Οι γονείς του πεθαίνοντας του άφησαν εντολή να μείνη στο χωριό για να προστατεύση την μία του αδερφή που είχε μείνει ανύπανδρη και ήταν φιλάσθενη. Αλλά ο ζήλος του Δημήτρη, παρ’ όλη την ηλικία των 57 χρόνων που ήταν όταν κοιμήθηκε ο πατέρας του, ήταν νεανικός. Παράτησε το χωριό και την αδερφή του και ενώ στο μεταξύ είχε κοιμηθή ο γέροντας Αμβρόσιος, πήγε και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι της Μυρτιδιώτισσας, μη λογαριάζοντας την εντολή του πατέρα του. Εκεί ο Δημήτρης επιδόθηκε σε μεγαλύτερες πνευματικές ασκήσεις αλλά και σε βαριές χειρωνακτικές εργασίες γιατί το Μοναστήρι, μετά την κοίμηση του Ηγουμένου, είχε πολύ αμεληθή. Ο δε μοναχός που τον αντικατέστησε, παρ’ όλο που ήταν πολλά χρόνια στο Μοναστήρι, δεν ενδιαφερόταν για το καλό του Μοναστηριού Και ασχολείτο περισσότερο με κοσμικές υποθέσεις. Δυστυχώς όμως η έντονη άσκηση και οι βαριές χειρονακτικές εργασίες που άμετρα επιδόθηκε ο Δημήτρης, είχαν σαν αποτέλεσμα να κλονισθή σοβαρά η υγεία του και να πέση βαριά άρρωστος. Κατ’ εντολή του τοπικού γιατρού, έπρεπε να μεταφερθή στο χωριό, στο σπίτι του, να του γίνη η απαραίτητη θεραπευτική αγωγή, γιατί στο ερημικό μέρος που ήταν το Μοναστήρι δεν μπορούσε να του προσφέρη τίποτα, και αν παρέμενε εκεί, σίγουρα θα πέθαινε. Ο Επίσκοπος του διεμήνυσε να κάνη υπακοή στον γιατρό και έτσι, ακούσια και βεβιασμένα, βρέθηκε πάλι ο Δημήτρης στο σπίτι του. Όμως η ασθένεια του τράβηξε πολύ και έκανε περισσότερο από δυό μήνες να ανάρρωση.
Σκέφθηκε καλύτερα την εντολή του πατέρα του και είδε ότι ίσως ήταν θέλημα Θεού να ξαναμπή πάλι στην καλαμένια ησυχαστική καλύβα του και εκεί να συνΕχΊση κατά μόνας τον σκληρό πνευματικό αγώνα του. Σ’ αυτή την καλύβα ασκήτεψε σχεδόν εξήντα χρόνια, μέχρι που τον πήραν τα γεράματα και αναγκάσθηκε να την εγκαταλείψη τον χειμώνα και τα βράδια, γιατί συχνοαρρώσταινε. Αν και απέφευγε να αναφέρη τις πνευματικές εμπειρίες που έζησε στην καλύβα αυτή, ήταν βέβαιο από μισόλογα που του ξέφευγαν ότι είχε επισκέψεις της Παναγίας και πολλών Αγίων. Πολλά πρωινά, αν τυχόν τον έβλεπε κανείς, το πρόσωπο του ήταν φωτεινό και έλαμπε. Ο Θεός, όπως έλεγε, τον φύλαξε από δαιμονικές επισκέψεις και μόνο μία φορά όπου το ζήτησε ο ίδιος χάριν περιέργειας, το επέτρεψε να τον επισκεφτούν και να γνωρίση τις απαίσιες και ζοφερές μορφές τους, τις οποίες περιέγραψε.
Μέχρι τον τελευταίο χρόνο της ζωής του δεν έλειψε ποτέ από τις ακολουθίες της Εκκλησίας του χωριού και πήγαινε κοντά στο Άγιο Βήμα να υπηρετή τον εφημέριο, όπως στα παιδικά του χρόνια. Αν και ήξερε πολύ καλά βυζαντινή ψαλτική, δεν ανακατευόταν ποτέ με τους ψάλτες, επειδή στο χωριό χρησιμοποιούσαν την ιδιάζουσα ντόπια ψαλτική τέχνη. Βοηθούσε όμως με τις γνώσεις του, γιατί στο τυπικό ήταν άριστος και έτσι σε κάθε δυσκολία, τον συμβουλεύονταν ή ο ίδιος διώρθωνε τυχόν αβλεψία και παράλειψη τους.
Αξιώθηκε να δη (στον ύπνο του) τους Τρεις Ιεράρχες να συλλειτουργούν εκεί στην Εκκλησία του χωριού του και μάλιστα τον κάλεσαν μέσα στο Ιερό να τους διακονήση. Τους περιέγραφε ως τρεις ήλιους που φώτιζαν όλο το Άγιο Βήμα. Μάλιστα του είπαν να πη στον ψάλτη, να διορθώση την παρατυπία που έκανε, όταν έψαλε πριν από το Εξαποστειλάριο το «Άγιος Κύριος, ο Θεός ημών», γιατί ήταν καθημερινή ημέρα- αυτό ψέλνεται μόνο πριν από το Αναστάσιμο Εξαποστειλάριο της Κυριακής. Η ημέρα εκείνη που είδε το όνειρο δεν ήταν Κυριακή γιατί, αν ήταν Κυριακή, όπως έλεγε, δεν θα έκανε ο Μέγας Βασίλειος την προσκομιδή γονατιστός.
Οι συμβουλές του Δημήτρη δεν περιορίζονταν μόνο στον χώρο της Εκκλησίας. Με την σοφή απλότητα του, όταν του το ζητούνταν, συμβούλευε για τα πάντα, έδινε λύσεις και παρηγορούσε σε οικογενειακά προβλήματα, σε θέματα υγείας, σε οικονομικές δυσχέρειες, σε ασθένειες ζώων και φυτών, σε διενέξεις των χωριανών, σε οδύνες πένθους και θανάτου. Κάποτε επισκέφθηκε έναν ετοιμοθάνατο ο οποίος αγωνιούσε και έτρεμε βλέποντας να πλησιάζη το τέλος του, και του είπε ο Δημήτρης: «Μη σκιάζεσαι, άμα εξομολογηθής και κοινωνήσης, και να πεθάνης, δεν πεθαίνεις, θα είσαι πάντα ζωντανός». Γαλήνεψε και ανακουφίστηκε ο άνθρωπος.
Απ’ έξω από την καλύβα του και κάτω από μία κληματαριά είχε φτιάξει ξύλινα καθίσματα. Εκεί δεχόταν τα απογεύματα, εκτός χειμώνα, πολλούς επισκέπτες που είχαν ανάγκη να αναπαυτούν και να καταθέσουν τα προβλήματα τους, όχι μόνο από το χωριό αλλά και από τα γύρω χωριά. Ήταν το υπαίθριο αρχονταρίκι του. Τους κερνούσε νερό από το πηγάδι και ότι φρούτα βρίσκονταν στο κτήμα του. Για σοβαρά προβλήματα και αμαρτήματα δεχόταν σε νυκτερινές ώρες. Μεγάλα φορτία, μέχρι και φόνοι εναποτέθηκαν στην καλαμένια καλύβα του. Έτσι από εκεί έπαιρναν θάρρος και με την εμπιστοσύνη που τους ενέπνεε το πρόσωπο του, κατέληγαν στον Πνευματικό που τους υπεδείκνυε, για να λάβουν την άφεση, να κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων και να σωθούν. Το καλύβι του επισκέπτονταν και άνθρωποι με πνευματικά ενδιαφέροντα, ακόμα και ιερείς, ιερομόναχοι, μοναχοί, και άνοιγε η καρδιά του όταν επικοινωνούσε μαζί τους, για να δώση ή να πάρη από αυτούς.
Πέρασε κάποτε από το καλύβι του σε εποχή χειμώνα ο Ηγούμενος της μονής Πλατυτέρας, που τον αγαπούσε, και ο Δημήτρης του πρότεινε να κοιμηθή στο καλύβι του. Ο πατήρ Καλλίνικος το θεώρησε ευλογία και δέχθηκε με χαρά. Ο Δημήτρης αποσύρθηκε σε ένα άλλο καλύβι όπου είχε τα ζώα. Κατά τα ξημερώματα, που πήγε ο Δημήτρης για να τον ξυπνήση, τον βρήκε όρθιο, τρέμοντα, σχεδόν μελανιασμένο, χωρίς να έχη κοιμηθή καθόλου από το υπερβολικό κρύο. Αναγκάστηκε έτσι ο Δημήτρης να τον πάρη στο χωριό και να του ανάψη φωτιά να συνέλθη, πριν πάη να λειτουργήση στο διπλανό χωριό, όπως είχε προορισμό. Πλήρωσε όμως αυτήν την βραδιά ο καλοκάγαθος Ηγούμενος με τρίμηνη νοσηλεία. Ακόμη και μέχρι την Αθήνα έφτασε για να γίνη καλά.
Ήταν άνθρωπος μεγάλης σωματικής αντοχής και είχε πολλή αγάπη. Διψούσε για ελεημοσύνη, την οποία έκαμε πάντα κρυφά, παρ’ όλους τους περιορισμούς που είχε όταν ζούσε ο πατέρας του. Στα φανερά δεν έδειχνε και τόσο ελεήμων και τον χαρακτήριζαν μάλλον σκληρό, γιατί φώναζε όταν έκαμαν ζημιές στα χωράφια του. Φώναζε και όταν έβλεπε βέβαια να αδικούνται άλλοι. Ήταν πολύ ελεγκτικός αλλά πάντα με διάκριση, χωρίς να επιδιώκη να πληγώνη τον άλλο. Αυτό το έκανε από την μια για να διορθώση, και από την άλλη για να μη γίνη αντικείμενο σεβασμού και υψηλής εκτίμησης, κάτι που ήθελε να το αποφύγη. Έλεγε: «Εμένα μη με πολυζυγώνετε και μη με πολυπειράζετε, γιατί είμαι ιδιότροπος. Δεν έχετε ακούσει, μακρυά από άνθρωπο ανύπαντρο γιατί έχει όλες τις παραξενιές του κόσμου απάνω του;».
Την αγαθότητα του την γνώριζαν περισσότερο τα ζώα, καθώς είχε τρόπο να ημερεύη ακόμα και τα πιο άγρια, ώστε να στέκωνται φιλικά κοντά του. Σε ένα αμπέλι που είχε, φιλοξενούσε για πολλά χρόνια ένα πελώριο φίδι, δεντρογαλιά, το οποίο, μόλις πήγαινε εκεί και το φώναζε, έτρεχε κοντά του, καθόταν στα πόδια του και έπινε το γάλα που του έδινε. Μιλούσε με τα ζώα, με τα πουλιά, με τα μελίσσια που έτρεφε, ακόμη και τα δένδρα και τα άλλα φυτά καθώς είχε ευαισθησία και στοργή για όλα, τα συμπονούσε και τα περιποιείτο.
Πάνω απ’ όλα όμως είχε ευαισθησία και πονούσε για τις ψυχές των συνανθρώπων του, των ζωντανών αλλά προπάντων των κεκοιμημένων, για τις οποίες αφιέρωνε πολύ χρόνο στην προσευχή του. Οι περισσότεροι όμως γύρω του δεν καταλάβαιναν την διάθεση του και ενωχλούνταν, αν καμμιά φορά προσπαθούσε με πολλή διάκριση να τους συμβουλεύση ή με αγάπη να τους ελέγξη.
Όταν συνδιαλεγόταν με νέους, επεσήμαινε πάντα την αξία της καθαρότητας και της αγνότητας, ώστε να μη μολύνουν την πολύτιμη και αθάνατη ψυχή τους. Αν κάποιος ήταν καλοπροαίρετος, του έδινε να διαβάση πατερικά βιβλία ή βίους Αγίων. Στην εποχή του οι περισσότεροι Πνευματικοί ήταν πολύ αυστηροί σε θέματα ηθικής και αντιμετώπιζαν σκληρά τον κάθε παρεκτρεπόμενο που πήγαινε να εξομολογηθή. Ο Δημήτρης, αν και αγνότατος, ήταν συγκαταβατικός, τους παρηγορούσε με απλότητα και τους έδινε θάρρος ώστε να μη διστάζουν να εξαγορεύουν τα ατοπήματα τους στους εξομολόγους, και να στερούνται έτσι το Ποτήριο της Ζωής.
Στα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια τηςζωής του ο Δημήτρης δεν κατοικούσε πλέον στην αγαπημένη του καλύβα· την είχε όμως ως χώρο προσευχής και μεσημεριανής ανάπαυσης στους καλοκαιρινούς μήνες. Τα βράδια και τις χειμωνιάτικες μέρες διέμενε αναγκαστικά στο πατρικό του σπίτι στο χωριό και γιατί η ηλικία του το επέβαλλε, αλλά και για να φροντίζη την ανύπαντρη αδελφή του, την καλοκάγαθη Αφροδίτη, που ήταν ηλικιωμένη και φιλάσθενη. Όχι ότι στο χωριό είχε και πολλές ανέσεις, καθώς με πρόσχημα την παράδοση, προσπαθούσε να αποφύγη τις όποιες ευκολίες παρέχει η τεχνολογία των τελευταίων ετών. Στο σπίτι αυτό, εκτός από μερικές λάμπες χαμηλού φωτισμού, δεν υπήρχε άλλη ηλεκτρική συσκευή. Μαγείρευαν όπως παλιά με ξύλα στην «ωγνίστρα», (γωνιακό τζάκι), όπου είχαν καθίσματα από κορμούς δέντρων, στα οποία κάθονταν για να ζεσταθούν τον χειμώνα. Εκεί έτρωγαν, εκεί διάβαζε ο Δημήτρης θρησκευτικά βιβλία για να ακούη και η αδελφή του. Το δάπεδο ήταν χωμάτινο και η σκεπή κατάμαυρη από τους καπνούς, όπως και τα κατσαρολικά και τα πήλινα δοχεία που μαγείρευαν. Το βράδυ ο Δημήτρης αποσυρόταν σε ένα δωμάτιο άδειο και σκοτεινό στο ανώγειο (δεν άνοιγε ποτέ τα παράθυρα), χωρίς θέρμανση. Εκεί διάβαζε τις ακολουθίες και έκανε τις προσευχές του. Κοιμόταν ελάχιστα και τα όνειρα του είχαν ουράνιες παραστάσεις. Κάποτε είδε τον πατέρα Καλλίνικο να ιερουργή στο επουράνιο θυσιαστήριο και να φορά ιερά άμφια που φεγγοβολούσαν. Τον ασπάστηκε πατρικά.
Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του είχε εξασθενίσει πολύ και ενώ βασανιζόταν από πόνους σε όλο του το κορμί, με το ζόρι έπαιρνε παυσίπονα. Το φως του ήταν λιγοστό και άκουγε αμυδρά. Με πολύ κόπο σηκωνόταν από το κρεββάτι και περπατούσε υποβασταζόμενος. Η αδελφή του είχε κοιμηθή στο μεταξύ και τον φρόντιζε μία ανιψιά του με τον άνδρα της, τους οποίους είχε καταστήσει κληρονόμους της περιουσίας του.
Ζητούσε και του έφερναν κάθε Κυριακή αντίδωρο. Από αυτό έπαιρνε από λίγο κάθε πρωί και έπινε λίγο αγιασμό. Μιλούσε λίγο και μόνο για πνευματικά θέματα, ενώ ενδιαφερόταν πολύ να μαθαίνη για μοναστήρια και μοναχούς, ειδικά του Αγίου Όρους. Ζητούσε ονόματα μοναχών να τα βάζη στην προσευχή του, έστω και αν του ήταν άγνωστοι. Έλεγε: «Εδώ που στέκομαι δεν έχω τώρα να κάνω τίποτα άλλο από το να προσεύχωμαι και να σκέφτωμαι το ταξίδι μου».
Με δική του πρόσκληση πήγαινε ο ιερέας να τον κοινωνήση. Τις τελευταίες όμως μέρες, παρόλο που του διαμηνούσε επίμονα, ο εφημέριος αμέλησε, επειδή υπολόγιζε να πάη όταν θα λειτουργούσε σε μία Εκκλησία κοντά στο σπίτι του Δημήτρη. Άλλωστε δεν πίστευε ότι ο γέροντας ήταν στα τελευταία του. Τελικά δεν πρόλαβε, καθώς δυό μέρες πριν από την Λειτουργία ο Δημήτρης πήρε μία επείγουσα κλήση να φύγη. Πλησίαζαν μεσάνυχτα και ο άνδρας της ανιψιάς του αφού τον είχε τακτοποιήσει για τη νύχτα, ετοιμαζόταν να φύγη, χωρίς να υποψιάζεται ότι ήταν η τελευταία του νύχτα, γιατί δεν υπήρξε ένδειξη για κάτι τέτοιο. Του φάνηκε δε παράδοξο όταν ο Δημήτρης τον παρακάλεσε πριν φύγη, να του δώση μια μπουκιά ψωμί και μία γουλιά κρασί.
Την άλλη μέρα, 29 Δεκεμβρίου 1995, όταν πήγαν στο σπίτι του, βρήκαν τον γέροντα να έχει αναχωρήσει για τους ουρανούς. Πώς όμως τον βρήκαν; Ήταν γονατιστός στο πάτωμα με τα χέρια ακουμπισμένα στην μέση του κρεββατιού και το κεφάλι του γερμένο πάνω στα χέρια. Ήταν ολοφάνερο ότι έφυγε σε ώρα προσευχής. Αυτή την στιγμή διάλεξε ο Κύριος να τον πάρη κοντά του.
Το πρόσωπο του, κατά την κηδεία, ήταν γαλή νιο και ροδαλό, χαρούμενο. Καθόλου δεν έδειχνε ότι είχε την ηλικία των ενενήντα δυό ετών. Κατά επιθυμία του στην κηδεία του προϊστατο ο Ηγούμενος της Μονής Πλατυτέρας πατήρ Μεθόδιος, ενώ, επί σης κατόπιν επιθυμίας του, είχε τοποθετηθή στα χέρια του ένα παλαιό Ευαγγέλιο που το είχε πάντα μόνιμο σύντροφο του.
Ο Δημήτρης στην επίγεια αυτή ζωή του δεν έκανε γάμο, παιδιά, περιουσία. Δεν αναλώθηκε σε σπουδές για δόξα, πλούτη και ανέσεις. Δεν πόθησε αξιώματα εκκλησιαστικά, παρά μόνο το σχήμα του απλού μοναχού, και αυτό τελικά δεν αξιώθηκε να φορέση. Ξεκίνησε με το Ευαγγέλιο όπου διάβαζε και έκανε πράξη το «εί τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι»1. Πλησίασε στην πράξη τον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, καθώς «έπηξε την καλύβην προ πυλών» των γονέων του και «έθραυσε των δαιμόνων τας ενέδρας». Ο άγιος Ιωάννης ο Καλυβίτης ήταν το πρότυπο του. Στην Εκκλησία του βαπτίστηκε και ετάφη. Σαν τον άγιο Ιωάννη και αυτός πεθαίνοντας δεν πήρε τίποτε από τον ψεύτικο αυτό κόσμο, παρά μόνο το άγιο Ευαγγέλιο που του έδειξε τον δρόμο να απαρνηθή τον κόσμο και να πετύχη την σωτηρία της ψυχής. Αιωνία η μνήμη του. Αμήν.
«Ασκητές μέσα στον κόσμο – A΄», Άγιον Όρος, 2008