Μετά από δυο χρόνια με κάνανε και πνευματικό. Σε μια μεγάλη πανήγυρη, που ήταν κόσμος, με πήγανε στο δεσποτικό και μου διαβάσανε επίσημα ευχή πνευματικού. Ήμουνα σε νεαρή ηλικία. Πού να’ ξερα! Ήμουνα και κουτός ο μαύρος… Δεν ήξερα γράμματα ακόμη, δεν ήξερα τους κανόνες. Τι να πω, πολύ κουτός… Τι να σου κάνω; Έκλινα το κεφάλι μου στην υπακοή. Τώρα το καταλαβαίνω. Τότε δεν το καταλάβαινα και τόσο.
Πόσο μ’ αγαπούσαν κι οι μοναχοί κι ο κόσμος που ερχόταν για εξομολόγηση! Εκεί εξομολογούσα ασταμάτητα νύχτα-μέρα. Δηλαδή άρχιζα πρωί-πρωί, συνέχιζα όλη τη μέρα, στη συνέχεια όλη τη νύχτα και την επόμενη μέρα και την άλλη νύχτα χωρίς διακοπή. Δηλαδή δύο εικοσιτετράωρα χωρίς φαγητό. Ευτυχώς, όμως, με φρόντιζε ο Θεός και φώτιζε την αδελφή μου και μου έφερνε λίγο γάλα κι έπινα. Υπήρχε μια σκάλα με πολλά σκαλιά προς το εξομολογητήριο και την ανέβαιναν οι άνθρωποι, για να εξομολογηθούν. Όλη τη νύχτα περίμεναν να πάρουν σειρά. Όταν έφευγαν, έλεγαν ο ένας στον άλλο: «Πω πω, ένας παπάς καρδιογνώστης!» Το έλεγαν αρβανίτικα, δηλαδή ένας «πρίφτης» καρδιογνώστης. Έμεινα εκεί δεκαπέντε χρόνια.
Όταν ερχόντουσαν, είχα τη συνήθεια να ρωτάω. Δηλαδή ρωτούσα: «Πόσο χρονών είσαι; Με ποιον μένεις;» Άλλος έλεγε: «Με την γυναίκα μου». Άλλος έλεγε: «Με τους γονείς μου». Άλλος έλεγε: «Μένω μόνος μου». Και συνέχιζα: «Τι έχεις σπουδάσει; Τι εργασία κάνεις; Πόσο καιρό έχεις να εξομολογηθείς; Πόσο καιρό έχεις να μεταλάβεις;». Κάτι τέτοια. Και μετά, ανάλογα με το τι θα μου είχε πει, του μιλούσα λίγο κι επειδή έξω ήταν ουρά που περίμενε του έλεγα:
-Παιδί μου, τι ενθυμείσαι τώρα; Τι αισθάνεσαι να βαρύνει την ψυχή σου; Τη συνείδησή σου; Τι παραπτώματα έχεις κάνει, τι αμαρτίες; Κι άρχιζε αυτός σιγά-σιγά να ομολογεί τα λάθη του και κάπως εγώ τον βοηθούσα, ενώ έλεγα πρωτύτερα ότι όντως πρέπει να τα πει, όπως τα αισθάνεται.
Αυτούς που ερχόντουσαν να εξομολογηθούν τους «εζεματούσα» στην αρχή, τον πρώτο καιρό. Όποιος ερχόταν να εξομολογηθεί, είχα δίπλα μου το Εξομολογητάριον του Αγίου Νικοδήμου. Έλεγε, για παράδειγμα, μια αμαρτία βαριά, κοίταζα εκεί, στο βιβλίο, έγραφε «Δεκαοχτώ χρόνια να μη μεταλάβεις». Δεν ήξερα, δεν είχα πείρα. Τους έβαζα ανάλογα τον κανόνα. Ό,τι έγραφε μες στο βιβλίο ήταν νόμος. Σιγά-σιγά ερχόντουσαν και τον άλλο χρόνο˙ κι ερχόντουσαν από διάφορα μέρη, από διάφορα χωριά, από μακρινά, από κοντινά. Όταν, όμως, τους ρωτούσα:
-Πόσο καιρό έχεις να εξομολογηθείς; και μου έλεγαν:
-Να, πέρυσι τέτοιο καιρό εξομολογήθηκα σ’ εσένα, τους ρωτούσα:
-Τι σου είχα πει;
-Ε, μου είχες πει να κάνω εκατό μετάνοιες κάθε βράδυ.
-Τις έκανες;
-Όχι.
-Γιατί;
-Ε, μου είπες, «δεκαοχτώ χρόνια να μεταλάβω». Εγώ σκέφτηκα, «κολασμένος και κολασμένος είμαι», κι έτσι τα παράτησα όλα.
Καταλάβατε; Μετά ερχότανε άλλος. Τα ίδια. Λέω, τι κάνω εδώ πέρα; Τότε σωφρονίστηκα. Ο πνευματικός έχει την εξουσία που δένει και λύνει. Και θυμάμαι έναν κανόνα του Αγίου Βασιλείου απ’ έξω. Εκεί πάνω βασίστηκα και άλλαξα τακτική στην εξομολόγηση. Λέει εκεί: «Ο του δεσμείν και λύειν εξουσίαν λαβών, ούτινος ουν των ημαρτηκότων ο μεγάλην ορών συντριβήν ελαττώσαι τον χρόνον των επιτιμίων. Μη χρόνω κρίναι, αλλά τρόπω τα επιτίμια». (Πρβλ. Κανόνα ΠΔ΄ Μεγάλου Βασιλείου, εις το Ιεροί Κανόνες, εκδ. Αμίλκα Αλιβιζάτου, εν Αθήναις 1949, σ. 384).
Έτσι άρχισα να παροτρύνω τους ανθρώπους να διαβάζουν κανόνες αγίων, προσευχούλες, να κάνουν μετάνοιες, να διαβάζουν την Αγία Γραφή. Κι έτσι άρχισαν να δίνουν σημασία στα της θρησκείας μας. Μαλάκωσαν οι καρδιές τους και μόνοι τους ζητούσαν να νηστεύουν, ν’ αγωνίζονται κι ήθελαν να γνωρίσουν τον Χριστό. Κι ένα έχω καταλάβει, ότι, όταν κανείς γνωρίσει τον Χριστό και Τον αγαπήσει και αγαπηθεί από τον Χριστό, όλα μετά είναι καλά και άγια και χαρούμενα κι όλα εύκολα.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Βίος και Λόγοι, Αγίου Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Ιερά Μονή, Χρυσοπηγής, Χανιά 2003