Το κελλί του ήταν ένα ερείπιο, χωρίς τζάμια με κάτι παλιά παντζούρια που δεν έκλειναν καλά. Στους βαρείς χειμώνες εκείνης της εποχής, όταν τα χιόνια έφταναν σε ύψος μέτρων και το κρύο ήταν αφόρητο, άναβε ο Γέροντας, για το λογισμό, ένα μικρό τζάκι μέσα στο παγωμένο κελλί του. Μα ο αέρας περνούσε το χιόνι από τη χαραμάδα των παντζουριών μέσα στο δωμάτιο και δημιουργούσε ένα μικρό δρομάκι στο πάτωμα.
«Έπαιρνα», έλεγε ο Γέροντας, «ένα δαδί, (που λάμπες και πολυτέλεια, ούτε καντήλι δεν υπήρχε στο κελλί του φτωχού Μοναστηριού) και στιχολογούσα μέχρι το πρωί όλο το Ψαλτήρι». Έτσι ζεσταινόταν με τη φωτιά που ζέσταινε και ζεσταίνει τους ασκητές και ερημίτες και τους στυλίτες. «Πολύ μου είναι», έλεγε, «που έχω κεραμίδια πάνω από το κεφάλι μου· οι στυλίτες δεν είχαν τίποτα. Αν ήμουν στη σπηλιά ερημίτης, θα είχα τα καλά του κελιού, έστω και ερειπωμένου; Μ’ αυτές τις σκέψεις παρηγοριόμουν».
«Κάποτε», διηγείτο ο Γέροντας, «αρρώστησα από βαριά οσφυαλγία, η οποία με ακινητοποίησε στο κρεβάτι. Έκανα τότε ογδόντα ενέσεις χωρίς να δω την παραμικρή ωφέλεια. Επειδή έβλεπα ότι ανθρωπίνως ήταν αδύνατον να θεραπευθώ παρακάλεσα τον Άγιο Δαβίδ να έλθει να με θεραπεύσει λέγοντάς του:
– Άγιε μου, έλα σε παρακαλώ να με βοηθήσεις, να με θεραπεύσεις. Αλλά μην έρθεις με τη δική σου μορφή, γιατί εγώ είμαι άνθρωπος δειλός και δε θ’ αντέξω να σε δω. Έλα με τη μορφή ενός από τους πατέρες της Μονής του τάδε ή του τάδε.
Εκείνη την εποχή φιλοξενούσαμε έναν Αγιορείτη Μοναχό Αγιοπαυλίτη, τον π. Σπυρίδωνα.
Μόλις τελείωσα την προσευχή μου, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Άγιος με τη μορφή του αδελφού και μου λέει:
– Τι έχεις, πάτερ Ιάκωβε;
– Τι να έχω, πάτερ Σπυρίδωνα, πονάει πολύ η μέση μου και δε μπορώ να κουνηθώ. Τότε, μου λέει ο Όσιος:
– Ποιος είμαι εγώ; Ο πατήρ Σπυρίδων είμαι; Ξέρεις ποιος είμαι, αλλά δε θέλεις να πεις το όνομά μου. Έλα να σε βοηθήσω. Για κάθισε να μου πεις που πονάς.
– Αν μπορούσα, πάτερ μου, να καθήσω, θα σηκωνόμουν κιόλας. Δε μπορώ να κουνηθώ του απάντησα.
– Έλα να σε βοηθήσω εγώ, μου λέει ο Όσιος.
Κι έτσι κάθησα με τη βοήθειά του. Κάθησε κι ο Όσιος πίσω μου και ακουμπώντας την πλάτη του στη δική μου πλάτη, με στήριξε. Ένοιωσα τότε να με ακουμπάει η γέρικη πλάτη Ιερέως· ένιωσα τη χάρη της ιερωσύνης. Τότε ο Όσιος με σταύρωσε, όπου πονούσα και στη λεκάνη και στον αυχένα, που υπέφερα από πονοκεφάλους, και αμέσως πέρασαν όλα. Ούτε πόνοι, ούτε ίχνος αρρώστιας, αλλά μόνο χαρά και αγαλλίαση. Αμέσως ο Άγιος άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Τότε άρχισα να ελεεινολογώ τον εαυτό μου για τη δειλία μου, που δεν του έβαλα μια μετάνοια να τον ευχαριστήσω. Και άρχισα να ψάλλω το απολυτίκιο του.
Απόσπασμα από το βιβλίο: Ένας άγιος Γέροντας ο μακαριστός π. Ιάκωβος, Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Γέροντος, Έκδοση των Πατέρων της Ι. Μονής Οσίου Δαβίδ Γέροντος, Λίμνη Ευβοίας, 1996