Μετά την στρατιωτική του θητεία ο Δημήτρης (επανήλθε με την ελπίδα να πάρη ευλογία από τον πατέρα του να εγκαταβιώση σε Μοναστήρι. Αντιμετώπισε όμως την άρνηση του με την πρόφαση ότι έπρεπε να παντρευτούν οι αδελφές του πρώτα κι ύστερα θα έβλεπε. Τώρα, κοντά στις άλλες δουλειές, τουανατέθηκε η εκτροφή και μέριμνα αγελάδων που αγόρασε ο πατέρας του και τις εγκατέστησε σε ένα μεγάλο κτήμα που είχαν, όχι μακρυά από το χωριό στην θέση Κουνά. Για τον Δημήτρη αυτό ήταν μία μεγάλη ευλογία και δώρο από τον Θεό, γιατί με το πρόσχημα της φύλαξης των ζώων ζήτησε να εγκατασταθή κι αυτός εκεί στήνοντας την δική του καλύβα κοντά στις καλύβες των ζώων.
Απαρνήθηκε ευχαρίστως τις ευρύχωρες κάμαρες με τους λιθόκτιστους τοίχους και τα σανιδένια πατώματα του σπιτιού του, τα μαλακά στρώματα και τα ζεστά σκεπάσματα του κρεββατιού του, ακόμα και τα χορταστικά γεύματα του τραπεζιού της οικογένειας. Αντί αυτών, προτίμησε μία στενή καλύβα πέντε τ.μ. περίπου με καλαμένιους τοίχους, που είχε λάτες (λαμαρίνες) για σκεπή, τρεις σανίδες καρφωμένες για κρεββάτι, με στρώμα ένα φθαρμένο πάπλωμα της γιαγιάς του τον χειμώνα και μία ψάθα το καλοκαίρι. Για σκέπασμα είχε μόνο μία παλαιά στρατιωτική κουβέρτα και για προσκέφαλο μία πέτρα, την οποία έκρυβε κάτω από το κρεββάτι.
Η επίπλωση της καλύβας ήταν μία κασελίτσα για τα ρούχα του και ένα τραπεζάκι πάνω στο οποίο είχε τοποθετήσει την εικόνα της Παναγιάς και το χρησιμοποιούσε για να γράφη και να διαβάζη.
Είχε ακόμη μία σανιδένια καρέκλα, λίγα ράφια για βιβλία, μερικές χάρτινες εικόνες αναρτημένες, ένα καντήλι (ακοίμητο) κρεμασμένο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς, ένα θυμιατό, ένα κηροπήγιο και ένα κανατάκι για νερό. Όλα αυτά έφταναν για να αισθανθή μοναχός και να κάνη τον αγώνα του. Του έλειπε όμως κάτι πολύ βασικό. Δεν είχε τα απαραίτητα βιβλία, τουλάχιστον αυτά που χρειαζόταν για να διαβάζη τις νυχθήμερες ακολουθίες που πρέπει να κάνη ένας μοναχός.
Χρήματα δεν είχε να τα αγοράση και ο αφέντης του φυσικά δεν του έδινε. Αλλά ο Θεός που είδε την ανάγκη του, οικονόμησε, και μάλιστα πλούσια. Η βιβλιοθήκη των συγγενών του Κοσκινάδων, Ιερέων, έμενε από χρόνια αχρησιμοποίητη, επειδή ο τελευταίος απόγονος που προωριζόταν για ιερέας, δεν αξιώθηκε να γίνη. Οι δε κόρες του, παραμένοντας ανύπαντρες και αγράμματες καθώς ήταν, μεταχειρίζονταν τα βιβλία ως κοινό χαρτί για περιτύλιγμα ή προσάναμμα. Ο Δημήτρης πονούσε που έβλεπε να καταστρέφεται όλος αυτός ο πνευματικός πλούτος και έτσι τις παρακάλεσε να του τα δώσουν. Εκείνες όμως βλέποντας τον ζήλο του, θέλησαν να τον εκμεταλλευτούν και του ζήτησαν για κάθε βιβλίο να εργάζεται στα χωράφια τους μία ημέρα, και μάλιστα το καλοκαίρι, όταν οι μέρες είναι μεγαλύτερες.
Ο Δημήτρης, παρ’ όλα αυτά, δέχτηκε με χαρά, και έτσι, με πολύ κόπο και ιδρώτα, αλλά και πόλεμο από τον πατέρα του, απέκτησε τα αγαπημένα του βιβλία. Αυτά τα βιβλία τα είχε κοντά του σε όλη σχεδόν την ζωή του, συντροφιά και παρηγοριά στην μικρή καλύβα του, εκεί όπου πέρασε όλες τις παγωμένες χειμωνιάτικες νύχτες και ημέρες για πενήντα και πλέον χρόνια της ζωής του. Αλλά πώς τα πέρασε; Τα σκληρά πνευματικά του παλαίσματα και τους αγώνες του μόνο ο Θεός γνωρίζει.
Σε κάποιον εμπιστεύτηκε ότι δεν παρέλειψε ποτέ να αγωνίζεται σαν μοναχός, γιατί έτσι αισθανόταν κι ας μην είχε το σχήμα. Έκτος από τον κανόνα του, διάβαζε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου (Εσπερινό, Απόδειπνο, Μεσονυκτικό, Όρθρο, Ώρες). Μεγάλο και σκληρό αγώνα έκανε να κρατηθή αγνός στην ψυχή και στο σώμα. Πάλευε νύχτα-μέρα να δαμάση την εύρωστη και νεανική του σάρκα, με χίλιους δυό πειρασμούς που τον περιτριγύριζαν μέσα στον κόσμο που ζούσε, συναναστρεφόμενος καθημερινά με νεαρές γυναίκες εργάτριες στα κτήματα του πατέρα του. Αγρυπνούσε κάθε βράδυ με προσευχές και γονυκλισίες. Ο ύπνος του δεν ήταν παραπάνω από δυό-τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο. «Μα καλά, Δημήτρη, δεν κοιμάσαι καθόλου;» τον ρωτούσαν οι χωριανοί που διάβαιναν από τον δημόσιο δρόμο που είναι κοντά στο καλύβι του, και όταν φώναζαν, αυτός αμέσως αποκρινόταν. Ο Δημήτρης, για να καλύψη την άσκηση του, τους έλεγε: «Κοιμάμαι όλη νύχτα αλλά έχω ελαφρύ ύπνο και σας απολογιώμαι (αποκρίνομαι), χωρίς να ξυπνάω».
Το φαγητό του Δημήτρη ήταν λίγο και λιτό. Από το σπίτι του τον πίεζαν να τρώη περισσότερο και καλύτερα για να μην αρρωστήση, επειδή και εργαζόταν σκληρά και κατ’ αυτούς το είχε μεγάλη ανάγκη. Τους έλεγε ότι το στομάχι του δεν άντεχε το πολύ και βαρύ φαγητό. Κρασί έβαλε στο στόμα του μόνον όταν πλησίαζε τα εβδομήντα του, κι αυτό λίγο και νερωμένο. Δεν το δεχόταν και αυτό το στομάχι του, όπως έλεγε. Σε περιόδους νηστειών εσκλήραινε πολύ την δίαιτα του. Ξηροφαγία και άλαδο κάθε μέρα, έτρωγε λίγο αφού διάβαζε τον Εσπερινό προς την δύση του ηλίου. Παρ’ όλα αυτά δεν αδυνάτιζε πολύ, δεν αρρώσταινε και το πρόσωπο του παρέμεινε νεανικό και ροδαλό μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Κατά καιρούς έπαιρνε άδεια από τον αφέντη του και επισκεπτόταν προσκυνηματικά τα ανδρικά μοναστήρια της Κερκύρας, όπως της Μυρτιδιώτισσας, της Παλαιοκαστρίτσας, της Πλατυτέρας, η πήγαινε να ασπαστή τα ιερά Λείψανα του Αγίου Σπυρίδωνος και της Αγίας Θεοδώρας, προπάντων στις πανηγύρεις και στις αγρυπνίες. Παρόλο που στο σπίτι του είχαν άλογα, προτιμούσε να πηγαίνη πεζός και μάλιστα φορτωμένος με το «στραίστρο» (ντορβά) με λάδι και κρασί, ευλογίες για τα Μοναστήρια. Παντού όπου πήγαινε, ήταν καλοδεχούμενος από τους μοναχούς που τον αγαπούσαν, γιατί τους ανέπαυε. Τους βοηθούσε με ζήλο στο φόρτο της διακονίας τους, ειδικά στις πανηγύρεις. Οι ηγούμενοι και των τριών μοναστηριών (ο Καλλίνικος της Πλατυτέρας, ο Αμβρόσιος της Μυρτιδιώτισσας, και ο Προκόπιος της Παλαιοκαστρίτσας) του έκαναν συνεχώς προτάσεις να μονάση κοντά τους. Ο αφέντης του όμως δεν ενέδιδε: «Πού θα αφήσεις εμάς, τις αδελφάδες σου που είναι ανύπαντρες, ποιος θα κοιτάξει, αν δεν παντρευτούνε;». Και έτσι έμενε ο Δημήτρης χωρίς το σχήμα που επιθυμούσε.
Κάποτε στην Πλατυτέρα συναντήθηκε και γνωρίστηκε με τον μακαριστό Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Ο πατήρ Φιλόθεος τον συμπάθησε και άνοιξε αλληλογραφία μαζί του. Σε ένα γράμμα του πρότεινε να πάη να μονάση στους Αγίους Τόπους, και να τον συστήση να μπη σκευοφύλακας του Παναγίου Τάφου που εκείνον τον καιρό χρειάζονταν. Για τον Δημήτρη, όπως έλεγε, άνοιξαν οι ουρανοί, έλαμψε ολόκληρος. Τέτοια τιμή και τέτοια χαρά δεν την περίμενε να βρεθή και να υπηρΕτΉσΗ στον Ζωοδόχο Τάφο του αγαπημένου Χριστού. Πετούσε και χαιρόταν, γρήγορα όμως τον προσγείωσε ο αφέντης του: «Μάζωσε το μυαλό σου, ποΎ θα βρεις τα λεφτά για να πας, γιατί από εμένα μη στοχάζεσαι να πάρης ούτε φράγκο». Σκοτείνιασε πάλι ο ορίζοντας για τον Δημήτρη. Απάντησε περίλυπος στον πατέρα Φιλόθεο: «Δεν ξέρεις πόσο το λαχταρούσα αυτό και πόσο η καρδιά μου είναι πληγωμένη απ’ αυτήν την επιθυμία μου, ο Θεός το ξέρει. Όμως δεν κατέχω ούτε μία δραχμή, που να βρω τα ναύλα;».
Ο πατέρας του κάθε Κυριακή του έδινε μόνο μισή δραχμή για την Εκκλησία. Έφτασε σε ηλικία τριανταεπτά ετών και νόμισε ότι πλέον μπορούσε να διΑθΈση τον εαυτό του κατά την ένθεο επιθυμία του, να γίνη μοναχός. Συνεννοήθηκε κρυφά με το μοναστήρι της Παλαιοκαστρίτσας που ήταν το πιο μακρινό από το χωριό και το απομεσήμερο της Κυριακής της Τυρινής του έτους 1940 ο ηγούμενος του Μοναστηριού, έστειλε ένα μοναχό με δυό μουλάρια, πιστεύοντας ότι αυτήν την μέρα δεν θα τους έβλεπε κανένας από τους χωριανούς, λόγω της γιορτής της αποκριάς, γιατί ήταν μαζεμένοι στο χωριό όπου είχαν χορούς. Μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα και έφυγαν.
Έγινε μεγάλη αναστάτωση στο σπίτι, σαν ξημέρωσε και δεν είδαν τον Δημήτρη νάρθη και κατά την συνήθεια να φέρη το γάλα. Πήγαν να δουν και βρήκαν τα ζωντανά μόνα τους. Δεν ήθελαν να το πιστέψουν. Αναρωτιόνταν τι να του συνέβηκε, που να πήγε χωρίς να τους ρωτήση, αυτός που ήταν πάντα υπάκουος και υποτασσόμενος. Μοιρολογούσε η μάννα, έκλαιγαν οι αδερφές. Ο πατέρας θύμωσε, του μπήκε λογισμός: «Σιάζομαι (φοβούμαι) ότι αυτός με τα αγιωτικά και τους καλόγερους που ανακατευότανε, εμίσεψε (έφυγε) για κανένα Μοναστήρι». Έβαλε ανθρώπους να γυρίσουν όλα τα μοναστήρια. Δεν άργησαν να τον ανακαλύψουν στην Παλαιοκαστρίτσα. Του μετέφεραν την εντολή του πατέρα του: «Να γυρίση δελέγκου (χωρίς δεύτερη κουβέντα) σπίτι». Ο Δημήτρης όμως δεν πείστηκε να τους ακολουθήση, ούτε με το καλό ούτε με τις απειλές που του μετέφεραν. Γύρισαν στον πατέρα του και του είπαν: «Ο γυιός σου έχει ποντήλιο (πείσμα) και θέλει να κάτση στο μοναστήρι για πάντα».
Λυπήθηκαν πολύ η μάννα και οι αδελφές του σαν το άκουσαν, και παρώτρυναν τον αφέντη να πάη ο ίδιος να τον φέρη. «Εγώ να πάω;», έλεγε, «νάρθη ο ίδιος και να πέση επί γόνατος, να τον εσυμπαθήσω (συγχωρήσω) που τον είχα νοικοκύρη στο βιός μου και στα κτήματα μου και δεν στειμάρησε (δεν είδε το συμφέρον του) μ’ όλα τα καλά που είχε και πήγε τσου καλόγερους π’ έχουν τόση φτώχεια και στάντα (ταλαιπωρία) και διακονάνε (ζητιανεύουν) την στάλα το λάδι».
Ο Δημήτρης όμως άλλα καλά έβλεπε εκεί που πήγε, όπου ο πατέρας του δεν μπορούσε να διακρίνη. Γι’ αυτό δόθηκε ολόψυχα και με ζήλο, χωρίς περισπασμούς και περιορισμούς στις αγαπημένες του ασκήσεις· νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, στις τόσες κοινές ακολουθίες με την Αδελφότητα που μάλιστα στην περίοδο εκείνη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που μπήκε στο μοναστήρι, είχαν μεγάλη διάρκεια και ήταν γι’ αυτόν οι καλύτερες απολαύσεις. Ακούραστος στο διακόνημά του, με πλήρη αυταπάρνηση. Ο Ηγούμενος τον καμάρωνε γιατί στα πάντα έκανε υπακοή. Τον είχε από κοντά και τον καθωδηγούσε. Επειδή ήταν απλός, αγνός και καθαρός, τον συμβουλευόταν ο Ηγούμενος, γιατί ύστερα από ένα περιστατικό κατάλαβε ότι είχε το χάρισμα της διακρίσεως.
Στο Μοναστήρι είχαν κάποιους νέους δόκιμους και κατά σειρά τους έκαναν κουρά μοναχού. Για κάποιον ο Ηγούμενος είχε αποφασίσει να τον κάνη κουρά και ο Δημήτρης στενοχωρήθηκε. Έλαβε το θάρρος και είπε εμπιστευτικά στον Ηγούμενο να μην κάνη κάτι τέτοιο, γιατί θα δημιουργούσε σκάνδαλο στο Μοναστήρι και λίγες μέρες μετά την κουρά θα πετούσε τα ράσα. Ο Ηγούμενος αν και τον αγαπούσε, το θεώρησε αυθάδεια να υποδεικνύη ένας δόκιμος στον Ηγούμενο, τΊ να κάνη σε τέτοια σοβαρά θέματα. Τον επέπληξε και προχώρησε στην κουρά.
Όμως ο Δημήτρης δεν διαψεύσθηκε γιατί όπως του τα είπε, έτσι πράγματι έγιναν. Ακόμη και για κα ποιον άλλον που ήθελαν να διώξουν από το Μοναστήρι, ως μη ηθικό στοιχείο, επειδή έλεγε «αφαντόλογα» (λόγια άπρεπα), ο Δημήτρης έπεισε τον Ηγούμενο να τον κρατήσουν. Το ελάττωμα του, έλεγε, ήταν εξωτερικό, ενώ εσωτερικά ήταν πεντακάθαρος· και κατά τον Δημήτρη ετριόντιζε (ευωδίαζε), ενώ για την πρώτη περίπτωση του είχε πει ότι μύριζε τραγίλα.
Πλησίαζε ο καιρός να ρασοφορεθή ο Δημήτρης και ήταν πανευτυχής. Όμως στο χωριό ο πατέρας του είχε έρθει σε δύσκολη θέση. ΤΊ να κάνη με τόσες δουλειές που τον Μάιο μήνα εντείνονταν και δεν τις πρόφθαναν; Έτσι ο αφέντης αποφάσισε, μια και τόσον καιρό περίμενε να τον φέρη η πείνα στο σπίτι, όπως νόμιζε, να πάη ο ίδιος να τον φέρη μεταχειριζόμενος μάλιστα δόλο για να τον πείση να ερθη. Πήρε με έναν άλλο αδελφό του το αγοραίο αυτοκίνητο του χωριού και έφθασαν στο Μοναστήρι την ώρα της Τραπέζης. Μόλις τους αντιλήφθηκε ο Δημήτρης, όπως έλεγε ο ίδιος, το φαγητό έγινε κόμπος στο λαιμό του και πήγε να πνιγή από την ταραχή και την στενοχώρια του. Του είπαν ότι η μητέρα του ήταν δήθεν πολύ άρρωστη, στα τελευταία της και επιθυμούσε να τον δη για τελευταία φορά, πριν πεθάνη. Τους πίστεψε ο Δημήτρης και ζήτησε την ευχή και την ευλογία του Ηγουμένου να τους ακολουθήση. Μόλις έφθασαν στο χωριό, ο Δημήτρης κατάλαβε ότι περιπαίχτηκε αλλά τι να κάνη; Να γυρίση στο Μοναστήρι και να πη ότι ο πατέρας του εξαπάτησε αυτόν και τον Ηγούμενο; Ο σεβασμός, και η ευθύνη για την υπόληψη του πατέρα του δεν του το επέτρεπαν. Έσκυψε το κεφάλι και σκέφτηκε να παραμείνη για λίγο εκεί μέχρι να αποφασίση τι θα κάνει. Ο πατέρας του όμως τον πρόλαβε και σι ανύποπτο χρόνο πηγαίνει πάλι με το αγοραίο στο μοναστήρι, ζητώντας από τον Ηγούμενο τα πράγματα του Δημήτρη, γιατί δήθεν είχε μετανιώσει και δεν είχε σκοπό να ξαναπάη στο μοναστήρι. Δεύτερο πλήγωμα στην καρδιά του Δημήτρη. Συμβουλεύτηκε τον γέροντα ιερέα του χωριού και εκείνος, του είπε να κάμη υπακοή και εν καιρώ θα έβλεπε πως θα τα οικονομήσει ο Θεός. Έτσι, ξανακλείστηκε πάλι στην καλύβη του και ξανάρχισε τους κατά μόνας πνευματικούς αγώνες του με καρτερία και αυταπάρνηση.
συνέχεια…