απόγνωση κυρίευε την ψυχή μου: Καλύτερα θα ήταν να μην είχα γεννηθεί. Εξωτερικά ήμουν ήρεμος, αλλά εσωτερικά υπέφερα πολύ. Δεν απέφυγα να περάσω από δρόμους ξένους για τον χριστιανό. Παντού όμως υπήρχε σκοτάδι. Όταν ενηλικιώθηκα, συνάντησα τον Χριστό, ο Οποίος είπε: «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. 16, 33). Κι ακόμη: «Η Βασιλεία των ουρανών βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11, 12). Και Αυτός έχυσε στην καρδιά μου έμπνευση αναφαίρετη. Οι δυσκολίες δεν με τρόμαζαν υπερβολικά, καταλάβαινα ωστόσο τη μωρία της τόλμης μου να Τον ακολουθήσω: Να νικήσω τον κόσμο; Να οικειωθώ τη νίκη του Χριστού, για την οποία ο καθένας από μας έχει κληθεί; Αν Αυτός είπε για τον Εαυτό Του ότι «Εγώ ειμί η οδός», τότε δεν αποκλείεται να προβάλει ενώπιον μας, κάποια στιγμή, η ανάγκη της πάλης με όλο τον κόσμο. Μήπως και ο Ίδιος δεν εγκαταλείφθηκε από όλους, ακόμη και από τον Πατέρα; (βλ. Ιωάν. 16, 31, Ματθ. 27, 46).

Σύντομα μου αποκαλύφθηκε το παράδοξο της διδασκαλίας του Χριστού. Από τη μία συναισθανόμουν μέχρι πόνου τη μηδαμινότητά μου, κι από την άλλη φερόμουν προς τον Άναρχο. Η προσευχή σε Αυτόν συγκρατούσε ακλινώς το πνεύμα μου ενώπιον του Προσώπου του Απολύτου, όχι του αφηρημένου απολύτου κάποιας φιλοσοφικής τάξεως, όπως συνέβαινε παλαιότερα, αλλά ενώπιον του Ζώντος και Προσωπικού. Αποκαλυπτόταν ο Χριστός, που κατέβηκε στα βάθη του άδη και ύστερα ανέβηκε στους ουρανούς, Αυτός που κάθεται «εκ’ δεξιών του Πατρός» και φέρει μέσα Του όλο το πλήρωμα του είναι. Κι Αυτός είναι η Οδός μας.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί, Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2009