Η χαρά της Τατιανής ήταν να παραμένη πολλές ώρες στο ναό του αγίου Γεωργίου προσευχόμενη και φιλοκαλούσα το ναό. Κάποτε που γίνονταν εργασίες καλλωπισμού του ναού και αυτή καθάριζε, περνώντας δίπλα από την αγία Τράπεζα διέκρινε σκόνη. Μέσα της όμως είχε δισταγμό, αν πρέπη να πάρη την σκόνη. Και ενώ με δέος και ευλάβεια άπλωσε το χέρι της για να ακουμπήση την Αγία Τράπεζα, εκείνη την στιγμή ένιωσε, όπως διηγείτο, ένα αόρατο χέρι να πιάνη τα χέρια της και να τα απομακρύνη. Έκτοτε δεν τόλμησε να ξαναπλησιάση την Αγία Τράπεζα.
Σαν να ήταν μεγαλόσχημη μοναχή η πολύτεκνη Τατιανή διάβαζε κάθε μέρα και γνώριζε από στήθους ευχές, ύμνους, κανόνες, τους χαιρετισμούς, την ακολουθία της θείας Μεταλήψεως, ψαλμούς, παρακλήσεις, την Αρχιερατική προσευχή του Ιησού με τον θεολογικό υπομνηματισμό της και άλλα κεφάλαια από την Αγία Γραφή.
Κάποτε η Τατιανή καθάριζε μέχρι αργά το ναό του αγίου Γεωργίου. Ήταν πολύ κουρασμένη, τόσο που αδυνατούσε να επιστρέψη στο σπίτι της. Όπως ήταν εξαντλημένη παρακάλεσε την Παναγία στις 4 τη νύχτα να την ξυπνήση για να πάη στο σπίτι της και να ξανάρθη για τη θεία Λειτουργία και αποκοιμήθηκε μπροστά στην εικόνα της. Πράγματι εμφανίστηκε ένας νέος μέσα στο μισοσκόταδο και της είπε: «Τατιανή ξύπνα, η ώρα είναι τέσσερις».
Κάποιος ιερέας που λειτουργούσε στο ναό είχε ένα πολυχρόνιο σοβαρότατο πρόβλημα. Πίστευε ότι δεν θα ξεπεραστή ποτέ. Ένα πρωϊνό που πήγε να λειτουργήση και βρήκε την Τατιανή στο ναό της εκμυστηρεύτηκε το πρόβλημά του. Τότε αυτή με θαυμαστή αποφασιστικότητα του είπε: «Πάτερ, μπες εσύ στο Ιερό να λειτουργήσης, εγώ θα καθίσω στο ναό και ο άγιος Γεώργιος θα στέκεται έξω στην πόρτα και όλα θα λυθούν». Όντως μόλις τελείωσε, το μεγάλο πρόβλημα του είχε λυθή και ο ίδιος ήταν πολύ χαρούμενος. Έκτοτε όταν έχη δυσκολίες στην ζωή του βγάζει μερίδα στην προσκομιδή για την Τατιανή και την παρακαλά να βοηθήση με τις προσευχές της προς τον Κύριο.
Ο π. Γεώργιος Ζέρης που επί είκοσι χρόνια ήταν εφημέριος στο ναό του αγίου Γεωργίου και γνώρισε καλά την Τατιανή, μαρτυρεί: «Η θεία Τατιανή ήταν όχι απλώς τακτική στις ακολουθίες, αλλά όταν πήγαινα εγώ για την ακολουθία το πρωΐ την εύρισκα εκεί. Είχε κλειδιά του ναού και πήγαινε αυτή πριν από εμένα, άνοιγε και διάβαζε. Τι διάβαζε δεν ξέρω. Έκανε την προσευχή μόνη της. Εγώ έβαζα «Ευλογητός» και όταν τελείωνε η Λειτουργία έπαιρνε το αντίδωρο της και ύστερα, ενώ εμείς φεύγαμε, αυτή συνέχιζε. Πολλές φορές βοηθούσε τους νέους ιερείς στο τυπικό. Τα ήξερε όλα απ’ έξω. Αν έκαναν λάθος τους διώρθωνε, δεν παρέλειπε τίποτε. Στις νηστείες της ήταν αυστηρή. Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγε ούτε λάδι».
Γύριζε κατάκοπη στο σπίτι και έκανε προσευχές και διάβαζε. Η συνηθισμένη εικόνα ήταν να είναι καθιστή στο πάτωμα να φορά τα γυαλιά της, να κρατά ανοιχτό το Ευαγγέλιο και να κοιμάται με ακουμπισμένο το πρόσωπό της στο Ευαγγέλιο. Όταν αρρώσταιναν τα παιδιά της και τα εγγόνια της πήγαινε και πάνω στο προσκέφαλό τους διάβαζε το Ευαγγέλιο. Το κατά Ιωάννης το είχε μάθει σχεδόν όλο από στήθους.
Κυρίως μελετούσε πάρα πολύ, αποστήθιζε και εμβάθυνε στην Αγία Γραφή. Μολονότι ήταν ολιγογράμματη, με την ατομική της μελέτη καταρτίστηκε θεολογικά και μπορούσε να διαλέγεται με εγγράμματους και θεολόγους. Η Καινή Διαθήκη της από την πολλή μελέτη είχε φθαρή και παλαιώσει.
Είχε καθαρό νου, δυνατή μνήμη και ισχυρή αντοχή ώστε να μελετά πολλές ώρες χωρίς να κουράζεται. Αποστήθιζε εύκολα αυτά που διάβαζε. Είχε το σπάνιο χάρισμα να ενθυμήται βιβλία που διάβασε ή κηρύγματα που άκουσε μετά από πενήντα χρόνια. Θυμόταν πολύ καλά τα ρωσσικά, διάβαζε και το Ευαγγέλιο στα ρωσσικά. Έλεγε: «Μια βδομάδα παραμονή στην Μόσχα θα έφθανε να τα θυμηθώ όλα».
Διακρινόταν για το θάρρος και την παρρησία της στο να ομολογή το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Επειδή στην περιοχή που ζούσε ήταν πολλοί άθεοι και εχθροί της Εκκλησίας, η Τατιανή τους συζητούσε και τους έλεγε να μετανοήσουν. Τα αποτελέσματα βέβαια ήταν εντυπωσιακά. Μ’ αυτό τον τρόπο ωδήγησε πολλούς στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Πάντως όλοι την παραδέχονταν ως αληθινή μαθήτρια του Χριστού.
Από νωρίς μέχρι σχεδόν την κοίμησή της κατήυθυνε δύο πολυπληθείς κύκλους γυναικών. Την αγαπούσαν όλα τα μέλη των κύκλων, σ’ αυτήν κατέφευγαν σε κάθε δυσκολία τους για παρηγοριά, συμβουλή και βοήθεια.
Έκανε κρυφά πολλές ελεημοσύνες και βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη. Μία γνωστή της χήρα που έμενε σ’ ένα δωματιάκι είχε το παιδί της άρρωστο. Ο γιατρός που το εξέτασε είπε ότι πάσχει από αναιμία και συνέστησε καθαρό αέρα, ανάπαυση και προ πάντος καλό φαγητό. Το έμαθε η Τατιανή και, μη μπορώντας να προσφέρη τίποτε άλλο, πήρε το ντορβά της και χειμώνα καιρό γύριζε στα χωράφια να μαζέψη λίγα ραδίκια που φύτρωναν στα προσήλια μέρη, για να τα πάη στην χήρα μητέρα του άρρωστου παιδιού να τα μαγειρέψη, γιατί είχε ακούσει ότι είναι δυναμωτικά.
Μολονότι απλή και αγράμματη είχε όμως μία σπάνια τέχνη να πλησιάζη τους νέους ανθρώπους. Κατώρθωνε να την ακούν οι νέοι και τα μικρά παιδιά. Είχε λογισμένη αυστηρότητα μαζί με αγάπη ανυπόκριτη και διάκριση. Όταν χρειαζόταν συμβούλευε και παιδαγωγούσε κατά Θεόν επί ώρες.
Ως μητέρα και ως πεθερά ήταν πολύ καλή. Με τις νύφες της δεν είχε προβλήματα, ήταν αγαπημένες. Τις βοηθούσε στις δουλειές και τις συμβούλευε: «Κάντε παιδιά να μη σας πιάνουν αρρώστιες». Απέκτησε συνολικά εικοσιδύο εγγόνια.
Πήγαινε σε προσκυνήματα της περιοχής μαζί με άλλες γυναίκες με τα πόδια. Όταν κατέβαινε στην Αθήνα να δη τα παιδιά της προσανατολιζόταν με βάση τους ιερούς ναούς και από όποια Εκκλησία περνούσε έμπαινε και προσευχόταν. Είχε σε μεγάλη ευλάβεια και τον άγιο Γεώργιο Ιωαννίνων και πήγαινε κατά καιρούς στο ναό του για προσκύνημα.
Τακτικά επισκεπτόταν τα μοναστήρια της περιοχής. Σε μια επίσκεψη της στην Παναγία Δοβρά εκινδύνευσε από άγριο λυκόσκυλο. Έκανε το σημείο του σταυρού και μία σύντομη προσευχή. Ο σκύλος από μόνος του έπεσε στις πέτρες πληγώθηκε και εξαφανίστηκε.
Η Τατιανή πάντοτε ζούσε την παρουσία του Θεού στη ζωή της, ανέπνεε τον Χριστόν, ο οποίος της φανέρωνε πολλά θαυμαστά.
Κάποτε ο γυιός της που εργαζόταν στο χωριό Αγκαθιά, το έτος 1972 της πρότεινε να την πάρη μαζί του για να προσκυνήση στο Μοναστήρι του αγίου Αθανασίου. Πέταξε από την χαρά της. Πήγαν και συμφώνησαν με τον φύλακα να την κλειδώσουν μέσα στο ναό μέχρι τις 2 μ.μ. Τότε τελείωσε την εργασία ο γυιός της και πήγε να παραλάβη την μητέρα του. Την βρήκε κοντά στο Ιερό να προσεύχεται συνεπαρμένη. Την διέκοψε λέγοντάς της ότι φεύγουν και αυτή τον ρώτησε:
– Μέσα εδώ εκτός από μένα υπάρχει κανείς άλλος;
– Όχι, μητέρα.
– Ε, λοιπόν ενώ προσευχόμουν εδώ, έρχεται ένας ιερέας και θυμιάτιζε το ναό και ήρθε να θυμιατίση και μένα. Τον ίδιο τον ιερέα σαν να μην τον έβλεπα ολόσωμο, αλλά έβλεπα το θυμιατό να κουνιέται με τα κουδουνάκια και αισθανόμουν την ευωδία του θυμιάματος.
Λίγες μέρες πριν κοιμηθή κατάλαβε ότι πλησιάζει το τέλος της και είπε στην μεγάλη της εγγονή: «Η υπογραφή (για την αναχώρησή μου) μπήκε. Το αισθάνθηκα καθαρά». Κάλεσε τότε και τον ευλαβέστατο ιεροψάλτη του αγίου Γεωργίου κ. Κουτσιμανήν Ιωάννην και του είπε: «Εγώ Χριστούγεννα θα κάνω στον ουρανό, όχι εδώ. Δεν θα τα προλάβω». Τον παρακάλεσε και της έψαλλε όλη την ακολουθία της εορτής των Χριστουγέννων, η οποία διήρκησε περίπου διόμιση ώρες, δημιουργήθηκε μια πνευματική ατμόσφαιρα και χάρηκε η Τατιανή.
Είχε φέρει από την Ρωσσία δυο-τρεις εικόνες. Η μία απ’ αυτές ήταν μόνο το ξύλο. Όχι μόνο δεν φαινόταν ο εικονιζόμενος Άγιος αλλά είχαν φύγει τελείως και τα χρώματα. Λίγες ώρες πριν φύγει για το ουράνιο ταξίδι της, η Τατιανή αξιώθηκε να δη την εικόνα αυτή στην αρχική της κατάσταση με την παράσταση της Αγίας Τριάδος, όπως την έκανε ο Αγιογράφος.
Τα τέλη της Τατιανής ήταν ειρηνικά. Παρέδωσε τα πνεύμα της στον Κύριο προσευχόμενη την 17η Δεκεμβρίου του έτους 1987 και εκηδεύθη την επομένη ημέρα με την συμμετοχή πλήθους ανθρώπων. Οι πάντες έδιναν την καλή μαρτυρία για την Τατιανή. Ένας φανατικός κουμουνιστής κατά την ώρα της κηδείας συγκινημένος από το τέλος της, είπε: «Μακάρι να πηγαίνουμε και εμείς έτσι». Άλλοι μετά την κηδεία έπαιρναν άνθη που στόλιζαν το τίμιο λείψανό της για να τα έχουν ως φυλαχτό. Επάνω στο μνήμα της έγραψαν και το αγαπημένο της αγιογραφικό χωρίο: «Ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού· ο δε ποιών το θέλημα του Θεού μένει εις τον αιώνα» (Α’ Ιωανν. Β’ 17).
Προς το τέλος του βίου της είχε πει σ’ ένα από τα παιδιά της: «Ότι ζήτησα από τον Θεό, μου το χει δώσει». Και ασφαλώς δεν της στέρησε την επουράνια βασιλεία Του. Από κει τώρα συνεχίζει να προσεύχεται για όλο τον κόσμο.
Αιωνία η μνήμη της. Αμήν.
«Ασκητές μέσα στον κόσμο – A΄», Άγιον Όρος, 2008