Home ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΘΡΑ Τα κρίματα του Θεού – Άγιος Παΐσιος

Τα κρίματα του Θεού – Άγιος Παΐσιος

1835
Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου Κορυδαλλού

«Πρέπει να εμπιστευόμαστε τα πάντα στη θεία Πρόνοια, γιατί τότε μόνο γλιτώνουμε και από το άγχος και από τη στενοχώρια και από όλα τα κακά. Γιατί, όταν κανείς γνωρίζει και πιστεύει στο Θεό που φροντίζει γι’ αυτόν, για ποιο λόγο να στενοχωρηθεί;

Όμως, για να εμπιστευτεί κανείς τα πάντα στη θεία Πρόνοια, πρέπει πρώτα να καθαρίσει τον εαυτό του από κάθε μέριμνα κοσμική και τότε να περιμένει τη θεία Πρόνοια να ενεργήσει. Γιατί, αν κάποιος π.χ. μεριμνά να αποκτήσει χρήματα, για να τα έχει για τις δύσκολες στιγμές ή για να μην του λείπει τίποτα, τότε αυτός στηρίζει τον εαυτό του στα χρήματα και όχι στο Θεό. Πρέπει, λοιπόν πρώτα να πάψει ν’ αγαπά τα χρήματα και να στηρίζει σ’ αυτά την ελπίδα του και μετά να στηρίξει την ελπίδα του στον Θεό? και τα δύο μαζί δεν γίνονται. Δεν λέω να μην χρησιμοποιεί τα χρήματα, αλλά να μην στηρίζει κανείς σ’ αυτά την ελπίδα του και να μη δίνει σ’ αυτά την καρδιά του».

Ο Γέροντας θέλοντας να μας δείξει το πώς ο Θεός προνοεί και κρίνει τα πλάσματά του, ενώ εμείς πολλές φορές αγανακτούμε και δεν καταλαβαίνουμε τις ενέργειές Του, μας διηγήθηκε ιστορίες όπως αυτή:

«Ένας ασκητής βλέποντας την αδικία που υπάρχει στον κόσμο προσευχόταν στο Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που οι δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ οι άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται. Ενώ προσευχόταν ο ασκητής να του αποκαλύψει ο Θεός το μυστήριο, ακούστηκε φωνή που του έλεγε:

– Μη ζητάς εκείνα που δε φτάνει ο νους σου και η δύναμη της γνώσης σου. Ούτε να ερευνάς τα απόκρυφα, γιατί τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος. Αλλά, επειδή ζήτησες να μάθεις, κατέβα στον κόσμο και κάθισε σ’ ένα μέρος και πρόσεχε αυτά που θα δεις, για να καταλάβεις από τη μικρή αυτή δοκιμή, ένα μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού. Θα γνωρίσεις τότε ότι είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική διακυβέρνηση του Θεού σε όλα.

Ο Γέροντας, όταν τα’ άκουσε αυτά, κατέβηκε με πολλή προσοχή στον κόσμο κι έφτασε σ’ ένα λιβάδι που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστός δρόμος. Εκεί κοντά ήταν μια βρύση κι ένα γέρικο δέντρο, στην κουφάλα του οποίου μπήκε ο γέροντας και κρύφτηκε καλά.

Μετά από λίγο πέρασε ένας πλούσιος πάνω στο άλογό του. Σταμάτησε για λίγο στη βρύση, για να πιει νερό και να ξεκουραστεί. Αφού ξεδίψασε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγγί με εκατό φλουριά και τα μετρούσε. Όταν τελείωσε το μέτρημα, θέλησα πάλι να τα βάλει στη θέση τους. Χωρίς όμως να το καταλάβει, το πουγγί έπεσε στα χόρτα.

Έφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε και μετά καβαλίκεψε το άλογο και έφυγε χωρίς ν’ αντιληφθεί τίποτα για τα φλουριά.

Μετά από λίγο ήρθε άλλος περαστικός στη βρύση, βρήκε το πουγγί με τα φλουριά, το πήρε κι έφυγε τρέχοντας μεσ’ απ’ τα χωράφια.

Πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε άλλος περαστικός. Κουρασμένος, όπως ήταν, σταμάτησε κι αυτός στη βρύση, πήρε λίγο νεράκι, έβγαλε και λίγο ψωμάκι από ένα μαντήλι και κάθισε να φάει.

Την ώρα που ο φτωχός εκείνος έτρωγε, φάνηκε ο πλούσιος καβαλάρης εξαγριωμένος, με αλλοιωμένο το πρόσωπο από οργή και όρμησε πάνω του. Με θυμό φώναζε να του δώσει τα φλουριά του. Ο φτωχός, μη έχοντας ιδέα για τα φλουριά, διαβεβαίωνε με όρκους πως δεν είδε τέτοιο πράγμα. Εκείνος όμως, όπως ήταν θυμωμένος, άρχισε να τον δέρνει και να τον χτυπά, μέχρι που τον θανάτωσε. Έψαξε μετά όλα τα ρούχα του φτωχού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε λυπημένος.

Ο γέροντας εκείνος τα έβλεπε όλα αυτά απ’ την κουφάλα και θαύμαζε. Λυπόταν πολύ και έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και προσευχόμενος στον Κύριο έλεγε: «Κύριε, τι σημαίνει αυτό το θέλημά Σου; Γνώρισε μου, σε παρακαλώ πως υπομένει η αγαθότητά Σου τέτοια αδικία. Άλλος έχασε τα φλουριά, άλλος τα βρήκε κι άλλος άδικα φονεύθηκε!»

Ενώ  ο γέροντας προσευχόταν με δάκρυα, κατέβηκε ο ʼγγελος Κυρίου και του είπε:

– Μη λυπάσαι, γέροντα, ούτε να σου κακοφαίνεται και να νομίζεις ότι όλα αυτά γίνονται τάχα χωρίς θέλημα Θεού. Αλλά απ’ αυτά που συμβαίνουν, άλλα γίνονται κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση κι άλλα κατ’ οικονομία. ʼκουσε λοιπόν:

Αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε. Ο τελευταίος είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Ο πλούσιος, επειδή ήταν πλεονέκτης, τον εξανάγκασε να του το δώσει για πενήντα φλουριά. Ο φτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνει, παρακαλούσε το Θεό να κάνει την εκδίκηση. Γι’ αυτό και οικονόμησε ο Θεός και του τα έδωσε διπλά.

Εκείνος, πάλι, ο φτωχός, ο κουρασμένος, που δεν βρήκε τίποτα και φονεύτηκε άδικα, είχα κάνει μια φορά φόνο. Μετανόησε όμως ειλικρινά και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του τα έργα του ήταν χριστιανικά και θεάρεστα. Διαρκώς παρακαλούσε το Θεό να τον συγχωρέσει για το φόνο που διέπραξε και συνήθιζε να λέει: «Θεέ μου, τέτοιο θάνατο που έδωσα, ίδιο να μου δώσεις!». Βέβαια, ο Κύριος μας τον είχε συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή που εκδήλωσε τη μετάνοιά του. Συγκινήθηκε όμως ιδιαίτερα από το φιλότιμο του παιδιού του, το οποίο όχι μόνο φρόντιζε για την τήρηση των εντολών του, άλλα ήθελε να πληρώσει για το παλιό του φταίξιμο. Έτσι δεν του χάλασε το χατίρι, επέτρεψε να πεθάνει με βίαιο τρόπο –όπως του το είχε ζητήσει- και το πήρε κοντά Του, χαρίζοντάς του μάλιστα και λαμπρό στεφάνι γι’ αυτό του το φιλότιμο!

Ο άλλος, τέλος, ο πλεονέκτης, που έχασε τα φλουριά κι έκανε το φόνο, θα κολαζόταν για την πλεονεξία και τη φιλαργυρία του. Τον άφησε λοιπόν ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου, για να πονέσει η ψυχή του και να έρθει σε μετάνοια. Με την αφορμή αυτή αφήνει τώρα τον κόσμο και πάει να γίνει καλόγερος!

Λοιπόν, που, σε ποια περίπτωση, βλέπεις να ήταν άδικος ή σκληρός και άπονος ο Θεός; Γι’ αυτό, στο εξής να μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, γιατί Εκείνος τις κάνει δίκαια και όπως ξέρει, ενώ εσύ τις περνάς για άδικες. Γνώριζε επίσης ότι και πολλά άλλα γίνονται στον κόσμο με το θέλημα του Θεού για λόγους που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν. Κι έτσι το σωστό είναι να λέει ο καθένας «Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου.» (Ψαλμ. ΡΙΗ, 137).»